Ένα κείμενο του Μάνου Στεφανίδη με αφορμή την έκθεση «Εμμονές και αινίγματα»
Η ζωγραφική περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η τέχνη της ανάμνησης και του αινίγματος. Επειδή αποδίδει εκείνο που υπήρξε κάποτε και η ζωγραφική διατηρεί ακόμη την αύρα του. Εκεί οφείλεται και η βαθύτερη γοητεία της. Κατ’ ουσίαν οι ζωγράφοι περισσότερο από τις εικόνες του κόσμου ζωγραφίζουν τον τρόπο που απέδωσαν τις εικόνες αυτού του κόσμου οι άλλοι ζωγράφοι. Με αλλά λόγια η ζωγραφική συνιστά ένα διαρκές παιχνίδι αλληλεπιδράσεων, επιρροών, αντιγράφων, ελεύθερων οπτικών συνειρμών κλπ του ενός ζωγράφου από τον άλλον μέσα στην διαδοχή των αιώνων.
Ο Μπόρχες γράφει κάπου πως ο Θεός πρώτα έφτιαξε τον κόσμο και έπειτα έφτιαξε έναν ζωγράφο με την εντολή να ζωγραφίσει στο πιο τεράστιο καμβά την εικόνα αυτού του κόσμου. Έκτοτε όλοι οι ζωγράφοι αντιγράφουν, άλλος με μεγαλύτερη και άλλος με λιγότερη επιτυχία, αυτόν τον πρώτο πίνακα που φτιάχτηκε αμέσως μετά την Δημιουργία.
Ο Στάθης Βατανίδης τα τελευταία χρόνια επιμένει στο να ενσωματώνει στις συνθέσεις του πρόσωπα ή λεπτομέρειες από έργα παλιότερων ζωγράφων που έχει μελετήσει και αγαπήσει. Έτσι οι τελευταίες ενότητες της ζωγραφικής του πορείας μοιάζουν με ένα είδος προσωπικού φανταστικού μουσείου, ενός παλίμψηστου και μιας εγκυκλοπαίδειας τέχνης όπου οι ιδανικές εικόνες της ιστορίας του ωραίου συνυπάρχουν με τους καθημερινούς ανώνυμους ανθρώπους που συνήθως πρωταγωνιστούν στους πίνακες αυτού του ζωγράφου.
Μοιάζει σαν όλη η τέχνη να είναι ένα θέατρο και οι φιγούρες του Βατανίδη να αποτελούν τους αποκλειστικούς θεατές του. Άνθρωποι του σήμερα, ζευγάρια ερωτευμένων, παιδιά που παίζουν, κορίτσια πάνω σε ποδήλατα, περιπατητές που δεν κουράζονται να διασχίζουν μια ζωή τους ίδιους δρόμους αυτής της πόλης, μεσήλικες που χαζεύουν εφημερίδες, κορίτσια που σκύβουν από το παράθυρο για να δουν αυτόν που ποτέ δεν θα έρθει, γυναίκες που μεγαλώνουν με την φρικτή διαπίστωση πως ενώ έζησαν σκοτώνοντας τον χρόνο τους, στην πραγματικότητα είναι ο χρόνος που τις σκοτώνει σιγά-σιγά.
Αυτό είναι εν ολίγοις, το σκηνικό που ο ζωγράφος Στάθης Βατανίδης με ευαισθησία και σκληρή δουλειά στήνει στην τελευταία ενότητα έργων του υπό τον γενικό τίτλο του «Εμμονές». Εμμονές με το κάλλος που συνεχώς προσεγγίζουμε και συνεχώς διαφεύγει. Εμμονές με εκείνους τους έρωτες που δεν ευδοκίμησαν αν και μπορούσαν, εμμονές με τον χρόνο που κι όταν ακόμα μοιάζει τρυφερός και μεγάθυμος κατά βάθος είναι στυγνός δολοφόνος.
Σε όλη την δημιουργία του Στάθη Βατανίδη, η έννοια του κακού και του καλού χρόνου, η ανθρώπινη περίπτωση ως αίνιγμα, ως αξεδιάλυτο κουβάρι χαράς και λύπης αλλά και η ευκαιρία για διαφυγή του ίδιου και διαφυγή μας μέσα από την τέχνη, είναι σταθερά παρούσες. Επιπλέον, στις «Εμμονές» δίπλα στις φιγούρες των ανώνυμων κυκλοφορούν τα κορίτσια του Βερμέερ, οι εφιάλτες του Βαν Γκογκ, οι πριγκίπισσες και οι ευγενείς του Βελάσκεθ, οι μάνες με τα νεκρά παιδιά ή οι Δεσποινίδες της Αβινιόν του Πικάσσο. Κάπου στην άκρη δίπλα στα ιερά πρόσωπα του Μυστικού Δείπνου κάθεται κάποιος που μπορεί να μου μοιάζει ή να σου μοιάζει.
Αυτό είναι. Τα πρόσωπα των θεατών του Βατανίδη είναι περσόνες πίσω από τις οποίες κρύβεται ο ζωγράφος ο ίδιος. Αθώος, αμέριμνος αλλά και συγχρόνως περίεργος και γεμάτος άδολο ενδιαφέρον για τους καημούς αλλά και τις ελπίδες και τις χαρές αυτού του κόσμου. Ο ίδιος ο ζωγράφος επαναλαμβάνει συχνά την πασίγνωστη ρήση πως δεν μπορούμε, έστω κι αν θέλουμε να αποφύγουμε τα βήματα των γιγάντων. Οι γίγαντες πάντοτε θα μας κατατρέχουν. Στην περίπτωση όμως των συγκεκριμένων πινάκων, οι γίγαντες γίνονται άγιοι που σκέπουν όσους αγαπούν την ζωγραφική και την ιστορία της.
Μάνος Στεφανίδης 27/1/25
Last modified: 04/04/2025