Μια συζήτηση – συνέντευξη με τον Ισπανό καλλιτέχνη για την παραστατική ζωγραφική σήμερα
Γεννήθηκε στην Ισπανία και σπούδασε ζωγραφική στην Σχολή Καλών Τεχνών του Amsterdam. Τα πρώτα του έργα κινήθηκαν στην αφαίρεση, μέχρι η παραστατική ζωγραφική και το σχέδιο να αποτελέσουν τον πυρήνα της δουλειάς του όπως την γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Από την Ισπανία στην Ολλανδία, από την Νέα Υόρκη στο Παρίσι, ο Marcos Carrasquer ζωγραφίζει με αγάπη για την τέχνη αφουγκραζόμενος την εποχή μας, ανατρέχοντας στο παρελθόν και προσπαθώντας να φανταστεί το μέλλον. Όσο σιωπηλός και διακριτικός είναι ως προσωπικότητα, τόσο δυνατά εκφράζει μέσα από τα έργα του την σύγχιση που χαρακτηρίζει την τρέχουσα συγκυρία. Αν και εκ πρώτης όψεως οι πίνακες και τα σχέδια του μοιάζουν σουρεαλιστικά, αρκεί μια προσεκτικότητερη ματιά για να διακρίνουμε την επιθυμία του καλλιτέχνη να αφηγηθεί με αφορμή το σήμερα ιστορίες όλο και περισσότερο οικείες. Άλλοστε, όπως ο ίδιος πιστεύει, τα έργα πρέπει να αφυπνύουν τον θεατή, να τον ταρακουνούν και να τον βάζουν στην διαδικασία να σκεφτεί μπροστά τους. Είναι εμφανές ότι οι γεμάτοι από ετερόκλητα στοιχεία και πολυποίκιλες αφηγήσεις πίνακες του Marcos δεν προτείνουν επιφανειακές αναγνώσεις. Είναι φτιαγμένοι για «απαιτητικούς» θεατές, και κυρίως για θεατές που αγαπούν την ζωγραφική, σε πεισμα όλων εκείνων που δηλώνουν πως η παραστατική ζωγραφική έχει πεθάνει και στρέφονται – όπως παρατηρεί και ο ίδιος ο καλλιτέχνης- ολοένα και περισσότερο εναντίον της.
- Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο της τελευταίας σου ατομικής έκθεσης Time capsule (Χρονοκάψουλα). Ο χρόνος που άλλοτε κυλάει και άλλοτε μοιάζει να παγώνει στα έργα σου είναι ένα στοιχείο που συναντάμε συχνά στη δουλειά σου μέσα από την παρουσία ρολογιών (Soviet 2019, Pop, 2018, Minding my own business, 2017) ή με αναφορές στο παρελθόν (Job, 2017) και στο μέλλον (The mariage of heaven and hell, 2016).
Είναι αλήθεια πώς τα ρολόγια υπάρχουν πλέον παντού στην καθημερινότητά μας. Ο χρόνος είναι ένας «τύραννος» από τον οποίο δύσκολα μπορούμε να γλυτώσουμε. Στα έργα μου θέλω να ανατρέψω αυτή τη συνθήκη, δεν σέβομαι ποτέ το χρόνο. Ο θεατής μπορεί να ανακαλύψει ιστορικά γεγονότα που ακολουθούν την χρονολογική σειρά που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα όμως συχνά έρχεται αντιμέτωπος και με πιο ανατρεπτικές αναφορές σε αυτά όταν παρουσιάζονται ασύνδετα μεταξύ τους. Ο χρόνος μοιάζει με μια ψευδαίσθηση. Στον καμβά όλα λαμβάνουν ισότημη θέση είτε συνέβησαν πριν από 70 χρόνια είτε πριν από δύο αιώνες είτε πριν από ένα μήνα ή ακόμη και εάν πρόκειται για γεγονότα που προοικονομούμε ότι θα συμβούν μελλοντικά. Στον καμβά ο καλλιτέχνης έχει την δύναμη να καταρρίψει την ισχύ του χρόνου.
Συνδέοντας γεγονότα από διάφορες εποχές σε μια ζωγραφική σύνθεση, επιλέγω λοιπόν να προτείνω στο θεατή τη δική μου οπτική για το πέρασμα του ιστορικού χρόνου και την καταγραφή των όσων γίνονται και τον σημαδεύουν. Οι ανάμεικτες ιστορικές αναφορές έρχονται λοιπόν να αναδείξουν τη σημασία μιας διαχρονικής επισκόπησης της Ιστορίας. Είναι εύκολο να ξεχνάμε όσα έγιναν στο παρελθόν επειδή ακριβώς ανήκουν εκεί και μας χωρίζουν κάποια χρόνια από αυτά και έτσι να τα επαναλαμβάνουμε και πάλι στο μέλλον. Η ίδια η επανάληψη της Ιστορίας φέρνει στην επιφάνεια αυτή την αλήθεια λοιπόν της «αχρονικότητας» ορισμένων γεγονότων. Τα έργα μου είναι κυρίως αναχρονιστικά και πολλές φορές θα τολμούσα να πω «άχρονα». Η Ιστορία ξαναγράφεται στον καμβά με αφορμή κάποιο σύγχρονο γεγονός που με οδήγησε συνειρμικά στις εικόνες του από το παρελθόν. Κάθε έργο αποτελεί ένα σημείο συνάντησης του παρελθόντος και του σήμερα. Ναζιστές στρατιώτες έρχονται σ’ενα σύγχρονο σκηνικό να πάρουν τη μορφή καρικατούρας, όπως ακριβώς η φαντασία μου τους έπλασε.
Οι ιστορίες που επιλέγω να αφηγηθώ δεν τοποθετούνται ούτε χρονικά ούτε γεωγραφικά. Θέλω να αφορούν όποιον θεατή επιλέξει να σταθεί απεναντί τους, από όποιο μέρος του κόσμου και εάν προέρχεται και σε όποια εποχή και εάν ανήκει. Οι σκέψεις μου ωστόσο συνδέονται μεταξύ τους συνειρμικά. Το ένα στοιχείο με οδηγεί στο άλλο. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το έργο Lull που ξεκίνησα να δουλεύω έχοντας διαβάσει πριν για αρκετό διάστημα τον συγγραφέα Aharon Appelfeld. Χωρίς να πρόκειται για ένα έργο που αναφέρεται αποκλειστικά στην αντίσταση των Εβραίων κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ξεκίνησε με αφορμή όσα συναντάμε στον Appelfeld για να συναντήσουμε το σήμερα σ’ένα κήπο μέσα από ένα σκιάχτρο που η μορφή του παραπέμπει στον Trump, μια φιγούρα ενός σφαγμένου Ναζί, μια φουσκωτή πισίνα, ένα αντιμοριακό σκάφος από πλαστικά μπουκάλια, μια μηχανή χιονιού και τέλος ένα βιβλίο του ίδιου του Appelfeld ακουμπισμένο στο τραπέζι του κήπου. Όλα αυτά τα σκόρπια εκ πρώτης όψεως στοιχεία βρίσκονται στο έργο γιατί εγώ επέλεξα να βρεθούν εκεί. Πρόκειται για συνειδητές επιλογές που καλούν σε πολλαπλές και ελεύθερες αναγνώσεις τους θεατές. Τα έργα αυτά έχουν γεννηθεί σε μια εποχή σύγχισης και αβεβαιότητας, είναι λογικό να υπάρχει σε αυτά λοιπόν το στοιχείο του μπερδέματος.
- Από την Ισπανία στην Ολλανδία, από τη Νέα Υόρκη στο Παρίσι. Πώς ξεκίνησε η καλλιτεχνική σου διαδρομή;
Όπως για όλους τους ζωγράφους πιστεύω. Από ευαισθησία σε ότι συμβαίνει γύρω σου, την ομορφιά και την παραξενιά όσων μας περιβάλλουν. Ακόμη και από περιέργεια, την εσωτερική ανάγκη που σε οδηγεί να θέτεις ερωτήματα για όλα και κύριως για το τι είναι αυτό που σε αγγίζει κοιτώντας ένα τοπίο, ένα αντικείμενο ή ένα πρόσωπο περισσότερο από ένα άλλο. Η ατελειώτη όρεξη για εικόνες, η «εικονομανία» των ζωγράφων, η επιθυμία να πάρεις ένα αντικείμενο που βλέπεις μπροστά σου και να του δώσεις εσύ ένα ρόλο μέσα από την τέχνη. Από κάποια στιγμή και μετά όλα αυτά τα εξωτερικά ερεθίσματα της καθημερινότητας φιλτράρονται και ζυμώνονται μέσα μας παράγοντας νέες εικόνες. Έτσι γεννιέται η δική σου ματιά στον κόσμο. Στην αρχή πάνω στις κενές επιφάνειες των παπουτσιών, στα πεζοδρόμια της πόλης και μετά στο χαρτί. Πολύ αργότερα ήρθε και ο καμβάς. Οι γονείς μου λάτρευαν την ποίηση και την λογοτεχνία, τα αδέρφια μου ήδη αγαπούσαν τη ζωγραφική και στο σπίτι μας υπήρχαν αρκετά βιβλία τέχνης. Γύρω στην ηλικία των έντεκα, δώδεκα χρονών όταν ανακάλυψα μετά από πολλές ήττες ότι δεν θα καταφέρω να γίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, αποφάσισα ότι αυτό που θα ήθελα να γίνω τελικά στη ζωή μου ήταν ζωγράφος.
Τα ταξίδια και οι μετακινήσεις στις διάφορες πόλεις ήταν προσωπική επιλογή. Θα μπορούσα να είχα μείνει όλη μου τη ζωή στην Ολλανδία εκεί όπου σπούδασα στην Σχολή Καλών Τεχνών του Rotterdam. Επέλεξα όμως μετά τις σπουδές να επιστρέψω στη Βαρκελώνη, χωρίς αυτή η επιλογή να σχετίζεται με την καλλιτεχνική καριέρα ή την ζωγραφική. Στη Νέα Υόρκη βρέθηκα αργότερα, όταν είχα την ανάγκη να έρθω σε επαφή με νέα ερεθίσματα. Δεν το σκέφτηκα και πολύ. Υπήρξε μια καλή πρόταση για ένα διαθέσιμο εργαστήριο και εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία αυτή. Δεν πιστεύω ότι είναι απαραίτητο να ταξιδεύει κανείς για να δει όσα περισσότερα μπορεί. Στην περίπτωσή μου ήταν μια πολύ προσωπική επιλογή. Θα ήθελα να είχα συνεχίσει να ταξιδεύω. Το Μεξικό ήταν ένας σταθμός που είχα σκεφτεί, όμως ήταν δύσκολη η συγκυρία.
Το έργο Walter Benjamin (2017) αποτελεί μέρος μιας πρόσφατης σειράς στη δουλειά σου. Ο θεατής σε βλέπει ως οδηγό ενός αμαξιού, που μόλις συνειδητοποιεί ότι τραυμάτισε ένα ελάφι. Το νεκρό αιμόφυρτο ζώο στη μέση του δρόμου τραβάει το βλέμμα του οδηγού – Marcos και του θεατή μέσα από τον καθρέφτη του αυτοκινήτου. Σε αυτό το έργο, η ιστορικός Clementine Mercier, υπογραμμίζει το ενδιαφέρον της επιλογής σου να εστιάσεις στο ρόλο του ζωγράφου – καλλιτέχνη ως «καταδικασμένο» να κοιτάει συνεχώς πίσω στα «ατυχήματα» του πρόσφατου ή μακρινού παρελθόντος, για να συνθέσει τις δικές του ιστορίες χρησιμοποιώντας τα απομεινάρια τους. Πώς θα περιέγραφες εσύ τον ρόλο του καλλιτέχνη σήμερα; Αυτό το έργο προέκυψε όταν συνειδητοποίησα ότι όλα, απολύτως όλα είναι δυνατόν τελικά να ζωγραφιστούν. Με πεποίθηση και ετερόδοξο πνεύμα. Δεν ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για τον ρόλο του καλλιτέχνη, γιατί όταν έφτασα στη Γαλλία, είδα την έκπληξη με την οποία αντιμετώπιζεται κάποιος όταν δηλώνει επαγγελματικά ζωγράφος, πολλές φορές ακόμη αντιμετωπίζεται και ως ένας περιθωριακός. Αυτό το εισπράττει κανείς δυστυχώς και από μερικούς ανθρώπους του ίδιου του καλλιτεχνικού χώρου. Τότε ήμουν απομονωμένος και αφελής, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπήρχε ένα μέρος του χώρου που στεκόταν ενάντια στη ζωγραφική. Σίγουρα κανείς μπορεί να εναντιώνεται σε ότι θέλει, ακόμη και στις τηγανιτές πατάτες, που εγώ τις λατρεύω και δεν μπορώ να καταλάβω γιατί δεν αρέσουν σε άλλους. Δεν βλέπω γιατί θα πρέπει να έχω έναν κοινό ρόλο με όσους είναι καλλιτέχνες όμως απεχθάνονται τη ζωγραφική. Ο καλλιτέχνης ως υποκείμενο είχε μια συγκεκριμένη και βασική θέση σε άλλες εποχές. Τότε μάλιστα αποτελούσε και μέρος του πολιτικού και θρησκευτικού συστήματος. Συνδέθηκε με ανθρώπους της εξουσίας που δεν ενδιαφερόντουσαν καθόλου για την τέχνη καθ’εαυτή αλλά μόνο για την προσωπική τους εικόνα, το είδωλο τους προβεβλημένο στην επιφάνεια του εκάστοτε έργου. Αυτό συμβαίνει ακόμη και σήμερα. Η πολιτική ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό επειδή υπάρχει το υπουργείο πολιτισμού, δεν ενδιαφέρεται όμως για την ίδια την τέχνη.
- Το Walter Benjamin (αρχική εικόνα του άρθρου) δεν είναι παρά ένα ενδεικτικό παράδειγμα που ο θεατής σε συναντάει στο έργο. Τα έργα pop (2018) Mala noche (2018) αποκαλύπτουν επίσης το ενδιαφέρον σου να εντάσσεις τον εαυτό σου ως πρωταγωνιστή των ιστοριών που αφηγείσαι.
Ζωγραφίζω συχνά τον εαυτό μου και τον εντάσσω στις συνθέσεις που δημιουργώ. Δεν νομίζω ότι συνδέεται με κάποια ψυχολογική ανάγκη να εκφράσω κάτι συγκεκριμένο που αφορά τον εαυτό μου ούτε πρόκειται για αναπαραστάσεις στις οποίες παρουσιάζομαι ως «ήρωας». Τον τελευταίο καιρό μάλιστα προτιμώ περισσότερο να ζωγραφίζω ανθρώπους του περιβάλλοντός μου.
- Στις ιστορίες που αφηγείσαι μέσα από τη ζωγραφική, αποδίδεις φόρο τιμής σε «αντι-ήρωες» – γεμάτους από μειονεκτήματα – που γίνονται οι πρωταγωνιστές των έργων σου. Ο θεατής βρίσκεται μπροστά στις ασήμαντες προσπάθειές τους να μασήσουν μια τσίχλα, να μετρήσουν τα χρήματά τους, να κάνουν μπάνιο, να ξυρίζονται ή να βάφουν τα νύχια τους ή να αλλάζουν μια λάμπα. Πρωταγωνιστές που μας θυμίζουν αναμφίβολα αυτούς του θεάτρου του παραλόγου του 1950-1960. Τι σε ώθησε να απεικονίσεις μια βασανισμένη και τυραννική εκδοχή της ανθρωπότητας;
Δεν θεωρώ ότι πρόκειται για τόσο βασανισμένες φιγούρες. Αποφεύγω να δείξω άμεσα τη βία που δέχονται. Η ζωγραφική για εμένα πρέπει να φιλτράρει την πραγματικότητα και να δίνει τη δική της εικόνα, διαφορετικά λειτουργεί όπως και η φωτογραφία. Στα έργα μου υπάρχουν και θετικά στοιχεία, βλέπουμε συχνά τους πρωταγωνιστές να διεκδικούν, να αντιστέκονται. Υπάρχουν οι ιδέες της χειραφέτησης και της ελπίδας. Όσοι εστιάζουν μόνο στην άσχημη εκδοχή της πραγματικότητας, είναι αυτοί που δεν θέλουν να δουν τα θετικά στοιχεία γιατί τους φοβίζουν πιθανόν πολύ περισσότερο από ότι τα αρνητικά που έχουμε συνηθίσει να εντοπίζουμε πρώτα.
- Μέσα από αυτές τις οπτικές διηγήσεις εκφράζεται η ματαιοδοξία της εποχής μας. Στα έργα Soviet (2018), Mala noche (2018), Minding my own business (2017) το χρήμα απεικονίζεται σαν ερείπιο.
Ακριβώς, τα νομίσματα και τα χαρτονομίσματα εξαφανίζονται. Το χρήμα είχε πάντα καθοριστικό ρόλο στην κοινωνία και πάντα ήταν παρόν στα έργα τέχνης, εάν σκεφτούμε τους πίνακες του Reymerswaele ή του Andy Warhol. Ο καλλιτέχνης – τραπεζίτης έχει την δυνατότητα να παράγει εικονικά όσο χρήμα θέλει.
- Η χιουμοριστική και σαρκαστική ματιά στην καθημερινότητα επαναλαμβάνεται στη δουλειά σου. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει ακόμη και για ειρωνεία, λαμβάνοντας ως παράδειγμα το έργο Changer l’ampoule (2018), όπου παρουσιάζεται μια γυναίκα που παρά τη βοήθεια -περισσότερο ή λιγότερο – καλοπροαίρετων τύπων προσπαθεί να τα βγάλει πέρα μόνη της. Η βιβλιοθήκη στο κάτω μέρος της σύνθεσης, είναι ωστόσο γεμάτη από εγχειρίδια για coaching (πώς να γίνεις πλούσιος, πώς να αποκτήσεις περισσότερους φίλους κλπ). Φαίνεται σαν ένα σχόλιο για τον ατομικισμό ή ακόμα και τον οπορτουνισμό που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες.
Ή πολύ απλά την βλακεία που δυστυχώς και διδάσκεται και μαθαίνεται. Ίσως αυτό της δίνει και κάποιο ενδιαφέρον. Συνδέουμε συχνά την βλακεία με την αγένεια και την κακία. Τι θα μπορούσε να ήταν έξυπνο και κακό; Αυτό είναι το ακραίο παράδειγμα, αλλά το συναντάμε κάθε μέρα, σε μικρή κλίμακα: το οργανωμένο ψέμα, τον κυνισμό και τον ναρκισσισμό ως αξίες επιτυχίας. Αλλά είμαι ζωγράφος και αν έχω κάτι να πω σχετικά με αυτό το είδος θεμάτων προτιμώ να το κάνω μέσα από τη ζωγραφική ή το σχέδιο
- Εκτός από την επιθυμία σχολιασμού του σημερινού τρόπου ζωής και της ιδιαιτερότητας των ανθρώπινων στάσεων, παρατηρούμε μια επιμονή στο να θυμάσαι τις θηριωδίες που στηγμάτισαν την Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ενδεικτικό παράδειγμα το έργο Job (2017).
Το έργο Job δεν αποτελεί ωστόσο την μοναδική περίπτωση. Η σχέση μου με την Ιστορία ξεκίνησε διαβάζοντας βιβλία για τις βιαιότητες των Ναζί ενάντια στους Εβραίους. Η οικογένεια μου βίωσε τον Ισπανικό Εμφύλιο κατά τον οποίο ο πατέρας και ο θείος μου εξορίστηκαν και φυλακίστηκαν. Ο θάνατος ενός άλλου θείου μου στο μέτωπο εναντίον του γερμανικού στρατού αποτελεί ακόμη ένα γεγονός που με οδήγησε να εντάξω αυτές τις θεματικές στη δουλειά μου. Η μνήμη των γεγονότων ανήκει σε όλους. Ο Delacroix ζωγράφισε την Σφαγή της Χίου χωρίς να είναι Έλληνας. Ο Abel Meeropol, εβραίος μουσικός, έγραψε το Strange fruit ένα τραγούδι που καταγγέλει τα λυντσαρίσματα των μαύρων στις Ηνωμένες Πολιτείες και που τραγούδισε ο Billie Holiday, χωρίς να είναι ο ίδιος μαύρος. Η Ιστορία ανήκει σ’όλους και σε κανέναν. Στη δουλειά μου, ο ιστορικός χρόνος μπλέκεται με το σήμερα. Σπάνια κανείς μπορεί να ξεχωρίσει ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός στο οποίο αναφέρεται κάποιο από τα έργα μου. Μ’ενδιαφέρει να δείξω πως τα γεγονότα του παρελθόντος πολλές φορές δεν απέχουν από αυτά του σήμερα. Οι σκηνές βίας που συναντάμε στο έργο Job μπορεί να θυμίζουν στον θεατή αυτές των επιθέσεων των Ναζί, ωστόσο αποτελούν εικόνες που δυστυχώς συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμη και σήμερα σε εμπόλεμες καταστάσεις.
- Η αντιπαράθεση στοιχείων στους καμβάδες και τα σχέδια, η δημιουργία κεντρικών και δευτερογενών ιστοριών που δημιουργούν μετα-αφηγήσεις στη μέση της κεντρικής οπτικής αφήγησης, δείχνει ότι θέλεις να αφήσεις τον θεατή ελεύθερο στην ερμηνεία των έργων. Αναδεικνύει επίσης έναν καλλιτέχνη «απαιτητικό» απέναντι στον θεατή που χρειάζεται να αφιερώσει χρόνο στην ανακάλυψη του έργου.
Αυτή η στάση απέναντι στον θεατή συνδέεται με τον τρόπο που δουλεύω τα έργα. Δεν έχω μπει ποτέ στην διαδικασία να προετοιμάσω προσχέδια. Κάθε στοιχείο ενός πίνακα ή σχεδίου προκύπτει κατά τη διάρκεια που αρχίζω να δουλεύω πάνω στην ζωγραφική επιφάνεια. Όσα λοιπόν στοιχεία παραμείνουν μέχρι το τέλος, σημαίνει ότι βρίσκονται εκεί και αποτελούν μέρος της σύνθεσης γιατί εξυπηρετούν το ίδιο το έργο και την ιδέα που το γέννησε. Ο πρώτος λοιπόν που καλείται να ερμηνεύσει τις εικόνες που παράγω είμαι εγώ ο ίδιος, ως πρώτος θεατής. Με διασκεδάζει όταν υπάρχουν στοιχεία που μόνο εγώ μπορώ να εντοπίσω ή άλλα που θα εντοπίσει ο θεατής και δεν έπεσαν ποτέ στην δική μου αντίληψη. Προτείνω ένα «βλέμμα», και περιμένω στη συνέχεια τα βλέμματα των άλλων. Εάν το έργο ως μια συνολίκη εικόνα καταφέρει και τραβήξει την προσοχή του θεατή, τότε αυτός θα πλησιάσει και θα αρχίζει να ενδιαφέρεται και για όσα κρύβονται μέσα σε αυτή την εικόνα.
Κατά τη διάρκεια των εκθέσεων έχω την ευκαιρία να ακούω συχνά ενδιαφέρουσες ερμηνείες από τους επισκέπτες, πολλές φορές μάλιστα ξαφνιάζομαι με όσα μπορεί να τους μεταδώσει ένα έργο. Ασφαλώς, τυχαίνει πολλές φορές όταν βρίσκομαι στον εκθεσιακό χώρο, να ζητάνε να «ερμηνεύσουμε» μαζί το έργο.Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που δεν θα αφιερώσουν καθόλου χρόνο, θα σταθούν μπροστά και θα απορήσουν «Και γιατί λοιπόν ζωγράφισε μια φιγούρα να ξυρίζεται;», ούτε εγώ ξέρω γιατί το κάνει, αλλά ξέρω ότι για να υπάρχει μέσα στη ζωγραφική μου σύνθεση έπρεπε να το κάνει.
Περισσότερες πληροφορίες για τον Marcos Carrasquer: www.marcoscarrasquer.com
Last modified: 05/10/2023