Guram Chachanidze: Η φωτογραφία είναι μια ψευδαίσθηση

Μαρία Ξυπολοπούλου
Φιλόλογος – Συντ. Θεμάτων Πολιτισμού

Ιδιαίτερα δραστήριος τα τελευταία χρόνια στο χώρο της φωτογραφίας και της επιμέλειας ο ανατρεπτικός φωτογράφος Guram Chachanintze μας εκπλήσσει με την αυθεντική ματιά με την οποία προσεγγίζει τα ζητήματα που βρίσκονται στο κεντρικό πυρήνα της δουλειάς του: η πόλη και η καθημερινότητά της, η ανθρώπινη φύση και η άκριτη και άλογη υιοθέτηση στερεοτυπικών νοοτροπιών είναι μερικές μόνο εκφάνσεις που μπορεί κανείς να ανακαλύψει σε αυτή. «Ο δημιουργός είναι αυτός που θα πρέπει να «σηκώσει τον κόσμο από τους καναπέδες» θα σημειώσει ο ίδιος αναφερόμενος στο πώς αντιλαμβάνεται το ρόλο των σύγχρονων δημιουργών.
Ο Guram Chachanidze γεννήθηκε το 1981 στην Γεωργία. Σπούδασε Σκηνοθεσία στο Πανεπιστήμιο της Τιφλίδας και το 2006 συνέχισε τις σπουδές του στη Φωτογραφία στο ΙΕΚ ΑΚΜΗ όπου και εργάστηκε αργότερα ως φωτογράφος και βοηθός εργαστηρίου ασπρόμαυρης φωτογραφίας της σχολής. Από το 2006 ζει και εργάζεται στην Αθήνα ως Freelancer φωτογράφος και επιμελητής.
Με αφορμή την πρόσφατη παρουσίαση των δύο πρώτων μερών της ενότητας Nothing Special, ο Guram συστήνεται στο art22.gr και μας παρουσιάζει το project του.

  • To 2011 συστήθηκες στο Αθηναϊκό κοινό μέσα από τη φωτογραφική σου ενότητα με τίτλο Stranger. Σε συναντάμε από το 2013 και ως επιμελητή μέσα από ενδιαφέροντα projects φτάνοντας στο πιο πρόσφατο που είναι η συμμετοχή σου στο Back to Athens festival 2016 όπου παρουσίασες το πρώτο μέρος της τριλογίας Nothing Special. Θα ήθελες να μας μιλήσεις για το πέρασμα από τη θέση του καλλιτέχνη σε αυτή του επιμελητή;

Η δημιουργική μου πορεία στην Ελλάδα ξεκινάει το 2011 με την πρώτη ατομική έκθεση με τίτλο Stanger που φιλοξενήθηκε στο Booze Cooperative. Στην πορεία συμμετείχα σε διάφορα ομαδικά και ατομικά projects. Όταν είσαι σε άλλη χώρα ανεξάρτητα από το ποίος είσαι και τι είσαι, πρέπει να πολεμήσεις σκληρά για να αποδείξεις την αξία σου και να αποκτήσεις την εμπιστοσύνη των άλλων.
Αφού κατάλαβα ότι θα μείνω στην Αθήνα αποφάσισα να ανοιχτώ σε καινούρια πράγματα και να εκφραστώ με όποιο μέσο μου επέτρεπε να το κάνω καλύτερα, είτε ήταν μέσα από την επιμέλεια είτε μέσα από τη δημιουργία κάποιου έργου. Όσον αφορά το θεματικό πυρήνα της δουλειάς μου, με ενδιαφέρει η καθολική προσέγγιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων- και όχι η μεμονωμένη και σπασμωδική υπεράσπιση διάφορων κατηγοριών-  και ως δημιουργός να κάνω ότι μπορώ για να τα διαφυλάξω και να τα αναδείξω. Όταν πολεμάς το στίγμα και γίνεσαι μόνος σου στίγμα δεν έχει νόημα, αντίθετα σε κλείνει ακόμη περισσότερο, σε στιγματίζει πιο ισχυρά. Πιστεύω στην ακτιβιστική και όχι τη διακοσμητική και μουσειακή λειτουργία της τέχνης. Δεν ήμαστε πολιτικοί ούτε στρατιώτες, οι δημιουργοί έχουν τα δικά τους «όπλα» και μέσα, έχουν ευθύνες και έναν βασικό ρόλο: την επικοινωνία με το μέσο πολίτη και την αφύπνιση του. Ο δημιουργός είναι αυτός που θα πρέπει να «σηκώσει τον κόσμο από τους καναπέδες».

  • Για όσους δεν το γνωρίζουν έχεις ξεκινήσει με σπουδές στον κινηματογράφο και πιο συγκεκριμένα στη σκηνοθεσία. Η ενασχόληση με τον κινηματογράφο είναι ένας κύκλος που έχει κλείσει για εσένα;

Πότε άρχισε για να προλάβει να κλείσει; (γελάει). Κάνοντας επιμέλεια δεν θεωρώ ότι είμαι μακριά από τη σκηνοθεσία. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο επιμελητής είναι ένας σκηνοθέτης, ο ρόλος του μοιάζει μάλιστα και με εκείνον ενός μαέστρου που διαχειρίζεται μια ορχήστρα. Είσαι ο ενδιάμεσος κρίκος μέσα στην έκθεση και τα έργα. Το εάν ο κινηματογράφος ξεκίνησε ή τελείωσε είναι κάτι πολύ δικό μου και σχετίζεται άμεσα με αυτό που σηματοδοτεί για εμένα αυτή η μορφή τέχνης. Ο κινηματογράφος είναι τρόπος ζωής, είναι καθημερινότητα, βρίσκεται παντού από την γνωριμία μου με ένα άγνωστο πρόσωπο, από τον τρόπο που θα πιώ τον καφέ μου… Η σκηνοθεσία δεν σταματάει. Είμαι ακόμα πολύ «μικρός», μαζεύω εμπειρίες και κάποια στιγμή θα επιστρέψω.
Ήμουν 4-5 ετών όταν είδα την πρώτη μου ταινία σε μεγάλη οθόνη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή την πρώτη επαφή με την 7η τέχνη. Εάν υπάρχει έρωτας για εμένα είναι η κινηματογραφία.
Δεν θεωρώ ότι η ενασχόληση με τον κινηματογράφο αποκλείει την ενασχόληση με τη φωτογραφία ή την επιμέλεια εκθέσεων. Αποτελούν όλα μέρος της δουλειάς μου  και η δουλειά μου είναι αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού μου, μια προσωπικότητα που έχει διαμορφωθεί από όλα όσα έχω δοκιμάσει μέχρι σήμερα. Πολλές φορές θα επιμείνω και θα πω ότι είμαι «GURAM» ακριβώς θέλοντας να τονίσω ότι ο κάθε άνθρωπος, ο κάθε δημιουργός, είναι μια αυτοτελής προσωπικότητα που έχει διαμορφωθεί ανάλογα με τα ερεθίσματά, τις γνώσεις και τις δυνατότητές του.
Το «εγώ» βγαίνει πάντα στην τέχνη. Όχι όμως με σκοπό ο εγωισμός αυτός να μειώσει κάποιον. Αντίθετα, για εμένα η επιτυχία μιας έκθεσης είναι όταν πολλά «εγώ» ενωμένα μαζί γίνονται ένα «εγώ».
Όταν είσαι μικρός, το όνειρό σου είναι το πότε θα έρθει η στιγμή που θα σταθείς στη σκηνή και θα βραβευτείς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πώς ανυπομονούσα να έρθει η στιγμή για την πρώτη μου κινηματογραφική παραγωγή. Ακόμα ξυπνάω κάθε μέρα και νιώθω ότι θέλω να κάνω μια ταινία. Για να φτάσεις στο σημείο να κάνεις όμως μια ταινία πρέπει να έχεις ζήσει πρώτα, να έχεις γεμίσει με εμπειρίες που θα κατασταλάξουν ώστε να γίνει ενδιαφέρον αυτό που έχεις να πεις και για τους άλλους ανθρώπους, τους θεατές. Οι εμπειρίες γέμιζαν σιγά σιγά κάτι που ερχόταν σε σύγκρουση με την ανυπομονησία και τον ενθουσιασμό μου.

  • Πότε είχες  την πρώτη επαφή με τη φωτογραφία και τι σε κέρδισε σε αυτή τη μορφή τέχνης;

Η πρώτη μου επαφή με τη φωτογραφία ήταν στην παιδική μου ηλικία. Ήμουν έξι χρονών όταν έπιασα για πρώτη φορά την φωτογραφική μηχανή χάρη στον εννιάχρονο ξάδερφό μου που μου άνοιξε τον μαγικό κόσμο της φωτογραφίας. Ο σκοτεινός θάλαμος είχε γίνει ένα παιχνίδι. Έκανα τα πρώτα τυπώματα  με τη βοήθεια της μητέρας μου μέσα στην κουζίνα του σπιτιού που μετατρέπαμε σε σκοτεινό θάλαμο. Ο πόλεμος σταμάτησε τους φωτογραφικούς μου πειραματισμούς οι οποίοι συνεχίστηκαν στα φοιτητικά μου πλέον χρόνια.

  • Η εξέλιξη των σύγχρονων τεχνολογικών μέσων οδήγησε σύντομα στη μαζοποίηση του φωτογραφικού μέσου δίνοντας πρόσβαση σε ένα μεγάλο μέρος του κοινωνικού συνόλου στην καταγραφή της καθημερινότητας αλλά και προσφέροντας τη δυνατότητα για πιο καλλιτεχνικής φύσεως πειραματισμούς (βλ. ειδικά προγράμματα επεξεργασίας και φίλτρα της φωτογραφικής εικόνας). Μήπως τελικά το να αποτυπώνει κάποιος φωτογραφικά τα πάντα «σκοτώνει» τη φωτογραφία; Τι λέει η εμπειρία σου;

Δεν αποτυπώνουμε και δεν καταγράφουμε τίποτα μέσω της φωτογραφίας, η φωτογραφία είναι μια ψευδαίσθηση. Ότι και να κάνεις με το τοπίο σε επίπεδο τεχνική, είναι θέμα του ποιος φωτογράφισε αυτό το τοπίο. Εάν δεν σε πονάει, δεν σε ενδιαφέρει, δεν σε προβληματίζει ότι βρίσκεται μπροστά από τον φακό δεν μπορεί να κρύβει μέσα του μαγεία. Ο πιο σημαντικός παράγοντας λοιπόν σε μια φωτογραφία είναι το ποιος βρίσκεται πίσω από το φακό και πραγματοποιεί την λήψη. Το μέσο είναι δευτερεύον. Το τελευταίο φωτογραφικό μου έργο ( Scripta manum, 2016) ήταν μια δουλειά που έκανα με το κινητό.
Αυτό που σκοτώνει τη φωτογραφία για εμένα είναι διαχωρισμοί σε «καλλιτεχνική» και μη φωτογραφία. Όπως δεν υπάρχει καλλιτέχνης – γλύπτης, καλλιτέχνης- ζωγράφος έτσι δεν υπάρχει και καλλιτέχνης- φωτογράφος. Υπάρχει γλύπτης, ζωγράφος, φωτογράφος.

  • Γεννήθηκες και μεγάλωσες στην Γεωργία, την πατρίδα της «Μήδειας» όπως χαρακτηριστικά την αποκαλείς μιλώντας για τη ζωή σου εκεί. Πιστεύεις ότι το νέο σου επαγγελματικό ξεκίνημα στην Ελλάδα έχει επηρεάσει και διαμορφώσει τη φωτογραφική δουλειά των  προηγουμένων χρόνων; Αν, δηλαδή, είχες παραμείνει στην Γεωργία  πιστεύεις ότι θα είχες βγάλει τις ίδιες εικόνες;

Βρέθηκα στην Ελλάδα όντας ακόμη έφηβος. Ήμουν ακόμη λοιπόν νέος όταν ήρθα οπότε το δημιουργικό μου κομμάτι αναπτύχθηκε σε μεγάλο μέρος εδώ. Εάν ωστόσο δεν είχα γεννηθεί εκεί που γεννήθηκα δεν θα ήμουν εδώ που είμαι τώρα. Ήρθα έχοντας μέσα μου ενδιαφέρουσες αναμνήσεις, βιώματα και εμπειρίες από την Γεωργία.

  • Θα ήθελες να μιλήσεις για την τριλογία του project Nothing Special;

Η Μεσόγειος αποτέλεσε το θεματικό πυρήνα γύρω από τον οποίο κινήθηκε το πρώτο μέρος της τριλογίας που παρουσιάστηκε στο φεστιβάλ Back to Athens 2016 με τίτλο Nothing Special: Just a tragedy of belief. Πιστεύω ότι η τραγωδία που ζήσαμε και ζούμε μέχρι σήμερα στη Μεσόγειο είναι κάτι που δεν θα τελειώσει αλλά δυστυχώς θα συνεχιστεί. Τα θέματα που θα απασχολήσουν τις εκθέσεις της τριλογίας θα είναι κομμάτια της καθημερινότητάς. Ο τίτλος «τίποτα φοβερό» αναφέρεται με σαρκαστική διάθεση στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε όλα αυτά τα ζητήματα, από τον πνιγμό ενός μικρού παιδιού έως εκείνον χιλιάδων ανθρώπων. Έρχεται επίσης να θέσει κυνικά το ζήτημα της αφύπνισης  λέγοντας εάν λοιπόν θεωρείς ότι είναι κάτι το φοβερό, κάνε κάτι.

  • Στο πρώτο μέρος τον Ιούνιο 2016 επέλεξες να συνεργαστείς με μια ομάδα γυναικών καλλιτεχνών ενώ στο δεύτερο το κάλεσμα απευθύνθηκε σε αποκλειστικά άντρες καλλιτέχνες. Τι σε οδήγησε σε αυτή την επιλογή;

Όλα τα θέματα που πραγματεύομαι μέσα από την τριλογία έχουν ως αρχή τον Αδάμ. Στο πρώτο μέρος επέλεξα να συνεργαστώ με γυναίκες καλλιτέχνιδες θεωρώντας ότι την «τραγωδία της πίστης» (A tragedy of belief) μπορεί να την αντιληφθούν καλύτερα από τον καθένα οι γυναίκες. Ας μην ξεχνάμε το ρόλο της γυναίκας – μάνας στην ανατολική κουλτούρα. Η  τραγωδία της πίστης βρίσκεται μέσα σε μια γυναίκα, αυτή τη ζει πρώτη. Είναι η τραγωδία ως αποτέλεσμα ενός αντρικού συστήματος. Ο πόλεμος έχει φύλο.
Από την άλλη, μιλώντας στο δεύτερο μέρος για το ίδιο σύστημα πλέον, πιστεύω ότι δεν θα μπορούσε η γυναικεία πλευρά να μιλήσει για αυτό καθώς θα επικρατούσε ο θυμός. Είχε ενδιαφέρον να δούμε τις προσεγγίσεις δύο ομάδων αντρών που αποτελούν μέρος του συστήματός αυτού.
Με ενδιαφέρει να αρχίσω την αφήγηση από το τέλος για να γίνουν κατανοητές οι συνθήκες που θέτω. Στην αρχή οι γυναίκες όμως οι άντρες  είναι αυτοί που φέρνουν την τραγωδία.

  • Σκοπός της έκθεσης Just not opium: concordat είναι η κατάδειξη του «παραλογισμού» του θρησκευτικού ιερατικού «συστημικού» λόγου, αποδραματοποιώντας την «πίστη» και το «θρησκευτικό» συναίσθημα. Θα θέλαμε να μας μιλήσεις για τις διάφορες προσεγγίσεις των συμμετεχόντων καλλιτεχνών που επιχείρησαν να προσδώσουν στα πλαίσια των συνθηκών του σήμερα.

Οι προσεγγίσεις ποικίλουν ανάλογα με τον κάθε καλλιτέχνη: σαρκασμός, ειρωνεία, χιούμορ, κυνισμός είναι μερικά από τα συναισθήματα που κυριαρχούν. Η ενότητα του Just not opium: CONCORDAT δεν έχει ως επίκεντρο να κατακρίνει καμία θρησκεία ούτε αναφέρεται σε κάποια συγκεκριμένη πίστη. Το πρόβλημα που εντοπίζουμε είναι το σύστημα και πως εμπλέκεται στην θρησκεία και έρχεται να συγκρουστεί με την ελευθερία και την αγάπη που πρεσβεύει. Δεν μπορώ ούτε τις ερωτήσεις ούτε και τις βαρύγδουπες δηλώσεις τύπου «είμαι πιστός», «είμαι άθεος», «ο Θεός πέθανε», «ο Θεός δεν υπήρξε ποτέ». Πιστεύω ότι ο άνθρωπος ανέκαθεν διεπόταν από μεταφυσικές ερωτήσεις και πρέπει να ψάχνει και ερευνά.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω την Cheapart για την τέλεια συνεργασία και την ευκαιρία που μου έδωσε να εκφραστώ πάνω σε αυτά τα θέματα που με απασχολούν έντονα και ιδιαίτερα τον Γιώργο και Δημήτρη Γεωργακόπουλο και την Φωτεινή Καπίρη καθώς τους 31 καλλιτέχνες που συμμετείχαν στα δύο πρώτα μέρη του project. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την συνεργάτη μου στο δεύτερο μέρος της τριλογίας, Έφη Αθανασοδημητροπούλου.

*Ευχαριστούμε την Όλγα Στεφάτου για τις φωτογραφίες του Guram Chachanintze.

 

 

Last modified: 17/12/2017