Γράφει
ο Δημήτρης Σαραφιανός
Αναμφίβολα αξίζει κανείς να επισκεφτεί τη φιλόδοξη έκθεση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης με τίτλο «Statecraft: Διαμορφώνοντας το Κράτος» και να αφιερώσει άπλετο χρόνο για να μελετήσει και να απορροφήσει τα καλλιτεχνικά έργα που αναμετρώνται με όψεις του σύγχρονου κρατικού φαινομένου. Αναμφίβολα επίσης αξίζει κανείς να αναμετρηθεί με την έκθεση ως σύνολο, που φωτίζει το κάθε έργο με μια συγκεκριμένη οπτική αναστοχασμού γύρω από το κρατικό φαινόμενο, τη βία, την καταστολή και τον εγκλεισμό ως εγγενή στοιχεία του κρατικού πυρήνα, τον εθνικισμό ως ιδεολογία που συνέχει και συνεγείρει το έθνος κράτος, τις περιχαρακώσεις, τους αποκλεισμούς και τις γκετοποιήσεις που αναπαράγονται διαρκώς εν μέσω της παγκοσμιοποίησης, αλλά και το ερώτημα αν τελικά υπάρχουν προοπτικές υπερεθνικών ολοκληρώσεων που μπορούν με επιτυχία να αντικαταστήσουν τα έθνη κράτη. Άλλωστε κάθε έκθεση αποτελεί ένα σύνολο που χρωματίζει τα επιμέρους έργα και η επιμέλεια μια έκθεσης συνιστά ένα δημιουργικό (συλλεκτικό) έργο
Τα έργα που συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση διαφέρουν ως προς τους μηχανισμούς επαφής τους με το θεατή. Κάποια διακρίνονται για την αμεσότητα στην προσέγγιση τους. Κάποια αποκαλύπτουν δευτερεύοντα νοήματα ή/και την ίδια την καλλιτεχνική πρόθεση από πληροφορίες έξω από το ίδιο το έργο. Κάποια αποκαλύπτουν τέτοια νοήματα μόνο μετά την ανάγνωση του καταλόγου της έκθεσης. Σε αυτές βέβαια τις περιπτώσεις, ο θεατής πρέπει να είναι ανοικτός στην πιθανότητα, το συναίσθημα που παράγει το έργο να έρχεται σε σύγκρουση με την ερμηνεία του καταλόγου.
Κράτος και Βία
H έκθεση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον χάρη στο συνδυασμό της με άλλες εκθέσεις που τρέχουν παράλληλα με αυτήν (το jaune, geel, gelb, yellow του Αντώνη Πίττα, τον ηχητικό ντετέκτιβ του Lawrence Abu Hamdan) και πρωτίστως με την εισχώρηση της έκθεσης στη μόνιμη συλλογή του ΕΜΣΤ. Τα έργα ιδίως των Κανιάρη, Κεσσανλή, Αληθεινού, Θόδωρου, Μπότσογλου, Στασινοπούλου φέροντας το βάρος του μετεμφυλιακού κράτους και της πρόσφατης δικτατορίας αποκαλύπτουν την ουσία του σκληρού πυρήνα του κράτους, την ωμή βία και καταστολή, την ασφυξία του ατόμου απέναντι στην γραφειοκρατικά οργανωμένη διαχείριση των σωμάτων με τον βασανισμό. Μια θεμελιακή όψη της κρατικής υπόστασης ήδη από την εποχή που η βία και το κράτος αδελφωμένοι αλυσόδεναν στον Καύκασο τον Προμηθέα, αυτόν που εξέφρασε την αλληλεγγύη του στους ανθρώπους προσφέροντας τους το δώρο της φωτιάς. Οι όψεις του ρατσισμού ΙΙ του Βλάση Κανιάρη διαμορφώνουν ένα σύγχρονο ηραίο/ηρώο όλων όσοι ακρωτηριάστηκαν από την επιβολή του Παπαδοπούλειου γύψου, παραπέμποντας ευθέως και στο βασανιστήριο της φάλαγγας. Οι τοίχοι του Κανιάρη και του Νίκου Κεσσανλή αναδεικνύουν ότι ο τόπος αποτελεί συμπυκνωμένο χρόνο, έναν ιστορικό χρόνο που μέσα από τις αλλεπάλληλες στρώσεις του αναδύονται σύμβολα, αγώνες, αγωνίες, καταπίεση, καινούργιοι κόσμοι, ανθρώπινα αποτυπώματα, στην αποτύπωση των οποίων το Κράτος είναι παρόν (θα άξιζε πράγματι να διερευνηθεί το ταξίδι στην Ιταλία των Κανιάρη-Κεσσανλή-Σαραφιανού και το πώς οδήγησε και τους τρεις καλλιτέχνες να δημιουργήσουν τέτοιους τοίχους). Το Συμβάν του Δημήτρη Αληθεινού (το συμβάν του βασανισμού δηλαδή) εξακολουθεί και σήμερα να δημιουργεί ένα ρήγμα στη ροή του χρόνου, ένα ρήγμα που μας καλεί να αναμετρηθούμε μαζί του και να μείνουμε ηθικά συνεπής απέναντι του: ο βασανισμός δεν ξεπερνιέται αδιάφορα, οφείλεις να πάρεις θέση (ατυχέστατη βέβαια η τοποθέτηση του γλυπτού με πλάτη προς το θεατή). Τα γλυπτικά μονόπρακτα του Θόδωρου καθιστούν ωμό σύμβολο το γκλομπ-φαλλό-γλυπτικό εργαλείο, με το οποίο γίνεται η γλυπτική και βιολογική κατεργασία των σωμάτων και των ψυχών όχι μόνο των θυμάτων της καταστολής, αλλά του συνόλου της κοινωνίας και συνδυάζεται τέλεια με το αιμάτινο διάδρομο του Κωστή Βελώνη. Όσο και αν για τον κατάλογο της μόνιμης έκθεσης το «Μετά το τέλος της διαδήλωσης» του Βελώνη συνδέεται με τη θλίψη του διαδηλωτή, που μένει μόνος μετά το τέλος της, το έργο βοά από μόνο του για το πιο αποτύπωμα έχει πραγματικά μείνει μετά από το τέλος της. Το σιδερόφρακτο παράθυρο της Άσπας Στασινοπούλου, η Φρίζα του Χρόνη Μπότσογλου, αποτύπωση μιας κοινωνίας σφραγισμένης από τη βία, τον καταναλωτισμό, τη γελοιότητα του διδακτισμού, ο βωμός του Γιάννη Κουνέλλη, τα ακουστικά του Μάκη Φάρου που στάζουν λυγμούς, κραυγές, βογκητά και φυσικά το Αcropolis Redux του Κέντελ Γκιρς (director’s cut -προσοχή μην κοπείτε), μνημείο στο συρματοπλεγμένο κράτος-φρούριο, καταδεικνύουν το σκληρό πυρήνα του κράτους και την επίδρασή του στη διαμόρφωση των κοινωνικών υποκείμενων
Η ωμή αυτή αποκάλυψη του σκληρού κρατικού πυρήνα έχει τη σημασία της σε μια περίοδο που η κυρίαρχη ιδεολογία θεωρεί ότι δεν πρέπει να βλέπουμε τη σύγχρονη δημοκρατία θεμελιωμένη στη βία, αλλά στο διάλογο εντός των θεσμών και τη συμμετοχή, όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται τουλάχιστον στην εκλογική διαδικασία. Κατ’ αποτέλεσμα όποιος δεν περιορίζει τη δράστη του σε αυτά τα πλαίσια τίθεται αυτομάτως εκτός δημοκρατικού πολιτεύματος. Πολιτικό έγκλημα δεν δύναται να υπάρξει, κάθε πολιτική πράξη βίας στα πλαίσια κράτους όπου διενεργούνται εκλογές είναι τρομοκρατική πράξη. Η αντίληψη αυτή έρχεται σε σύγκρουση με εκείνες τις συνταγματικές διατάξεις που θεμελιώνουν ένα πλαίσιο αναγνώρισης της βίας ως στοιχείου άσκησης της πολιτικής και πολύ περισσότερο αναγνώρισης της σε τελευταία ανάλυση ως μέσου επίτευξης της ελευθερίας και της δημοκρατίας (ας περιοριστούμε πχ στο δικαίωμα αντίστασης). Αν απωθήσουμε την πολιτική βία άνευ άλλου τινός ως το aliud, το Ξένο της δημοκρατίας, στην πραγματικότητα δεν οδηγούμαστε παρά στην ανεξέλεγκτη χρήση της κρατικής βίας και την αυτοκατάργηση της δημοκρατίας
Υπάρχει βέβαια ένας κίνδυνος, πολύ υπαρκτός. Ένας κίνδυνος που η έκθεση για το Statecraft αναπαράγει. Να θεωρηθούν όλα αυτά τα έργα ότι αφορούν μια άλλη περίοδο, την περίοδο της δικτατορίας, άρα η σημερινή εποχή θα όφειλε να μας καθησυχάζει: δεν μας αφορά αυτή η βία. Η έκθεση αναπαράγει αυτό τον κίνδυνο όχι κυρίως επειδή τα έργα αυτά είναι τυπικά εκτός έκθεσης (αυτό θα συνέβαινε αν ήταν σε άλλο όροφο και δεν διαπλέκονταν με τα έργα της έκθεσης), αλλά πρωτίστως επειδή δεν υπάρχουν μέσα στην έκθεση σύγχρονα έργα που να αποκαλύπτουν τον σκληρό πυρήνα του κράτους. Τα έργα που περιλαμβάνονται στο Statecraft αναμετρώνται με τον εγκλεισμό, με τη διαχείριση πλήθους, με τον αποκλεισμό των μεταναστών, αλλά αποφεύγουν να δείξουν πόσο παρούσα είναι σήμερα η κρατική ωμότητα, νομιμοποιώντας έτσι κατ’αντιδιαστολή την αντίληψη ότι ο διάλογος καθεαυτόν αποτελεί το μοναδικό (νόμιμο στην δημοκρατία) μέσο της πολιτικής σύγκρουσης. Και να πεις ότι δεν υπάρχει πληθώρα τέτοιων έργων που διαρκώς ανανεώνονται λόγω της διαρκώς ανανεούμενης καταστολής; Ας περιοριστούμε στα καθ’ ημάς και στις περίφημες Γκουέρνικες του Κυριάκου Κατζουράκη (εάν υπήρχε κινηματική καπέλα σιστίνα, ένα από τα τελευταία έργα του Κατζουράκη, ο νόμος της βαρύτητας, θα έπρεπε να μπει στη θέση της Δευτέρας Παρουσίας του Μικελάντζελο). Ακόμα και το έργο του Βελώνη, που προδήλως συνδέεται με τις κινητοποιήσεις 2010-2015 απονευρώνεται νοηματικά στον κατάλογο της έκθεσης. Η καθημερινή παρουσία της βίας χρειάζεται όντως να απωθηθεί και να σφραγισθεί μέσα σε έναν από τους μεταλλικούς κύβους του Θόδωρου;
Ευτυχώς τα έργα αυτά κουβαλάνε τέτοια ένταση μέσα τους που αποδομούν στην πραγματικότητα τις όποιες τέτοιες προθέσεις. Η υπαρξιακή κρατική ωμότητα στάζει από κάθε πόρο τους. Υπάρχουν σίγουρα κι άλλα έργα της μόνιμης έκθεσης που θα μπορούσαν να συνδιαλλαγούν με αυτά, υπάρχουν σίγουρα πολύ περισσότερα έργα εκτός ΕΜΣΤ που θα μπορούσαν να συνομιλήσουν με τα έργα της έκθεσης, αλλά πραγματικά χωρίς αυτή τη σύζευξη η έκθεση για το Statecraft θα ήταν ιδιαιτέρως αποδυναμωμένη, χωρίς αυτά τα έργα το ίδιο το ΕΜΣΤ θα ήταν ιδιαιτέρως αποδυναμωμένο.
Έθνος και Εθνικισμός
Η βασική επιδίωξη της έκθεσης είναι αναμφίβολα η πραγμάτευση της έννοιας του έθνους και του εθνικισμού. Η έκθεση σωστά αναδεικνύει ότι το έθνος είναι αποτέλεσμα του σύγχρονου κράτους, όπως ο πολίτης είναι γέννημα της αρχαίας πόλης, ο άνθρωπος των αρχαίων αυτοκρατοριών και ο υπήκοος του φέουδου. Και φυσικά δεν εννοούμε μόνο τον τρόπο που γίνονται αντιληπτές αυτές οι έννοιες, αλλά και το πώς με μια σειρά τελετουργιών και μηχανισμών, οι έννοιες αυτές γίνονται καθημερινό βίωμα, παράγουν συναισθήματα και πηγάζουν αυθόρμητα πλέον από τις στάσεις και τις συμπεριφορές των μελών μιας κοινότητας (γονατίστε, προσευχηθείτε και θα πιστέψετε που έλεγε και ο Πασκάλ). Από όλες τις τελετουργίες που παρουσιάζονται στην έκθεση (με πολύ ουσιώδη αισθητικά και ενδιαφέροντα έργα, όπως η παρέλαση της Ελένης Καμμά, το Shtamah #3 της Ewa Axelrad, η Σημαία και το Εγώ ο Στρατιώτης του Koken Ergun) δεν υπάρχει ίσως καλύτερη αποτύπωση της διέγερσης των εθνικών συναισθημάτων από την Vexillology της Cristina Lucas, που μέσα από τη ζωγραφική σώματος και την περιβολή συμβόλων για την υποστήριξη εθνικών ομάδων (μην πάμε μακριά-Eurobasket βλέπαμε όλοι) καταγράφει όλη τη χαρά, τον ενθουσιασμό, την αίσθηση κοινής ταυτότητας, το πάθος και την αγωνία για την επιτυχία (αίσθηση κοινής ταυτότητας που κάλλιστα μπορεί να συνδυάζεται με την έλλειψη κοινωνικής σύνδεσης, όπως δείχνει το έργο της Καμμά). Το λάθος της έκθεσης είναι ότι ταυτίζει αυτή την κρατικά κατασκευασμένη αίσθηση κοινότητας με τον εθνικισμό. Ο εθνικισμός δεν ταυτίζεται με την εθνική ιδεολογία, παρότι και οι δυο γεννιώνται ταυτόχρονα, στην προσπάθεια της κυρίαρχης τάξης να προβάλλει την υλοποίηση των συμφερόντων της ως εθνικό συμφέρον, συμφέρον όλης της κοινότητας και παρότι η ίδια η εθνική ιδεολογία είναι αυτή που επιδιώκει να άρει τις επιμέρους κοινωνικές συγκρούσεις κάτω από την ομπρέλα της κοινής εθνικής ταυτότητας -και αυτό δεν είναι σκέτη φενάκη, αντιστοιχεί στην υπαρκτή υλική υπαγωγή όλων στους κρατικούς μηχανισμούς και δευτερευόντως στην αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων σε ένα κοινό έδαφος, όσο κι αν κάποιοι είναι πιο ίσοι και ελεύθεροι από τους άλλους και μετακινούνται αυτοί και οι επενδύσεις τους χωρίς τις ίδιες αυστηρές προϋποθέσεις.
Η ίδια άλλωστε η διαδικασία συγκρότησης κάθε έθνους-κράτους περνά μέσα από μια διαδικασία συγκρούσεων που αποτυπώνουν συλλογικές κραυγές και συλλογικά τραύματα. Ας σταθούμε λίγο στο υπέροχο περίπτερο του Szabolcs KissPal που αναδεικνύει και καταγγέλλει τον ουγγρικό εθνικισμό, όπως αυτός σφυρηλατήθηκε την περίοδο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπό το αυταρχικό καθεστώς του Χόρτυ και είναι εμφατικά παρόν στο ορμπανικό κράτος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ούγγρικος εθνικισμός είναι βαμμένος με το αίμα χιλιάδων Εβραίων, χιλιάδων ρομά και πρωτοστατεί στον αντιμεταναστευτικό αγώνα. Προσπαθεί να θεμελιωθεί σε μύθους φυλετικής υπεροχής (τουρανισμός) και μυθολογικά σύμβολα του εδάφους και της φύσης (το ιερό βουνό, το εμβληματικό πτηνό κλπ). «Δεν χρειαζόμαστε έναν θεό που δεν μιλάει ουγγρικά» (μας θυμίζει αυτό τον δημοσιογραφικό και αθλητογραφικό «θεό της Ελλάδας»;), «οι εβραίοι και οι κομμουνιστές είναι αυτοί που δώσανε την πισώπλατη μαχαιριά το 1920 και χάσαμε το 72% του εδάφους μας με τη Συνθήκη του Τριανόν» (η στρατιωτική ήττα μετά από έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο χρειάζεται σίγουρα να αποδοθεί και σε εσωτερικούς προδότες για να μην καταρρεύσει το κοινωνικό καθεστώς που στήριξε την πολεμική προσπάθεια). ‘Όμως η ουγγρική εθνική ιδεολογία πρωτοσυγκροτήθηκε με άλλες προδιαγραφές μέσα στη δίνη των λαϊκών ξεσηκωμών του 1848 και στην κραυγή για τη διεκδίκηση του δικαιώματος στη γλώσσα που καταπιεζόταν από την γερμανόφωνη αυτοκρατορία των Αψβούργων. Εκεί οι εβραίοι ήταν πρωτοπόροι του αγώνα για την ανεξαρτησία της Ουγγαρίας και τη διαμόρφωση ενός ανεκτικού κράτους μακριά από την αυστριακή μπότα. Και βέβαια στήριξαν και την ουγγρική σοβιετική δημοκρατία του Μπέλα Κουν που δεν μπόρεσε να μακροημερεύσει χωρίς τη σοβιετική βοήθεια (ο ρώσικος εμφύλιος ήταν σε πλήρη εξέλιξη το 1919) και υπό την πίεση των ενωμένων δυνάμεων των Ρουμάνων, των σέρβων, αλλά και των ούγγρων εθνικιστών (που αυτοί υπέγραψαν τη Συνθήκη του Τριανόν).
Αντίστοιχα, η ελληνική εθνική ιδεολογία στηρίζεται στην κραυγή και τους αγώνες για την αποτίναξη της Οθωμανικής καταπίεσης (και αρχικώς απευθυνόταν σε, αλλά και τελικώς περιέλαβε, κοινότητες με διαφορετικές γλώσσες και ταυτότητες μέχρι να αφομοιωθούν από τους μηχανισμούς του ελληνικού κράτους), η γαλλική εθνική ιδεολογία στην επανάσταση του 1789 (και η συμμετοχή των Αλσατών σε αυτό τον αγώνα είναι ένα από τα βασικά επιχειρήματα για τη γαλλική εθνική τους ταυτότητα) κλπ. Οι κρατικές πολιτικές επιλογές μπορούν να επιδράσουν ακόμα και στις φυλετικές ταυτότητες και διακρίσεις. Στην Αργεντινή σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα εξαφανίστηκαν οι μαύροι από τις επίσημες απογραφές. Ο μύθος που συνοδεύει αυτή την εξαφάνιση υπερτονίζει μια επιδημία κίτρινου πυρετού και την αποστολή πολλών μαύρων στρατιωτών στον πόλεμο κατά της Παραγουάης. Στην πραγματικότητα οι μαύροι εξαφανίστηκαν μέσα από μια πολιτική εντατικής αφομοίωσης στο αργεντίνικο έθνος: με νόμο, όσοι είχαν έστω και ελάχιστο αίμα λευκού από επιμιξία χαρακτηρίστηκαν λευκοί.
Από την άλλη, ο αλυτρωτισμός (η διεκδίκηση των χαμένων εδαφών ή η απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών) είναι πάντα μια θεμελιακή πλευρά του εθνικισμού, που αντιστοιχεί όμως τις περισσότερες φορές και σε ένα υπαρκτό τραύμα ξεριζωμού, χωρισμού οικογενειών κλπ. (σε αντίθεση με τη φυλετική ενότητα και υπεροχή που μόνο μυθολογικά θεμελιώνεται). Και αυτό το τραύμα, αυτή η ταπείνωση παράγει τέχνη («θα σας αφήσουμε αρκετή γη για να σκάψετε τον τάφο σας» «η κολοβωμένη Ουγγαρία δεν είναι τόπος» διαβάζουμε στο περίπτερο του KissPal).
Η ιδεολογία εκείνη που προσπαθεί να στηρίξει τη διαμόρφωση μιας κοσμοπολίτικης ταυτότητας (θεμελιωμένη και σε υπαρκτούς μηχανισμούς της παγκοσμιοποίησης), είτε «από τα δεξιά», είτε «από τα αριστερά» δεν θα κατορθώσει ποτέ να υπερβεί τις εθνικές ταυτότητες και θα οδηγεί τα λαϊκά στρώματα στην αγκαλιά του εθνικισμού, αν δεν κατανοεί και σέβεται ότι οι προλετάριοι έχουν πατρίδα (το κεφάλαιο δεν έχει), αναπαράγονται, εργάζονται, κοινωνικοποιούνται σε ένα συγκεκριμένο τόπο, εμποτίζονται από τις τελετουργίες και τους μηχανισμούς παραγωγής εθνικών ταυτοτήτων και ξέρουν επίσης ότι σε περίπτωση κατοχής από άλλη χώρα θα είναι υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας, θα υποστούν μια σκληρή διπλή εκμετάλλευση (και από τους αστούς της κατακτημένης χώρας τους και από τους αστούς της κατακτήτριας χώρας). Είναι απόλυτα σωστή η κριτική στις διαδικασίες εκείνες που αντιμετωπίζουν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ως εχθρούς που απειλούν να καταλύσουν τη χώρα μας και την ταυτότητά μας, που παράγουν αποκλεισμούς, που αντιμετωπίζουν τις μειονότητες ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας, η κριτική δηλαδή στο θεσμικό ρατσισμό που έχει σα σκοπό να κατακερματίζει τα αντικειμενικά κοινά συμφέροντα των εργαζομένων μιας χώρας και να τους στρέφει τον ένα ενάντια στον άλλο, γεννώντας τα τέρατα του εθνικισμού και του ρατσισμού. Όσο όμως αυτή η κριτική δεν επιδεικνύει σεβασμό στα στοιχεία εκείνης της εθνικής ταυτότητας που συνεγείρουν θετικά συναισθήματα στις λαϊκές μάζες (την αγάπη για την πατρίδα, τη διάθεση υπεράσπισής της, την αγάπη για την πολιτιστική κληρονομιά, για τις αγωνιστικές παρακαταθήκες κάθε λαού) τόσο έργα όπως της Neue Nachbarschaft/Moabit δεν θα αποτελούν οχήματα για να πραγματωθεί το αίτημα Τώρα! Όλα για όλους, αλλά θα αποτελούν σύνορα που θα βάζουν αξεπέραστους φραγμούς στα λαϊκά στρώματα για να ενωθούν και να διεκδικήσουν.
Και βέβαια με αυτό τον τρόπο οι αμηχανίες της έκθεσης αποτυπώνονται και στο ίδιο το εκθεσιακό σώμα και στον κατάλογο της έκθεσης και στο συνδυασμό τους (με αυτό τον τρόπο η έκθεση έχει μια ειλικρίνεια). Γιατί αν μη τι άλλο (και βγαίνει αυτό από την έκθεση) τα εναλλακτικά κοινοβούλια του Jonas Staal (που βασίζονται σε αυτονομιστικά κινήματα) και η παγκόσμια σύνοδός τους δεν γίνονται κατανοητά ως ένα νέο πεδίο ελευθερίας για λαούς που καταπιέζονται, αλλά ως υπερπολλαπλασιασμός των επιμέρους εθνών-κρατών και άρα (κατά την έκθεση) των εθνικισμών. Ποια λοιπόν μπορεί να είναι η εναλλακτική λύση στο έθνος/κράτος, αφού και οι υπερεθνικές ολοκληρώσεις, όπως η ΕΕ δεν αποτελούν κατά την έκθεση λύση; Θα επανέλθουμε σε αυτό το ερώτημα, που αποτελεί ένα από τα σταυρικά ερωτήματα της έκθεσης.
Ο Θεσμικός Ρατσισμός
Εκεί που η έκθεση βρίσκει τις πιο πετυχημένες της όψεις είναι στην ανάδειξη των μηχανισμών εκείνων που παράγουν τους αποκλεισμούς και την ιδεολογία των αποκλεισμών, τον κατακερματισμό των πολιτών σε πρώτης, δεύτερης, τρίτης κατηγορίας, με αποτέλεσμα τη γιγάντωση των ρατσιστικών πρακτικών. Τα βίντεο “Statecraft” της Loulou Cherinet και «Τhe right of passage» των Zanny Begg και Oliver Ressler, αναδεικνύουν ότι η «ενδότητα» και η «εκτότητα», το δικαίωμα δηλαδή να αποτελεί κάποιος υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (όλων ή μερικών από αυτά) αποτελεί εν τέλει πολιτική επιλογή (εγκαθίδρυσης αποκλεισμών και πολιτών πολλών ταχυτήτων «με υπηκοότητα», με «δικαίωμα εργασίας», «με δικαίωμα διαμονής, αλλά όχι εργασίας», «χωρίς χαρτιά» «με δικαίωμα μεν, αλλά χωρίς δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος» κλπ), αλλά και ένα παιχνίδι της τύχης (σε παλιότερες έρευνες π.χ. είχε αποδειχθεί ότι μικρασιάτες πρόσφυγες, που δεν είχαν καταφέρει να ενσωματωθούν, βρήκαν καταφύγιο κοντά σε καταυλισμούς ρομά, αποκτώντας κοινωνική ταυτότητα ρομάνι). Tαυτόχρονα το No olvidado(not forgotten) του Αντρέα Μπάουερς από τη μόνιμη έκθεση δείχνει το πώς οι φράκτες των συνόρων παράγουν εκατόμβες θυμάτων. Ας σημειωθεί ότι τέτοιοι φράκτες έρχονται σε πλήρη αντίθεση με το διεθνές προσφυγικό δίκαιο (αλλά και τα επιμέρους συνταγματικά δίκαια), που απαιτεί τα σύνορα να είναι διαπερατά για όσους διώκονται στη χώρα προέλευσης εξαιτίας των πολιτικών τους πεποιθήσεων ή λόγω της φυλετικής τους καταγωγής ή των θρησκευτικών ή σεξουαλικών τους επιλογών. Δίπλα σε αυτά, η προσφυγική τέντα της Εμιλι Ζασίρ από την μόνιμη έκθεση, μνημείο για τα 418 παλαιστινιακά χωριά που καταστράφηκαν από το Ισραήλ, αλλά και τα βίντεο του ηχητικού ντετέκτιβ L.A.Hamdan δείχνουν το πώς οι κατακτημένοι λαοί και οι εθνικές μειονότητες μετατρέπονται στο κατ’ εξοχήν πεδίο άσκησης αποκλεισμών και διακρίσεων, χωρίς δυνατότητα πρόσβασης σε μηχανισμούς δικαιοσύνης, δίνοντας έτσι στους πολίτες πρώτης κατηγορίας την αίσθηση της υπεροχής παρά τις μεταξύ τους κοινωνικές διαιρέσεις και διακρίσεις. Ακόμα πιο βίαια, η γενοκτονία λαών που τόλμησαν να αντισταθούν στην αποικιοκρατία (όπως η γενοκτονία των Herero της Ναμίμπια από τους Γερμανούς στο έργο της Sasha Stressna) θέτει δυο ζητήματα: αφενός το πώς οι αποικίες ως πεδίο καταλήστευσης δίνουν τη δυνατότητα να συγκροτείται η ηγεμονία στην ιμπεριαλιστική χώρα, επιτρέποντας περισσότερες παροχές σε κατώτερα στρώματα, αφετέρου ότι το συλλογικό τραύμα απαιτεί την κάθαρσή του με την ανεξαρτησία της αποικιοκρατούμενης χώρας. Χωρίς φυσικά αυτό να δικαιολογεί την επικράτηση εθνικιστικών και ρατσιστικών αντιλήψεων και πρακτικών στο εσωτερικό της, γιατί όταν συμβαίνει αυτό τα σύμβολα ενότητας (Dani Karavan, Pray for the Peace in Jerusalem) κατακερματίζονται, γίνονται μέρος του παρελθόντος (Ella Littwitz, Yesterday) και το μέλλον της συνύπαρξης είναι πραγματικά τόσο αδιανόητο, όσο και μια φουτουριστική απαρτχαϊντ οροφοκτησία (Larissa Sansour, Nation Estate).
Και αυτά φυσικά δεν αφορούν μόνο τη Σουηδία ή την Ισπανία ή τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ αλλά πρωτίστως και την Ελλάδα, που ποτέ δεν καθιέρωσε πάγια διαδικασία νομιμοποίησης μεταναστών και που, ως σύνορο της Ευρώπης-φρούριο, έχτισε το φράχτη του Έβρου, οδηγώντας τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στις θαλάσσιες ροές, μετατρέποντας το Αιγαίο σε μια θάλασσα από παιδικά κουφάρια και τα νησιά σε γκέτο στρατοπέδων συγκέντρωσης. Αλλά και που αντιμετώπισε τους μουσουλμάνους της δυτικής Θράκης και τους ρομά ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας (για χρόνια γκετοποιημένους) και που ποτέ δεν δημιούργησε μηχανισμούς πρόσβασης σε υπηρεσίες για χιλιάδες Έλληνες με αναπηρία. Το ερώτημα είναι, υπάρχουν έργα που άμεσα να ακουμπούν την Ελλάδα ή και εδώ διαπιστώνουμε μια διαδικασία απώθησης; Γιατί π.χ. το συγκλονιστικό Κουτσό του Κανιάρη από τη μόνιμη έκθεση δεν αφορά άμεσα τον ξένο που έρχεται στην Ελλάδα, αλλά τον Έλληνα που πάει μετανάστης στο εξωτερικό. Φυσικά με την υπαρξιακή του δύναμη το συγκεκριμένο έργο αφορά και τους δυο, αλλά η απώθηση εξακολουθεί και αναπαράγεται: ένα έργο μέσα στο μουσείο, όσο σκληρή κριτική και να κάνει, όσο και να εμβαθύνει στην ουσία του κοινωνικού φαινομένου που πραγματεύεται, δημιουργεί μια απόσταση από την ένταση του φαινομένου-όταν παράγονται δευτερογενείς αποστάσεις, όταν απομακρυνόμαστε από το επίδικο, ο θεατής εν μέρει καθησυχάζεται: «αυτά συμβαίνουν αλλού». Αντίστοιχα το βιβλικό (no mans) Land του Στέφανου Τσιβόπουλου -πάλι από τη μόνιμη έκθεση- ανάγλυφα δείχνει πόσο ανέστιος είναι ο μετανάστης, η βιαιότητα όμως των φρακτών και των επαναπροωθήσεων, αυτή που οδηγεί μικρά παιδιά να αφήνουν τα κόκκαλά τους στις υπαρκτές no country’s land νησίδες του Έβρου απουσιάζει από την έκθεση. Η απουσία αυτή χτυπάει ιδιαίτερα λόγω και των ελληνικών έργων που επιλέγονται για την έκθεση. Οι ζωγραφικές εφημερίδες του Γιώργου Γύζη, μπορεί να είναι μια νεομπορχεσιανού τύπου διαχείριση της μνήμης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας (όπως του Πιέρ Μενάρ, Συγγραφέα του Δον Κιχώτη) και η Allagi του Βαγγέλη Βλάχου μια ωραία επιστροφή στα eighties, αλλά όχι, τη σήμερον ημέρα τα διακυβεύματα δεν είναι οι «ριζικές μεταρρυθμίσεις» της μεταπολίτευσης, της μακροβιότερης δημοκρατικής διακυβέρνησης της Ελλάδας, όπως λέει ο κατάλογος. Είναι αντίθετα η προσπάθεια να κατεδαφιστούν οι όποιες κατακτήσεις της μεταπολίτευσης. Τα ζέοντα, τα αιμάσσοντα θέματα που αναδεικνύονται από τα έργα των ξένων καλλιτεχνών, είναι ακριβώς τα θέματα που αφορούν και μας και υπάρχουν πολλά ελληνικά και ξένα έργα που εμβαθύνουν στα κατορθώματα του κράτους μας και στην ανοχή της κοινωνίας μας και θα μπορούσαν να βρίσκονται στην έκθεση.
Για να επανέλθουμε. Ο θεσμικός ρατσισμός τρέφει (και τρέφεται από) τον εθνικισμό και καταλήγει σε ρατσιστικές πρακτικές στο δρόμο, που οικοδομούν ακροδεξιές και νεοφασιστικές οργανώσεις. Ένας ολόκληρος τοίχος της έκθεσης είναι αφιερωμένος στις επιθέσεις ακροδεξιών σε σπίτια, στέκια και χώρους φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών. Το burnout του Thomas Kilpper συνδιαλέγεται υπέροχα με τα αστέρια του New Unions του Jonas Staal, αστέρια που ευθέως παραπέμπουν στην Ε.Ε. Αλήθεια πόσο μπορεί πράγματι η ΕΕ να θεωρηθεί ως μια εναλλακτική για το έθνος κράτος όταν με τη δική της θεσμικά ρατσιστική πολιτική της Ευρώπης φρούριο, της Frontex, των συμφωνιών που χαρακτηρίζουν ως ασφαλείς χώρες την Τουρκία, τη Λιβύη, το Αφγανιστάν (έτσι ώστε να μην γίνονται δεκτές αιτήσεις προσφύγων από τις χώρες αυτές), ενισχύει ακριβώς τις ακροδεξιές επιθέσεις και καθιστά κυρίαρχα τα ακροδεξιά κόμματα σε μια σειρά ευρωπαϊκών χωρών;
O ακροδεξιός εθνικισμός δεν συμβολίζεται μόνο από τη βία που τον συγκροτεί, αλλά και από τη γελοιότητά του, που υπέροχα αποτυπώνεται στις Πρέσπες του Πάνου Κοκκινιά. Εδώ επειδή δεν είναι άμεσα το κράτος στο στόχαστρο, αλλά η ακροδεξιά, έχουμε ελληνική παρουσία (βέβαια, ίσως και άθελα, το έργο συμβολίζει και την εθνική ιδέα της επένδυσης στο Ελντοράντο των Βαλκανίων, με την Ελλάδα ως πόλο σταθερότητας -και μνημείο γελοιότητας- στην περιοχή).
Ο θεσμικός ρατσισμός αποκτά και μια εικονογραφική διάσταση στο σχολικό αλφαβητάρι του ρατσιστή της Daniela Ortiz, έργο με αφόρητα έντονο διδακτισμό, αλλά μήπως αυτός δεν είναι και ο ρόλος των σχολικών βιβλίων; Παράλληλα, το shtamah#5 της Axelrad καταδεικνύει ότι ο φυλετικός μυστικισμός μπορεί να γίνει, έχει ήδη γίνει, παιδικό παιχνίδι
Ο Κρατικός Κορμός
Υπάρχουν όμως και μια σειρά άλλων μηχανισμών, συμβόλων και τελετουργιών που συγκροτούν θεμελιώδεις κρατικές λειτουργίες, διαμορφώνουν το κοινωνικό σώμα και είναι παρόντες στην έκθεση.
Ο εγκλεισμός και η επιτήρηση βρίσκονται στην προμετωπίδα της έκθεσης. Το έργο των Langlands & Bell με τις καρέκλες που κάθε μια έχει για σκιά το αρχιτεκτονικό σχέδιο μιας φυλακής αποτυπώνει πλήρως την βάση της δημοκρατικής εξουσίας: σ’ όποια καρέκλα κι αν κάτσεις (προεδρική; κυβερνητική; κοινοβουλευτική; δικαστική; διοικητική;) φυλακή θα σου τύχει.
Από μια σατανική συγκυρία, τα έργα του Trevor Paglen αποκτούν μεγάλη επικαιρότητα: οι ζοφερές φωτογραφίες των κέντρων παρακολούθησης επικοινωνιών για λόγους ασφαλείας, η ειδυλλιακή παραλία στην οποία κάναμε μπάνιο το καλοκαίρι, κάτω από την οποία απλώνονται τα δίκτυα οπτικών ινών παρακολούθησης και τα καραμελωτά ψευδώνυμα των θυμάτων της παρακολούθησης (ένα από αυτά μπορεί να είναι το δικό σου) δείχνουν ότι ο εθισμός στο φαινόμενο έχει ανοίξει διάπλατα το δρόμο για το οργουελικό 1984
Οι νόμοι και δη οι νόμοι που οργανώνουν την κρατική ρύθμιση και απονέμουν δικαιώματα (όπως το Σύνταγμα, αλλά και οι διεθνείς συμβάσεις δικαιωμάτων) αποτελούν σίγουρα ένα αντιφατικό πεδίο: από τη μια εξωραΐζουν τις κοινωνικές ανισότητες εμφανίζοντας τον κάθε ένα εξίσου ελεύθερο και ίσο με τον άλλο, από την άλλη όμως αποτυπώνουν κατακτήσεις που διαρκώς προσπαθούν να υπερβούν οι κυβερνήσεις. Τα έργα του Thomas Locher μάλλον επιδερμικά επιχειρούν να αποδομήσουν τις αντιφάσεις και τα κενά της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα δικαιώματα του ανθρώπου και της αντίστοιχης Ευρωπαϊκής Σύμβασης. Όμως το βίντεο Constitution of the Corus of Poles της Μarta Gornicka, όπου μια πολυπολιτισμική χορωδία μετατρέπει την ανάγνωση του πολωνικού συντάγματος σε έναν εξαιρετικά επιθετικό, βίαιο λόγο, αποδομεί πλήρως τη λογική του συνταγματικού πατριωτισμού ως δήθεν εναλλακτική απέναντι στους εθνικιστικούς μύθους
Τα κόμματα, ως φορείς συνδιαμόρφωσης της κρατικής βούλησης μέσα από την αντιπαράθεσή τους, διαμορφώνουν επίσης δικές τους ταυτότητες. Μπορούν να είναι εφάμιλλα δυνατές με αυτές του έθνους, μπορούν να είναι και γελοίες. Στο «κόμμα (party) λες και δεν υπάρχει αύριο» της Ειρήνης Βουρλούμη είναι προφανές τι επικρατεί, κρίμα όμως που η τοποθέτηση του έργου το αδικεί
Η σημαία ως σύμβολο κρατικής ενότητας είναι, όπως είπαμε, ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία συγκρότησης της εθνικής ταυτότητας, μαζί βέβαια με τον εθνικό ύμνο. Το πώς η σημαία θα μπορούσε να αποτελεί και αυτή προϊόν συμπερίληψης και όχι αποκλεισμών αναδεικνύεται από το Εν πανίον της Μαρίας Βαρελά. Άλλωστε η παραγωγή συμβόλων είναι το πιο εύκολο πράγμα. Η Navine Khan–Dossos παράγει μια μεγάλη ποσότητα σημαιών-συμβόλων ανύπαρκτων οργανισμών, που ίσως κρύβουν κάτι το δυσώδες
Το έδαφος είναι επίσης ένα από τα σημαντικότερα πεδία της κρατικής συγκρότησης γιατί επί αυτού ασκείται η κυριαρχία (που σιγά σιγά επεκτείνεται υπό τη μορφή των κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα, την ΑΟΖ κλπ). Είναι λοιπόν σίγουρα ένα πεδίο αποκλεισμών, όπως αποδεικνύει το The Uknown Land of the South της Ella Littwitz, που σύμφωνα με τον κατάλογο αποτελείται από χώμα που συλλέχτηκε από τις χώρες που της αρνούνται την είσοδο λόγω της ιθαγένειάς της. Μπορεί επίσης να αποκτά μυθολογικές διαστάσεις σαν αυτές που αναδεικνύει ο KissPal. Όμως ταυτόχρονα το έργο της Littwitz συμβολίζει και κάτι άλλο (εκτός καταλόγου): ότι το έδαφος μιας χώρας δεν είναι στην πραγματικότητα ομογενοποιημένο και μπορεί να είναι συμβολικά και αρκετά εύθραυστο (αρκεί ένα φύσημα του ανέμου ή της ιστορίας).
Ο λαός είναι επίσης στοιχείο κρατικής συγκρότησης, είναι το έμψυχο κρατικό όργανο χάριν του οποίου και δια του οποίου ασκείται η κυριαρχία, είναι η υποτιθέμενη αντανάκλαση του έθνους στο κράτος. Κατά την εθνικιστική μυθολογία ο λαός συνέχεται από δεσμούς αίματος. Ο μύθος αυτός αποδομείται από τις φωτογραφίες της Τanja Muravskaja. Oι «δικοί μας» (ours) είναι από τη μια κοριτσάκια της Εσθονίας «εκπαιδευμένα για την υπεράσπιση της πατρίδας» και από την άλλη νατοϊκοί στρατιώτες που σταθμεύουν στην Εσθονία. Στη χώρα του «Στρατηγέ, ιδού ο στρατός σας» και του «παραδίδουμε την Ελλάδα στα χέρια σας» δεν προξενεί και τόση εντύπωση
Ο στρατός και τα σώματα ασφαλείας είναι οι μηχανισμοί που επιτρέπουν στο κράτος να αμύνεται απέναντι στους εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς του. Στις Αναπτύξεις Μάχης της Stephanie Lagarde αναδεικνύεται το πώς το άτομο υπάγεται στους μηχανισμούς αυτούς, χάνοντας την ταυτότητά του, γίνεται ένα καλορυθμισμένο γρανάζι μιας μηχανής, που σκοπό δεν έχει μόνο την άσκηση βίας, αλλά και την πραγματοποίηση του κοινωνικού ελέγχου.
Τα δημόσια κτίρια και μνημεία συμβάλλουν κι αυτά στην αίσθηση του ιστορικού εθνικού πεπρωμένου και στην μακραίωνη κρατική σταθερότητα. Η αίσθηση αυτή αποδομείται από τα θραύσματα της Βαβέλ του Αλέξη Φιδετζή, το all done go home του Αντώνη Πίττα (που ευθέως αναμετριέται και με τις αντιφάσεις των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων) και το 1775 της Sasha Streshna (αν και το 1775 στη ρωσική ιστορία ήταν η χρονιά της καταστολής της αγροτικής εξέγερσης του Πουγκατσωφ και της επιβεβαίωσης της κυριαρχίας της Μεγάλης Αικατερίνης). Εκεί όμως που η αποδόμηση είναι πραγματικά καταλυτική είναι στο In waiting της Ειρήνης Βουρλούμη. Η θλίψη του δημοσίου, του δημοσίου χώρου, του δημοσίου κτιρίου, η θλίψη και η μιζέρια της μνημονιακής Ελλάδας αποτυπωμένη στην εντέλεια.
Το προστατευμένο θυρωρείο της Stephanie Lagarde είναι επίσης ένα δείγμα μνημειακού γραφειοκρατισμού. Αρκεί βέβαια να κοιτάξουμε μέσα από τις προστατευτικές κουκούλες για να διαπιστώσουμε τα όρια αυτής της προστασίας.
Πολιτιστικοί θεσμοί, όπως τα μουσεία (Jaanus Samma), τα φεστιβάλ τραγουδιού (Kristina Norman), οι κρατικές τελετές (Αναστάσης Στρατάκης) συμβάλλουν επίσης στην προώθηση της εθνικής ταυτότητας αναπαράγοντας μυθολογικές συνέχειες και επιβάλλοντας αποκλεισμούς και κατηγοριοποιήσεις (όπως η απαγόρευση των ρωσόφωνων τραγουδιών από το φεστιβάλ της Εσθονίας). Ακόμα και ο «λαϊκός πολιτισμός», οι παροιμίες, το θέατρο σκιών, γίνεται μέρος ενός επίσημου εθνικού λόγου που ακολουθεί τον υπόλοιπο καρναβαλίστικο εθνικό θίασο στην παρέλαση προς το πουθενά (Ελένη Καμμά). Μην πάμε μακριά: για πολλές δεκαετίες, η «ελληνικότητα» ήταν υποχρεωτική προϋπόθεση για την αποδοχή ενός καλλιτεχνικού έργου (και από το επίσημο κράτος και από την επίσημη αριστερά)
Ο καθημερινός λόγος διαπερνάται και διαποτίζεται από τον εθνι(κι)στικό λόγο και μέσω αυτού αναπαράγεται και διαχέεται στις προσωπικές σχέσεις. Αυτό καταγράφεται στις πινακίδες της Lise Harlev, αλλά το αισθητικό αποτέλεσμα είναι μάλλον ρηχό
Οι καθησυχαστικές χειρονομίες των μεγάλων ανδρών της Bani Abidi (και κατ’ αναγωγή των μικρών ανδρών, όλων των ανδρών) και που σίγουρα δεν είναι όλες καθησυχαστικές, αποτυπώνουν μια πολύ γνώριμη γλώσσα διακυβέρνησης, παρότι, εκτός από το σήμα της νίκης, οι υπόλοιπες χειρονομίες ενέχουν αντιφατικά μηνύματα γροθιά=αγωνιστικότητα, αλλά και ενότητα, χαιρετισμός=επαφή, αλλά και απόσταση από τον κυβερνώμενο, στρατιωτικός χαιρετισμός=απόδοση τιμών στο έθνος, αλλά και μιλιταρισμός, υψωμένο δάκτυλο=διδακτισμός, αλλά και απειλή. Πρόκειται για μια γλώσσα με την οποία είμαστε τόσο εξοικειωμένοι που αμέσως μας προκαλεί αισθήματα και αντιδράσεις και που έχει αποκτήσει οικουμενικό χαρακτήρα (πατερναλιστικό; σίγουρα, λόγω της θέσης του χειρονομούντος, αλλά και ελλείψει μιας άλλης αντιπαραθετικής γλώσσας του σώματος)
Το Κράτος στην παγκοσμιοποίηση
Η παγκοσμιοποίηση αντιμετωπίζεται συχνά ως ένα φαινόμενο αντιπαραθετικό προς το έθνος/κράτος. Στην πραγματικότητα το έθνος/κράτος ήταν και είναι παρόν στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης. Η άρση των προστατευτικών φραγμών στις κεφαλαιακές επενδύσεις αποτέλεσαν επίσημη κρατική πολιτική των χωρών του ευρωατλαντικού καπιταλισμού και τα έθνη/κράτη είναι παρόντα μέσα στους θεσμούς ρύθμισης της παγκοσμιοποίησης (φυσικά σε μια ανισόρροπη σχέση ισχύος και ανταγωνισμών). Σε συνθήκες κρίσης (όπως η πρόσφατη υγειονομική, αλλά και η οικονομική) βγαίνουν στο προσκήνιο και επιλέγουν αν θα λάβουν ή όχι περιοριστικά μέτρα. Αυτός ο διπλός ρόλος του έθνους/κράτος στην παγκοσμιοποίηση αποτυπώνεται σαφώς στην αγορά ιθαγένειας από ξένους επενδυτές, που ταυτόχρονα συνδυάζεται με την αφαίρεσή της από μειονοτικές κατηγορίες (ή εχθρούς του έθνους) (Femke Herregraven, Ρευστή υπηκοότητα).
Συνήθως θεωρούμε την παγκοσμιοποίηση σαν κάτι το άυλο και τη συνδέουμε με τις διατραπεζικές συναλλαγές και το διαδίκτυο. Είναι λοιπόν πολύ ενδιαφέρουσα η αποτύπωση της υλικότητας των μετακινήσεων κατά την «εξόρυξη ψηφιακών νομισμάτων» στο βίντεο του Liu Chuang, προκειμένου να γίνει εκμεταλλεύσιμη η φτηνότερη ηλεκτρική ενέργεια ανάλογα με το εργοστάσιο παραγωγής (την άνοιξη με τις βροχές στους υδροηλεκτρικούς σταθμούς, το χειμώνα στα λιγνιτωρυχεία, το καλοκαίρι στα αιολικά πάρκα κλπ).
Ναι μεν το έθνος/κράτος είναι παρόν στη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, πλην όμως η ισχύς των πολυεθνικών εταιρειών αδιαμφισβήτητα αυξάνεται και διεκδικούν να μην δεσμεύονται από εθνικούς κανόνες και εθνικά δικαστήρια. Φτιάχνουν τους δικούς τους κανόνες και διαδικασίες επίλυσης διαφορών, τα δε έθνη/κράτη από τα οποία προέρχονται διαμορφώνουν έτσι τους νόμους και τη νομολογία, προκειμένου να τις ενισχύσουν (δεν μπορούν να εναχθούν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης για παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης λέει η αμερικανική νομολογία: «facebook is not a country»). Τα δικαστήρια άλλων χωρών βέβαια δεν ακολουθούν την ίδια κατεύθυνση. Σίγουρα πάντως το αίτημα για κολλεκτιβοποίηση τέτοιων πλατφορμών θα αποτελούσε μεγάλο φραγμό στην ισχύ τους (Jan Fermor και Jonas Staal, Collectivising Facebook). Αν θα έχουν δικαστικό αποτέλεσμα τέτοιου τύπου αγωγές είναι άγνωστο. Πάντως αισθητικό αποτέλεσμα δεν έχουν.
Τα brand names των πολυεθνικών, οι σημαίες/σήματα της παγκοσμιοποίησης, μετατρέπονται σε εικαστικές συνθέσεις από την Cristina Lucas και αποπνέουν το μήνυμα Keep calm and carry on (consuming). To brand name έχει μετατραπεί σήμερα στο κατ’ εξοχήν εμπόρευμα, όπως έχει άλλωστε συμβεί και στην αγορά των έργων τέχνης με το brand name του καλλιτέχνη.
Οι παγκοσμιοποιητικοί θεσμοί μπορούν να πάρουν ακόμα και τη μορφή διεθνών ποινικών δικαστηρίων. Δικαστηρίων, που στο όνομα της προστασίας ελευθεριών και αξιών, αποτυπώνουν την ισχύ των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών κρατών, που ναι μεν συλλαμβάνουν τους κατηγορουμένους, πλην όμως, ταυτόχρονα, δεν έχουν υπογράψει τις σχετικές συνθήκες για να μην μπορούν να δικαστούν από αυτά δικοί τους στρατιωτικοί και κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Τη θλίψη αυτών των δικαστικών διαδικασιών καταγράφει ο Ιvan Grubanov.
Και βέβαια τα αστέρια του New Union του Jonas Staal: η ΕΕ που, προκειμένου να μην αυξηθούν οι μεταβιβαστικές πληρωμές από τα πιο πλούσια κράτη προς τα φτωχότερα, προκειμένου να μην διαμοιραστεί το δημόσιο χρέος μέσω ευρωομολόγων και οι μεταναστευτικές ροές, έχει πια χρεωκοπήσει ως ελκυστικό μοντέλο διακρατικής ρύθμισης ακόμα και στα μάτια των (σοσιαλ)φιλελεύθερων. Το κακό είναι ότι μαζί με τα αστέρια της βουλιάζουν και οι κόκκινες σφήνες…
Αμήχανες απουσίες
Υπάρχουν δυο βασικά στοιχεία του κράτους που φαίνονται να απουσιάζουν παντελώς από την έκθεση και η απουσία αυτή δεν βοηθάει καθόλου στο να απαντηθεί το ερώτημα της υπέρβασης του έθνους/κράτους.
Τα δυο αυτά στοιχεία που σχετίζονται μεταξύ τους είναι αφενός μεν οι εσωτερικές κοινωνικές, ταξικές διαιρέσεις και συγκρούσεις και αφετέρου οι κρατικοί μηχανισμοί που παρέχουν υπηρεσίες στους πολίτες, επιτρέπουν την κοινωνική κινητικότητα και συγκροτούν την ηγεμονία. Το κράτος δεν είναι σκέτη κυριαρχία και μάλιστα κυριαρχία που επιβάλλει τον αποκλεισμό και τη βιολογική διαχείριση των σωμάτων. Είναι και πεδίο συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών. Όσο και αν οι κατακτήσεις του κράτους πρόνοιας συρρικνώνονται, όσο και αν η κυριαρχία σφραγίζει τα όρια των κοινωνικών κατακτήσεων, το κράτος εξακολουθεί να αποτελεί ένα πεδίο διελκυστίνδας αντίπαλων κοινωνικών ομάδων, εξακολουθεί να αποτελεί ένα διακύβευμα.
Η συγκρότηση της ηγεμονίας κυρίως περνάει μέσα από την αφομοίωση και τη συμπερίληψη εκείνων των πολιτών που γίνονται δεκτοί ως υποκείμενα δικαιωμάτων και που αναγνωρίζονται ως ίσοι, χωρίς βέβαια αυτό να ισχύει. Η διαχείριση των «εντός» είναι που επιτρέπει πρωτίστως στο κράτος να μακροημερεύει και όχι ο αποκλεισμός των «εκτός» (ακόμα και τα πιο απολυταρχικά καθεστώτα βασίζονται στην παροχή υπηρεσιών σε κατώτερα λαϊκά στρώματα-άλλωστε ο δικτάτορας υποτίθεται ότι αίρεται πάνω από τις επιμέρους κοινωνικές συγκρούσεις για να δώσει στο λαό άρτο και θεάματα). Και για να είναι επιτυχής αυτή η διαχείριση πρέπει να μετατοπίζει τους διαχωρισμούς από το πεδίο των τάξεων, στο πεδίο των γνώσεων, αλλά και των κοινωνικών επιτυχιών: καθένας μπορεί να καλυτερεύσει τη θέση του, ανεξάρτητα από την κοινωνική του προέλευση, εάν «το αξίζει». Και παρότι σήμερα η «αξιοσύνη» μπορεί να μετριέται κοινωνικά όλο και λιγότερο από την θέση του ατόμου στην πλευρά της διανόησης, από την επιτυχία του στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, από τη συσσώρευση γνώσεων και κουλτούρας, στο επίπεδο όμως του κρατικού λόγου η ιδεολογία αυτή εξακολουθεί και διατηρεί την αίγλη της (οι «άριστοι» οφείλουν να κυβερνούν). Παρίσταται στην έκθεση αυτή η κρατική λειτουργία; Φαινομενικά όχι. Αν όμως πάρουμε το βλέμμα μας από τα έργα και ατενίσουμε το κτίριο, βλέπουμε ότι αυτή η λειτουργία είναι απολύτως παρούσα, μας περιβάλλει και μας καθορίζει. Το μουσείο δεν είναι απλώς ο χώρος, όπου οι εθνικοί μύθοι νομιμοποιούνται, αναγορεύονται σε αιώνια σύμβολα, όπως αποτυπώνει κριτικά το έργο του Jaanus Samma, αλλά και ένας χώρος διαχωρισμού και ιεράρχησης: αυτοί που αισθάνονται, αυτοί που ξέρουν (με ιεραρχική κορυφή τον διευθυντή του μουσείου) και αυτοί που απωθούνται. Ο χώρος δε της σύγχρονης τέχνης είναι κατ’ εξοχήν ευεπίφορος σε τέτοιες διακρίσεις και ένα κρατικό μουσείο σύγχρονης τέχνης αποτελεί χώρο συγκρότησης της ηγεμονίας. Για να αποδομηθεί αυτή η λειτουργία πρέπει να γίνει συνειδητή προσπάθεια άρσης των διακρίσεων, με διαλέξεις, ξεναγήσεις και πρωτίστως συζητήσεις για τα ίδια τα έργα του μουσείου (και μέσα στο χώρο του μουσείου και βέβαια με άνοιγμα του μουσείου στο χώρο έξω από αυτό). Δεν αρκεί να συμβολίζουμε αυτή τη λειτουργία με τον πλάτανο της πλατείας (Stephan Goldrajch), πρέπει να κάνουμε την πλατεία πραγματικότητα.
Η αμηχανία της έκθεσης για την υπέρβαση του έθνους/κράτους είναι έκδηλη. Εάν το έθνος/κράτος αποτελεί μια παρωχημένη, επικίνδυνα παρωχημένη ίσως μορφή κοινωνικής ρύθμισης, όπως εν πολλοίς αποτυπώνεται στο δεινοσαυρικό σκελετό από κοντάρια σημαιών της Ewa Axelrad, oφείλουμε σίγουρα να σκάψουμε βαθιά, να τρυπήσουμε τα αλεξίσφαιρα κρατικά γιλέκα. Και μετά; Να φύγουμε στα βουνά συγκροτώντας κοινότητες στα όρια της κρατικής ρύθμισης; (η πιο γοητευτική ίσως προοπτική που αναδύεται από το έργο του Liu Chuang) Nα σπάσουμε τα στερεότυπα της πατριαρχίας εκλέγοντας μια τυφλή, βουβή (όχι όμως κωφή) ζωγράφο; (Μarina Naprushkina-φόρος τιμής στη Zoe Leonard) Να κάψουμε τους πολιτικούς; (Καμμά-ψήνομαι να το θεωρήσω γοητευτικό) Να αφήσουμε τις μαϊμούδες να βρουν το δρόμο προς τη δημοκρατία; (Καμμά και πάλι) Ο κατάλογος (όχι όμως και η έκθεση) δείχνει προς μια κατεύθυνση εκ νέου επινόησης του έθνους κράτους με περισσότερες κοινωνικές παροχές και πιο κοσμοπολίτικη ταυτότητα. Μια εκσυγχρονιστική, σοσιαλσημιτική ουτοπία, που υπονομεύεται από την οικονομική κρίση, τα τεράστια κρατικά χρέη, την λαιμαργία του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου και την έλλειψη έμπρακτης διακρατικής αλληλεγγύης. Σε κάθε περίπτωση, ποιο θα ήταν το κοινωνικό υποκείμενο που θα προωθούσε μια τέτοια κατεύθυνση; Ούτε ο κατάλογος, ούτε η έκθεση απαντούν. Και δεν μπορούν να απαντήσουν γιατί το κοινωνικό υποκείμενο απουσιάζει. Τα μόνα ψήγματα κοινωνικού κινήματος εντός της έκθεσης είναι αφενός μεν ο μαύρος μονόλιθος της Stephanie Lagarde, αναφορά στο μπλακ μπλοκ των αντιπαγκοσμιοποιητικών διαδηλώσεων, που είναι τόσο θλιβερά μονολιθικός, τόσο απασχολημένος να προστατεύσει το σώμα του από τις αστυνομικές επιθέσεις, που δεν μετατρέπεται καν σε μνημείο γνώσης και ταξιδιού στο μέλλον, όπως ο μονόλιθος της Οδύσσειας 2001 και αφετέρου η περφόρμανς Augenmusik της Κatya Ev με την οποία μετατρέπονται οι σειρήνες των περιπολικών σε ορχήστρα που παίζει Μπαχ. Εδώ ναι, η συλλογικότητα δείχνει έναν άλλο δημιουργικό ρόλο, πλην όμως, ίσως λόγω κάποιου τεχνικού σφάλματος, ίσως λόγω της γενικότερης αμηχανίας, οι σειρήνες στην έκθεση αναπαράγουν απλώς ένα μονότονο βόμβο. Τα κίτρινα γιλέκα του Αντώνη Πίττα θα μπορούσαν να είναι δρόμος προοπτικής, αν δεν ήταν και τα ίδια αμήχανα (και αν η γειτνίαση τους με τα 99 ονόματα του Κουτλουγκ Αταμαν δεν ήταν τόσο ατυχής). Η συνάντηση του κοινωνικού κινήματος με τον μοντερνισμό δεν είναι μια τυχαία συνάντηση (πηγαίνοντας προς το σπίτι του Van Doesburg έπεσα πάνω στο κίνημα)-είναι μια σχέση οργανική. Ο μοντερνισμός ως τέχνη που κριτικάρει και κατεδαφίζει τον παλιό κόσμο, φτιάχνοντας έναν καινούργιο, αποτελεί αντικειμενικά την δημιουργική ιδεολογία ενός κινήματος με προοπτική ένα καλύτερο μέλλον ελευθερίας και αξιοπρέπειας. Στο δρόμο αυτό, με μπροστάρη την κόκκινη σφήνα του El Lissitzky, το διακύβευμα του έθνους/κράτους θα μπορούσε να μετατραπεί (αναιρούμενο) σε διακύβευμα ξεδιπλώματος όλων των δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου. Ίσως γι’ αυτό δεν φτιάξαμε ποτέ μουσείο μοντέρνας τέχνης στην Ελλάδα…
Δημήτρης Σαραφιανός
Λόφος art project
Το Λόφος art project είναι μια νέα πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην ανάδειξη των έργων του Πάνου Σαραφιανού και της Μαίρης Χατζηνικολή, καθώς και στην δημιουργία ενός χώρου εκθέσεων και εκδηλώσεων, όπου θα συναντιέται η τέχνη με τη ζωή
∗Αρχική εικόνα: Democratic Self-Administrtion of Rojava & Studio Lonas Staal
Last modified: 24/10/2022