Ο Pierre – Auguste Renoir (25 Φεβρουαρίου 1841 – 3 Δεκεμβρίου 1919) θεωρείται ο ζωγράφος της ευτυχίας. Τίποτα σκοτεινό στο έργο του, τίποτα δυσάρεστο και θλιβερό. Όμορφα μαλλιά γυναικών «συνεπαρμένα» από το φως και το πινέλο του, μικρά παιδιά μέσα στην απόλυτη ειλικρίνεια και αθωότητά τους, μάτια γλυκά, συνήθως καστανά, χωρίς να κρύβουν δεύτερες σκέψεις, γυμνά γυναικεία σώματα γεμάτα ζωή, υγεία, έρωτα, πορτρέτα ανθρώπων απόλυτα συμφιλιωμένων με τον περιβάλλοντα χώρο τους. Ακόμη και τα αντικείμενα είναι οικεία και φιλόξενα. Και η φύση σε κατάσταση γαλήνης, διαυγής θα λέγαμε, μας καλωσορίζει πάντα.
Όλα στο έργο του Renoir σαν να γίνονται αβίαστα, φυσικά και όμορφα. Ευφορία. Ευτυχία. Ξεγνοιασιά για την οποία πολλές φορές θα σχολιαστεί και αρνητικά, ως διακοσμητής ή απλός χρωματιστής. Όπως και να ‘χει, ήταν ένας επίμονος ζωγράφος.
Ο Renoir αν και θα συνδεθεί στενά με τους ιμπρεσιονιστές και θα αποτελέσει έναν από τους βασικούςεκπροσώπους του κινήματος, ποτέ δεν θα αποδεχτεί απόλυτα αυτή την τάση. Πάντα θα στοχεύει στα επίσημα Σαλόνια της Ακαδημίας επιθυμώντας να κερδίσει την αποδοχή των ακαδημαϊκών. Η στενή του σχέση με τους υπόλοιπους ιμπρεσιονιστές,όπως ο Monet, ο Sisley ο Caillebotte, θα τον επηρεάσει όμως βαθύτατα και θα βρει σε αυτούς κοινούς κώδικες και κοινές προοπτικές.
Η αποτύπωση του φωτός και των αντανακλάσεων του, η εξομάλυνση των διαγραμμάτων, η ζωγραφική σε υπαίθριους χώρους φαίνεται να ταιριάζει στις προσωπικές του αναζητήσεις και να βρίσκει σε αυτό το κίνημα «καταφύγιο» και κινητήριες δυνάμεις.
Ο ίδιος θα περιγράψει τον εαυτό του «μη μάχιμο» και θα παραδεχτεί ότι πολλά απ’όσα πέτυχε τα χρωστάει στον «αγωνιστή» Μονέ αλλά και σε άλλους φίλους του, εμπόρους έργων τέχνης, όπως ο Paul Durant-Ruel ο οποίος θα αγοράσει πάνω από χίλιους πεντακόσιους πίνακές του αλλά και ο Ambroise Vollard ο οποίος θα τον ενθαρρύνει να ασχοληθεί με τη λιθογραφία και τη γλυπτική.
Ο Renoir θα εξελίσσεται ως ζωγράφος σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Θα αναζητά πάντα καινούργιες προσεγγίσεις. Το ταξίδι του στην Αλγερία και στην Ιταλία, αλλά και στη Νότια Γαλλία δίπλα στο Cezanne, θα τον γεμίσει εντυπώσεις απόλυτα εμφανείς στο μετέπειτα έργο του. Μάλιστα το 1883 θα αισθανθεί ότι έφτασε ως το τέρμα του ιμπρεσιονισμού βρισκόμενος σε αδιέξοδο. Από εκεί και έπειτα οι γραμμές στο έργο του αρχίζουν να γίνονται πιο κλειστές και ελεγχόμενες. Το 1885 ζωγραφίζει το έργο του «οι Λουόμενες» και αντίθετα με τις μέχρι τότε συνήθειές του, κάνει για το συγκεκριμένο πίνακα πολλά προσχέδια. Έτσι καταλαβαίνουμε τη σημασία που δίνει πλέον στη δουλειά εντός του ατελιέ.
Όσον αφορά την προσωπική του ζωή, φαίνεται να ερωτεύτηκε αρκετά, να βρήκε τη γυναίκα τη ζωής του, την Aline Charigot, έκανε παιδιά, φίλους και έζησε την αναγνώριση ακόμη εν ζωή. Επισκέφτηκε με χαρά να δει το έργο του «Madame Charpentier» στο Λούβρο λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή. Ωστόσο, φημιζόταν για τη σεμνότητα και την μετριοπάθεια του. Προσπαθούσε πάντα να βελτιώνεται ακόμη και όταν άρχισε να χαίρει μιας πιο ευρείας αναγνώρισης.
Οι απορρίψεις των έργων του από τα Σαλόνια τον απογοήτευαν και πολλές φορές χρειάστηκε βοήθεια, στήριξη και ώθηση από τρίτους.
Επομένως θα ήταν αυθαίρετο να χαρακτηρίσουμε τον ίδιο τον Renoir ευτυχισμένο. Όμως σίγουρα, μέσα από το έργο του έψαχνε την ευτυχία… Όπως όλοι μας!
«Για μένα ένας πίνακας πρέπει να είναι ωραίος, χαρούμενος και όμορφος, ναι όμορφος! Υπάρχουν τόσα δυσάρεστα πράγματα στη ζωή, ώστε δεν χρειάζεται να δημιουργούμε περισσότερα. Αν και γνωρίζω καλά τη δυσκολία να παραδεχτούμε ότι ένα έργο μπορεί να είναι σπουδαίο ενώ είναι χαρούμενο».
Ο Pierre – Auguste Renoir γεννήθηκε στη Λιμόζ της Γαλλίας 25 Φεβρουαρίου 1841 και πέθανε στο Καν – Συρ – Μερ στις 3 Δεκεμβρίου του 1919.
Last modified: 25/02/2021