Ένα αλφαβητάρι-ανθολόγιο για τη γυναικεία καταπίεση, που απαρτίζεται από 24 ζωγραφικά έργα, παρουσιάζει η εικαστικός Έλενα Παπαδημητρίου με τίτλο «Bouche fermée» («Κλειστό Στόμα») στους χώρους της Πινακοθήκης του δήμου Αθηναίων.
Η φράση «Bouche fermée» είναι η μετάφραση ενός μουσικού όρου γαλλικής προέλευσης που αφορά τη χορωδιακή μουσική. Αποτελεί εκτελεστική οδηγία προς τους χορωδούς να παράγουν έναν σιγηρό ή σβηστό ήχο, κρατώντας τα στόματά τους κλειστά κατά την αναπαραγωγή μιας νότας ή ενός μουσικού περάσματος. Η συγκεκριμένη τεχνική παραγωγής μελωδίας, γνωστή στη βυζαντινή μουσική ως «ενδόφωνο», προσδίδει εκφραστικό βάθος και συναισθηματική ένταση στην εκτέλεση.
Σε μια εικαστική μεταγραφή του μουσικού όρου, η Έλενα Παπαδημητρίου χρησιμοποιεί ως εργαλείο έκφρασης τα 24 γράμματα της αλφαβήτου, τα οποία αντιστοιχούν σε 24 λουλούδια που σφραγίζουν τα στόματα ισάριθμων γυναικών, στερώντας τους τη φωνή. Η εννοιολογική ερμηνεία των γυναικών που απεικονίζονται συνθέτει έναν ποιητικό αλλά και σκληρό συμβολισμό, αναδεικνύοντας τα βιώματα που, ακόμη και σήμερα, οδηγούν θηλυκές υπάρξεις κάθε ηλικίας να κραυγάζουν σιωπηλά, με μια φωνή που παραμένει αλύτρωτη και ανήκουστη.
Τα έργα, με έντονη έμφαση στη συμβολική απόδοση των μορφών και στη χρήση του επιμήκους σχήματος που χαρακτηρίζει τις μορφολογικές αναλογίες της βυζαντινής παράδοσης, αναδεικνύουν με αφαιρετική λιτότητα την εσωτερική έκφραση των εικονιζόμενων προσώπων.

Α Ασιατικοί κρίνοι για μια ασήμαντη αφορμή. (198 × 43 εκ., λάδια, ακρυλικά, φύλλα χρυσού σε καμβά).
Β Βιολέτες της βροχερής μέρας. (198 × 41 εκ., λάδια, ακρυλικά, φύλλα χρυσού σε καμβά).
Γ Γιασεμί από τη γιορτή του γάμου. (198 × 53 εκ., λάδια, ακρυλικά, φύλλα χρυσού σε καμβά).
Η έκθεση απαρτίζεται από δύο μέρη.
Στο πρώτο μέρος, γυναικείες φιγούρες τοποθετούνται με αλφαβητική σειρά, βάσει του αρχικού γράμματος του άνθους-φίμωτρου. Οι φιγούρες συνδέονται μέσω εξελισσόμενων ενδυματολογικών μοτίβων. Το γυναικείο στόμα καλύπτεται από τα λουλούδια που οι ίδιες κρατούν και επιλέγουν ως προστασία για την επιβίωσή τους. Τα λουλούδια αυτά λειτουργούν ως κάγκελα, ως σφιγμένα δόντια που φυλακίζουν τη φωνή, χωρίς όμως να καταργούν την εξωλεκτική έκφραση της απελπισίας. Τα άνθη γίνονται το μεγάφωνο της ηχηρής γυναικείας σιωπής.
Οι συμβολισμοί των λουλουδιών είναι οι εξής:
Ασιατικοί κρίνοι: για μια ασήμαντη αφορμή.
Βιολέτες: της βροχερής μέρας.
Γιασεμί: από τη γιορτή του γάμου.
Δεντρολίβανο: να διώξει τα δάκρυα.
Εύχαρις: να ευχηθεί την ευτυχία.
Ζέρμπερες: να ζαλίσουν τη ζήλεια.
Ηλιοτρόπια: της ηθικής τάξης των πραγμάτων.
Θυμάρι: για να θυμάμαι.
Ιβίσκος: στις ιδιοτροπίες.
Καμπανούλες: που κουδουνίζουν το κενό.
Λεβάντες: της λησμονιάς.
Μαργαρίτες: θα μαδήσω τη μοναξιά.
Ντάλιες: να νυστάξουν τα νιάτα.
Ξυλοκερατιά: με το ξόδι.
Ορχιδέα: οξύνει την ομορφιά.
Παιώνια: στον παρακείμενο πόνο.
Ρόδα: ράβουν τις ρωγμές του χρόνου.
Σπαθίφυλλο: να σπάσει τη σιωπή.
Τουλίπες: να τρομάξουν την τρέλα.
Υπομονή: στην υποταγή.
Φρέζια: να φοβερίσει τη φρίκη.
Χαμομήλι: για τον χαμένο χρόνο.
Ψευδονάρκισσος: στο ψέμα.
Ωρολόγια: πριν τις ωδίνες.

Ζ Ζέρμπερες να ζαλίσουν τη ζήλεια. (198 × 52 εκ., λάδια, ακρυλικά, φύλλα χρυσού σε καμβά).
Η Ηλιοτρόπια της ηθικής τάξης των πραγμάτων. (198 × 45 εκ., λάδια, ακρυλικά, φύλλα χρυσού σε καμβά).
Θ Θυμάρι για να θυμάμαι. (198 × 56 εκ., λάδια, ακρυλικά, φύλλα χρυσού σε καμβά).
Στο δεύτερο μέρος της έκθεσης, δύο καθιστές γυναικείες φιγούρες συνομιλούν σε ένα επιμελώς δομημένο φυσικό περιβάλλον. Η εγκατάσταση αποτελείται από πέντε τελάρα σκεπασμένα με φυλλωσιές, ενώ στο κέντρο δεσπόζουν δύο καθίσματα με μορφή γυναικών, που λειτουργούν ως σύμβολα εγκλωβισμένης έκφρασης. Η μία από τις δύο φιγούρες τολμά να διαρρήξει το πέπλο της σιωπής, ανοίγοντας το στόμα της, καθοριστική πράξη που σηματοδοτεί την απελευθέρωση της καταπιεσμένης φωνής.
Το λεκτικό και εικαστικό σχόλιο ανάμεσά τους αποτυπώνει την αντίθεση ανάμεσα στις κοινωνικές προσδοκίες και την εσωτερική υπόσταση της γυναίκας:
Θα είμαι άνετη, προετοιμασμένη να συναναστρέφομαι με ευκολία τους γύρω μου.
Είμαι δύσκολη.
Θα είμαι διαθέσιμη, ελεύθερη για χρήση όταν με χρειάζονται.
Είμαι απρόσιτη.
Θα είμαι βολική, εύκολα και γρήγορα προσβάσιμη.
Είμαι άβολη.
Θα είμαι εργονομική, σχεδιασμένη με τρόπο που να εξυπηρετεί στο μέγιστο τις ανάγκες των άλλων.
Είμαι δυσλειτουργική.
Θα είμαι υποστηρικτική, δεκανίκι για κάθε ανάγκη.
Είμαι ασταθής.
Θα είμαι σταθερή, αμετακίνητη μέχρι να με μετακινήσουν οι άλλοι.
Είμαι απρόβλεπτη.
Θα είμαι διακοσμητική, συμβιβασμένη με τη δευτερεύουσα σημασία μου.
Είμαι πρακτική.
Θα είμαι ευρύχωρη, όλοι θα χωράνε αβίαστα πάνω μου.
Είμαι στενάχωρη.
Θα είμαι διακριτική, δεν θα έχω ποτέ άποψη για όσα συμβαίνουν γύρω μου.
Είμαι περίεργη.
Θα είμαι ήσυχη, βουλώνοντας το στόμα μου με όλες τις όμορφες ουτοπίες που με ταΐζουν.
Είμαι πανικόβλητη.
Θα είμαι ακίνητη, πιστή στον ρόλο που θα μου ανατεθεί.
Είμαι αεικίνητη.
Θα είμαι κλασική, χαρακτηριστικό δείγμα του είδους μου.
Είμαι εφήμερη.
Θα είμαι υπομονετική, ανεξάντλητη πηγή στήριξης.
Είμαι ανυπόμονη.
Θα είμαι ευχάριστη, βασική προϋπόθεση της επιβίωσής μου.
Είμαι δυσάρεστη.
Θα είμαι πρωτότυπη, καμία δεν θα μου μοιάζει.
Είμαι συνηθισμένη.
Θα είμαι κατανοητή, δεν θα υπάρχει καμία αμφιβολία για τον ρόλο μου.
Είμαι ακατανόητη.
Θα είμαι γερή, σηκώνοντας όλο το βάρος αγόγγυστα.
Είμαι εύθραυστη.
Θα είμαι συναινετική, ποτέ δεν θα φέρνω αντίρρηση.
Είμαι απείθαρχη.
Θα είμαι ένα διακοσμητικό, αλλά και χρηστικό αντικείμενο…
Δεν είμαι εγώ.
Bouchefermée
Τις θέλησαν ακίνητες, προβλέψιμες, υποταγμένες. Άφωνες. Σε διατεταγμένη αρμονία με τη γυναικεία τους φύση. Άχρονες.
Την ώρα που αμφισβητείται η δυαδικότητα του φύλου, η πρόσδεση των γυναικών στις υποτιθέμενες επιταγές της φύσης τους, ομολογημένη ή ανομολόγητη, συνεχίζει να θεμελιώνει την ετερότητά τους, να συγκροτεί έμφυλες ιεραρχίες και να νομιμοποιεί έμφυλους –και όχι μόνον– αποκλεισμούς.
Το «θηλυκό» δεν είναι σαν το «αρσενικό», «είναι για άλλες δουλειές. Για να τίκτει». Και, καθώς «είναι η φύση των πραγμάτων το αρσενικό να είναι επιθετικό», «κατά συνέπεια η γυναικοκτονία έχει μια βιολογική βάση». Ειπωμένες από τα πλέον αρμόδια χείλη, κουβέντες σαν κι αυτές δεν προδίδουν απλώς τη νοσταλγική αναπόληση μιας εποχής που θεωρούσε αυτονόητο να αποδίδεται στη φύση μια αυστηρά διχοτομική πρόσληψη του φύλου. Μαρτυρούν την ανθεκτικότητα στον χρόνο πατριαρχικών αντιλήψεων για τις γυναίκες που, παρά την αναμφίβολη «αρχαϊκότητά» τους, συνεχίζουν απτόητες να ανατρέχουν στη φύση για να δικαιολογήσουν κοινωνικές προκαταλήψεις και πολιτικές αδράνειες.
Ούτως ή άλλως, οι γυναίκες έχουν από παλιά συσχετιστεί με την υποτιθέμενη ακινησία της φύσης προκειμένου οι άντρες να διεκδικήσουν με επάρκεια τη δημιουργική κινητικότητα του πολιτισμού.
Η «γυναικεία» τους «φύση», το γεγονός με άλλα λόγια ότι οι γυναίκες κατατάχθηκαν σε μια ομοιογενή φυσική κατηγορία, επέτρεψε κάποτε την απουσία τους από το κοινωνικό συμβόλαιο, υπηρέτησε τη θεσμοθέτηση της πολιτικής τους ανικανότητας και διευκόλυνε την εξαίρεσή τους από τα προνόμια μιας οικουμενικότητας που δεν δέησε να τις περιλάβει.
Τις θέλησαν χωρίς ιστορία. Βάφτισαν τον συσχετισμό δυνάμεων ιδιαιτερότητα, έμφυτη ειδίκευση, ανώτερο προορισμό. Και ανέθεσαν σε ένα αλφαβητάρι μετωνυμιών την ύφανση των προσωπείων που ανέλαβαν να καλύψουν τις πολλές και διαφορετικές γυναικείες τους ταυτότητες.
Μπορεί πράγματι να παραμένει αβέβαιη η ένταξη των γυναικών σε μια κοινωνική ομάδα απαλλαγμένη μια και καλή από τους ουσιοκρατικούς προσδιορισμούς μιας φυσικής κατηγορίας. Και μπορεί να έχει πια αποσταθεροποιηθεί η πολιτική κατηγορία γυναίκες. Οι τριγμοί, ωστόσο, αυτοί δεν αναιρούν την ύπαρξη ενός υπόγειου νήματος που διατρέχει τόπους και χρόνους, συνδέοντας στιγμές ανυπακοής στους έμφυλους κανόνες και συγκροτώντας μια γενεαλογία (και) γυναικείας αντίστασης στις επιταγές τους. Πώς θα μπορούσε η οικουμενικότητα να περιλάβει την πολλαπλότητα;
Πρόκειται για το νήμα που επιτρέπει στις ιστορικές εκδοχές της φεμινιστικής ουτοπίας να συνομιλήσουν με εκείνες που καλούνται σήμερα να τιμήσουν την προκατακλυσμιαία πατριαρχική εντολή «γυναιξί κόσμον η σιγή φέρει». «Η φωνή της γυναίκας, παράπονο, θρήνος, διαμαρτυρία, γεμίζει την ατμοσφαίρα κι ολοένα γίνεται πιο δυνατή και πιο επίμονη», διαμηνύει στις συγκαιρινές μας Αφγανές η Αύρα Θεοδωροπούλου από το μακρινό 1922. «Φτάνει σ’ εμάς ανάμεσα από τα βάθη των αιώνων κι από τα πέρατα του κόσμου. Καμιά δύναμη δεν μπορεί πια να επιβάλει σιγή στην επιτακτική αυτή κραυγή. […] Ο βουβός πόνος έγινε δύναμη, έγινε θέληση νικήτρα που την έθρεψαν αιώνες ολόκληροι, το κρυφό παράπονο κι ο θρήνος θα γίνουν γρήγορα θριαμβευτικός αλαλαγμός».
Γιατί ναι, κάτω από «τα μακρά ενδύματα της γυναικείας σκλαβίας» της Ελισάβετ Μουτζάν Μαρτινέγκου κρύβονται ακόμη κορμιά, εμπειρίες, βιώματα. Κι ανάμεσά τους, το ακάλυπτο σώμα της φοιτήτριας που περπατά με σιγουριά στο προαύλιο κάποιου ιρανικού πανεπιστημίου.
Τις θέλησαν πειθήνιες. Αποδείχτηκαν απείθαρχες.
Αγγέλικα Ψαρρά

Χ Χαμομήλι για τον χαμένο χρόνο. (198 × 57 εκ., λάδια, ακρυλικά, φύλλα χρυσού σε καμβά).
Ψ Ψευδονάρκισσος στο ψέμα. (198 × 47 εκ., λάδια, ακρυλικά, φύλλα χρυσού σε καμβά).
Ω Ωρολόγια πριν τις ωδίνες. (198 × 52 εκ., λάδια, ακρυλικά, φύλλα χρυσού σε καμβά).
Συναρπαστικά μυστηριώδεις με το στόμα κλειστό
Γυναίκες αγέρωχες και μεγαλοπρεπείς, δέσμιες του πολύπλευρου θηλυκού τους ρόλου, απεικονίζονται ως βουβές παρουσίες στην έκθεση-εγκατάσταση της Έλενας Παπαδημητρίου.
Οι σιγηλές γυναίκες της εμφανίζονται ως αυτόνομες υπάρξεις αλλά και ως μέλη χορικής ιεροτελεστίας νυμφών σε πανάρχαιες λατρείες, διατεταγμένες με ευλαβική στοίχιση η μία δίπλα στην άλλη. Όλες οι εικονιζόμενες είναι υπαρκτά πρόσωπα από το στενό περιβάλλον της δημιουργού και ο δυναμισμός του προσώπου τους, με όλα τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, έχουν επιμελώς και ρεαλιστικά αποδοθεί. Καθηλωτικές φυσιογνωμίες, στιβαρές και εκφραστικές, σε διάφορες ηλικίες (νεάνιδες, νέες, μεσήλικες, ηλικιωμένες), παρουσιάζονται σε φυσικό μέγεθος, ολόσωμες, en face και με το «στόμα κλειστό», κρυμμένο πίσω από μυρωδάτα άνθη και φυτά, εύοσμες βιολέτες, ρόδα, γιασεμιά, δεντρολίβανο, θυμάρι, χαμομήλι…
Και η καλλιτέχνις επεξηγεί στις σημειώσεις της: εικοσιτέσσερα συμβολικά άνθη για είκοσι τέσσερεις γυναίκες, όσες και τα γράμματα της αλφαβήτου «Ασιατικοί κρίνοι: για μια ασήμαντη αφορμή, Βιολέτες: της βροχερής μέρας, Γιασεμί: από την γιορτή του γάμου, Δεντρολίβανο: να διώξει τα δάκρυα, Εύχαρις: να ευχηθεί την ευτυχία, Ζέρμπερες: να ζαλίσουν την ζήλεια, Ηλιοτρόπια: της ηθικής τάξης των πραγμάτων, Θυμάρι: για να θυμάμαι, Ιβίσκος: στις ιδιοτροπίες, Καμπανούλες: που κουδουνίζουν το κενό, Λεβάντες: της λησμονιάς, Με Μαργαρίτες: θα μαδήσω τη μοναξιά, Ντάλιες: να νυστάξουν τα νιάτα, Ξυλοκερατιά: με το ξόδι, Ορχιδέα: οξύνει την ομορφιά, Παιώνια: στον παρακείμενο πόνο, Ρόδα: ράβουν τις ρωγμές του χρόνου, Σπαθίφυλλο: να σπάσει την σιωπή, Τουλίπες: να τρομάξουν την τρέλα, Υπομονή: στην υποταγή, Φρέζια: να φοβερίσει την φρίκη, Χαμομήλι: για τον χαμένο χρόνο, Ψευδονάρκισσος: στο ψέμα, Ωρολόγια: πριν τις Ωδίνες»
Αλλά πέρα από τις υπέροχες θωριές τους, οι συναρπαστικά μυστηριώδεις γυναίκες της ντάλιας, του γιασεμιού, της λεβάντας, του ιβίσκου, της ζέρμπερας, της μαργαρίτας, του δεντρολίβανου και πολλών άλλων συμβολικών φυτών δεν τολμούν να ψελλίσουν ούτε να ομολογήσουν τις ανείπωτες αλήθειες της ζωής τους. Όλες τους, εγκλωβισμένες σε χρυσό και άκοσμο περιβάλλον, δηλωτικό της απόλυτης μοναξιάς τους, κοιτούν το υπερπέραν και με το διεισδυτικό τους βλέμμα αφηγούνται ιστορίες, εμπειρίες, βιώματα και μνήμες. Το σώμα τους, απροσδιόριστο, δεν διακρίνεται κάτω από τα πολύτιμα ποδήρη, κλεψυδροειδούς σχήματος ενδύματα με τον εμβληματικό γραπτό διάκοσμο. Η εικαστικός επιλέγει να ξεπροβάλλουν με περισσή πλαστικότητα τα επαναληπτικά, αλληλένδετα και σε απόλυτη γεωμετρική αυστηρότητα βυζαντινά και ανατολίτικα μοτίβα με τις ρυθμικές σχηματικές αντιπαραθέσεις και τα αρμονικά χρώματα. Παραπέμπει έτσι και στα εργόχειρα των γυναικών, που απομονωμένες κεντούσαν στην προίκα τους κόσμους ολάκερους και ύφαιναν την ιστορία για να εκφράσουν τον εσωτερικό τους κόσμο, σαν λόγια της σιωπής.
Τα συμβολικού ρεαλισμού έργα της Παπαδημητρίου με τη δεξιοτεχνική εικονογραφική μετάβαση από το πραγματικό στο μεταφυσικό και την αποσπασματική αφηγηματική δομή συγκροτούν μια οπτική εμπειρία για τον θεατή και αναδύουν στην επιφάνεια βαθιές σκέψεις για τον κόσμο των γυναικών, τον φαινομενικά ονειρικά πλασμένο. Τη ζωγράφο, για ακόμα μια φορά, δεν την απασχολεί μόνον η άρτια καλλιτεχνική απόδοση και η θελκτική αισθητική των απεικονίσεών της, αλλά εστιάζει και στην εννοιολογική νοηματοδότηση της εικαστικής έκφρασης, υπηρετώντας τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης και αξιοποιώντας τη δυναμική αλληλεπίδρασή της με το ευρύτερο κοινό.
Σε αυτή την έκθεση επιλέγει τον συμβολικό τίτλο “la bouche fermée”, από τον μουσικό όρο, που αναφέρεται στη φωνητική τεχνική όταν οι τραγουδιστές τραγουδούν με κλειστό το στόμα, άλλωστε στην κυριολεξία σημαίνει «στόμα κλειστό» και εξηγεί «Χρησιμοποιείται όταν παράγεται ήχος χωρίς να ανοιγοκλείνει το στόμα, δημιουργώντας έναν μελωδικό ήχο που θυμίζει βουητό, με χαρακτηριστική περίπτωση το humming, το μελωδικό μουρμουρητό. Επίσης, συχνά συναντάται σε χορωδιακές συνθέσεις ή σε έργα a cappella ή σε συνθέσεις που απαιτούν ατμοσφαιρικό ή μυστηριακό αποτέλεσμα. Ο συνθέτης μπορεί να σημειώσει «bouche fermée» στη χορωδιακή μουσική για να υποδείξει και να αξιοποιήσει αυτή την τεχνική όπως στα έργα «Pie Jesu» του Fauré ή σε χορωδιακά μέρη του Debussy και του Ravel. Αυτή η τεχνική δημιουργεί έναν αιθέριο και απαλό ηχητικό χαρακτήρα, πολύ χρήσιμο σε συγκεκριμένα μουσικά περιβάλλοντα».
Αυτή η ενότητα έργων αποτελεί μια διαμαρτυρία για το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου των γυναικών σε μια εποχή αύξησης των γυναικοκτονιών και των κακοποιητικών χαρακτηρισμών εναντίον τους, παρά τη φαινομενική έμφυλη ισότητα.
Αφιερώνεται δε στις γυναίκες που έζησαν διαχρονικά στον «πολιτισμό της σιωπής» λόγω των προκαταλήψεων των πατριαρχικών κοινωνιών. Σε όλες αυτές τις γυναίκες, που τώρα και αιώνες έχουν γαλουχηθεί με την παραπλανητική «σιωπή της αρετής» του γυναικείου φύλου, την ουτοπία του «καθωσπρεπισμού», τον συμβιβασμό της εκούσιας απομόνωσης παρά τον αδυσώπητο πόνο και την πικρή γεύση της αποξένωσης και της μη συμμετοχής.
Λουΐζα Καραπιδάκη, ιστορικός τέχνης, μέλος της AICA
Last modified: 12/02/2025