Γράφει
ο Δημήτρης Σαραφιανός
Kάποτε ο Τόμας Χομπς είχε δώσει μια απλή απάντηση στο καρτεσιανό δίλλημα «πώς ξέρω ότι αυτή τη στιγμή κάθομαι σε μια καρέκλα και δεν ονειρεύομαι ότι κάθομαι σε μια καρέκλα»: όταν ξυπνάμε αναγνωρίζουμε τον παραλογισμό των ονείρων μας. Μια επίσκεψη στην έκθεση Dream On στο παλιό Καπνεργοστάσιο της οδού Λένορμαν αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι ο σύγχρονος κόσμος έχει βαλθεί να καταρρίψει το επιχείρημα του Χομπς. Όπως το Dada ανέδειξε τον παραλογισμό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, όπως το θέατρο του παραλόγου ανέδειξε τον παραλογισμό του σύγχρονου καπιταλισμού, του φασισμού, του κινδύνου του πυρηνικού ολοκαυτώματος, έτσι και η έκθεση αυτή καταβυθίζεται στο χώρο των σύγχρονων επιθυμιών και αναγκών για να μας αφήσει έκθαμβους με τον παραλογισμό της ζωής μας που διακυβεύει ακόμα και την καταστροφή του πλανήτη.
Δεν είναι οι ανάγκες μας που διαμορφώνουν τις επιθυμίες μας. Οι επιθυμίες μας διαμορφώνουν τις ανάγκες μας. Η ίδια η έκταση των λεγόμενων απαραίτητων αναγκών, όπως και ο τρόπος ικανοποίησής τους αποτελεί ένα ιστορικό προϊόν. Η αξία της εργατικής δύναμης που μπορεί να είναι στην Κίνα ένα κουπάκι ρύζι, στην Αμερική μπορεί να εμπεριέχει την αξία ενός αυτοκινήτου, μιας έγχρωμης τηλεόρασης. Ανάγκη και επιθυμία προσδιορίζονται από τις παραγωγικές σχέσεις και η αναγκαία για την ευστάθεια του συστήματος διαρκής παραγωγή νέων προϊόντων και η κυριαρχία καταναλωτικών προτύπων που διευκολύνουν τη ζήτηση έχουν οδηγήσει στη γιγάντωση των επιθυμιών.
Η έκθεση είναι γεμάτη εκθέματα που συμβολίζουν αυτή την παραισθητική, καταστροφική λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού με χαρακτηριστικότερα το Palms του John Bock, όπου ένα κατ΄ εξοχήν σύμβολο της σύγχρονης επιθυμίας, ένα vintage αμερικανικό αυτοκίνητο γεννά ένα μεταλλαγμένο καλαμάρι, το συμπόσιο της Wangechi Mutu (Exhuming Gluttony: A Lover’s Requiem) που αποτελείται από αιμάτινα αποτυπώματα κρασιού και δέρματα ζωών, σφαγιασμένων στο βωμό της κατεστραμμένης βιοποικιλότητας, αλλά και από τις αποικιοκρατικές σφαίρες στους τοίχους, ο μεταλλαγμένος κήπος του Paul McCarthy (Tomato Head (Burgundy) που βρίθει διογκωμένων από ορμόνες και γενετικές μεταλλάξεις λαχανικών, εργαλείων και ανθρώπων, ο τοίχος του πολυτελούς μεγαλοαστικού σαλονιού, στο οποίο έχουν αποκρυσταλλωθεί τα ίχνη της ρατσιστικής καταπίεσης και εκμετάλλευσης των αφροαμερικανών (David Hammons, Untitled (from Flight Fantasy), το κόκκινο βελούδινο χαλί της Μάρως Μιχαλακάκου, πάνω στο οποίο έχουν αποτυπωθεί οι νυχιές ενός απελπισμένου (και εξαφανισμένου;) αρπακτικού, τα υφασμάτινα παιχνίδια της Μαρίας Λουιζίδου (Trauma/War loot) που γίνονται ένας σωρός από λάφυρα πολέμου, η βροχή της Annete Messager (Dependance/Independence) που κάθε άλλο παρά αναζωογονεί το δάσος, αφού αποτελείται από βαλσαμωμένα ζώα, βαλσαμωμένα σπλάχνα, βαλσαμωμένες φωτογραφίες. Με την απέραντη ευαισθησία που αντιμετωπίζει το θέμα της η Messager αφήνουμε και μεις την καρδιά μας στο μέσο του δάσους, αλλά είναι μια καρδιά που έχει βαρύνει.
Την οικολογικά διαταραγμένη πολυπλοκότητα του σύγχρονου χαόκοσμου αποτυπώνει, για άλλη μια φορά, ο Matthew Ritchie (We Are Folded). Ας μην ξεχνάμε πάντως ότι συνολικά, το έργο του Richie εμπεριέχει ένα αποδομητικό στοιχείο: υπάρχει διέξοδος από κάθε pattern, όσο πολύπλοκο και αν είναι.
Και αυτή η διέξοδος είναι επιτακτική, καθώς, διαφορετικά, η υπέροχη και πολύπλοκη ομορφιά του κόσμου μας, όπως αποτυπώνεται στις φωτογραφίες των Peter Fischli & David Weiss (Visible World, οι οποίες παραπέμπουν όμως και στη βαριά τουριστική βιομηχανία των αεροπορικών μετακινήσεων, που πολλαπλασιάζει τα αέρια του θερμοκηπίου) θα περιοριστεί στην ψυχρή αιμάσσουσα ομορφιά του ήλιου μετά την ολική καταστροφή (Paul Pfeiffer, Morning After the Deluge) ή ακόμα χειρότερα στη δυστοπία των αραχνοειδών πτωμάτων της Άννας Μαρίας Σαμαρά, που «έχουν μαζέψει όλο το θάνατο με τον οποίο τραφήκαμε εμείς οι ζωντανοί, έχουν μυρίσει τη σήψη που ντραπήκαμε να νιώσουμε».
Στον διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ των διαφόρων χωρών που έχουν αποδεχθεί πλήρως το νεοφιλελεύθερο καταμερισμό εργασίας και την ανεξέλεγκτη παραγωγή νέων αναγκών και επιθυμιών, δίκαια οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες διαμαρτύρονται ότι, χωρίς αντισταθμιστικά μέτρα, η επιβολή μέτρων περιορισμού των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου εμποδίζουν την ανάπτυξή τους προς όφελος των αναπτυγμένων χωρών. Αναπτυγμένων χωρών που όχι μόνο μπορούν να αντέξουν ή/και να εκμεταλλευθούν αυτούς τους περιορισμούς, αλλά και που εφευρίσκουν ακόμα πιο επικίνδυνες τεχνικές εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος (όπως το fracking σχιστολίθων για την παραγωγή LNG), τις οποίες και επιβάλλουν στα πλαίσια γεωπολιτικών ανταγωνιστικών παιγνίων μέσω πιέσεων, κυρώσεων και εμπάργκο. Αυτό που μένει για τον αναπτυσσόμενο κόσμο και για τα πιο περιθωριοποιημένα κοινωνικά του στρώματα είναι η “δημιουργικότητα” των παραγκουπόλεων, όπου η “ανακύκλωση” των υλικών δεν είναι επιλογή, αλλά η υπαρκτή καθημερινότητα της εξαθλίωσης (Abraham Cruzvillegas, Autoconstrucción: Fragments). Πόσο πιο παράλογο μπορεί να γίνει το όνειρο της πραγματικότητας;
Το όνειρο της διαρκούς παράτασης της ζωής και κυρίως της απάλειψης του πόνου, συμβολίζεται με το ψυχρό περιβάλλον του νοσοκομείου του Damien Hirst (Greetings from the Gutter/Avoiding the Inevitable). Στο σύμπαν του Hirst οι πολύχρωμες καραμελωτές απεικονίσεις φαρμάκων και νοσοκομειακών εξαρτημάτων (εδώ φιαλών οξυγόνου) συνδέουν άμεσα την pop απάλειψη του πόνου με τo μούδιασμα της συνείδησης. Έτσι, η υπέρβαση του θανάτου δεν γίνεται ένα δημιουργικό πανηγύρι μαγικού ρεαλισμού, όπως η μεξικάνικη μέρα των νεκρών, αλλά ένας γραφειοκρατικά οργανωμένος κλινικός καταναλωτισμός, που υπογραμμίζει και ενισχύει τον φόβο και όπου μένει κανείς άνετα μουδιασμένος και καλωδιωμένος, ενώ το όνειρο μιας βιωμένης ζωής φεύγει μέσα από τα χέρια του.
Ο φαύλος κύκλος παραγωγής επιθυμιών και αναγκών δεν οδηγεί στην ικανοποίηση, αλλά στην διαρκή αίσθηση του ανικανοποίητου. Η καταπιεσμένη συνείδηση ότι μπορεί να υπάρχει άλλο μέλλον, άλλος δρόμος, υψώνεται ως κύμα διαφώτισης (Αλέξανδρος Ψυχούλης, Το Δωμάτιο-αν και σίγουρα το συγκεκριμένο έργο ήθελε μεγαλύτερο ύψος). Γιατί το κύμα και δη το μεγάλο παλιρροϊκό κύμα υψώνει μπροστά μας αυτό που αισθανόμαστε ότι κρύβεται στα βάθη της θάλασσας, δηλαδή στο υποσυνείδητο: η σύγχρονη καταπιεσμένη επιθυμία δεν είναι η ανεξέλεγκτη ικανοποίηση επιθυμιών που μας αφήνει εντέλει ανικανοποίητους, αλλά η ίδια η αίσθηση της ικανοποίησης και της πληρότητας. Γι αυτό το μεγάλο κύμα του Χοκουσάι ισορροπεί εικονογραφικά με το ιερό βουνό Φούτζι. Δεν πρέπει να τρέξουμε πανικόβλητοι μακριά από το κύμα, αλλά να το καλωσορίσουμε για να αναγεννηθούμε μέσα από αυτό σαν τον Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν στην ταινία “Το τελευταίο κύμα” του Πίτερ Γουίρ. Και ναι, είναι επείγουσα αυτή η συνειδητοποίηση και γιατί επιτακτικά μας τη ζητά το εσωτερικό μας παιδί και για χάρη των μελλοντικών γενιών.
Δεν πρόκειται βέβαια για μια ήσυχη συνειδητοποίηση. Είναι μια πάλη μέσω του κύματος για μια νέα βίωση της πραγματικότητας. Είναι μια ζωσμένη από εκρηκτικά αναγνώριση του συμβάντος, όπως χαρακτηριστικά αποτυπώνεται στο καταπληκτικό cavemanman του Thomas Hirschorn, που καταγράφει πλήρως τον αποκοιμισμένο συλλογικό μας εγκέφαλο. Τα σκουπίδια των ικανοποιημένων επιθυμιών μας που συμβολίζονται με τα καταναλωμένα κουτάκια αναψυκτικών, τα χιλιάδες ανικανοποίητα όνειρα της κοινωνικής ανέλιξης και καταξίωσης στο star system είναι περιελιγμένα με πυροκροτητές που συνδέονται με την εκρηκτική ύλη των βιβλίων κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας. Η καταστροφή της ανεξέλεγκτης επιθυμίας μέσα από τη συνειδητή “τρομοκρατική” δράση μάς βοηθά να ξυπνήσουμε.
Και πρέπει να ξυπνήσουμε για να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε και να ξεδιπλώσουμε τις δημιουργικές μας ικανότητες, να μετατρέψουμε συνεργατικά τις πιο απλές και αναγκαίες βιολογικές μας λειτουργίες σε γλυπτά λουλούδια από πάγο (Helen Chadwick, “Piss Flowers”), ίσως και να κατασκευάσουμε κάποτε μια μερσεντές από πευκοβελόνες (όχι απλά να την καλύψουμε-Μάρθα Δημητροπούλου, MERCEDES S500), ακόμα και να μπορέσουμε να συνομιλήσουμε στη μελωδική γλώσσα των πουλιών, αντί να αφήνουμε να χάνονται γλωσσικές κατακτήσεις της παράδοσης, όπως η σφυρικτή γλώσσα του Κάβο Ντόρο (Κώστας Ιωαννίδης-αν και αυτό που μας διηγείται σήμερα η γλώσσα αυτή δεν είναι άλλο από τον ακατάπαυστο ναρκισσισμό μας)
Στο κάτω κάτω, τι έχουμε περισσότερο ανάγκη; Μια πιστωτική κάρτα ή ένα σχέδιο; Nα καταναλώσουμε ή να δημιουργήσουμε; Αυτό το δίλημμα βάζει μπροστά μας η “Credit Card Destroying Machine” του Michael Landy.
Συνεπώς, όχι μόνο δεν μας δημιουργεί μια αίσθηση πληρότητας η έκθεση (όπως διατείνεται ο κατάλογος, που συνειδητά αντανακλά μια feelgood αίσθηση “anything goes”, όλα τα όνειρα αποδεκτά, συγκαλύπτοντας τα ζητήματα που πραγματεύονται τα έργα), αλλά αντίθετα μας ωθεί σε επικίνδυνες συνειδητοποιήσεις για τις ελλείψεις μας και καθιστά επιτακτική την ενεργοποίησή μας για να μπορέσουμε κάποτε να διεκδικήσουμε να νιώσουμε πλήρεις. Και αυτή είναι μια αίσθηση που παράγει πολύ μεγαλύτερο δέος, που δίνει μια πολύ δυνατότερη γροθιά στο στομάχι, από το καθεαυτό μέγεθος των έργων.
Δημήτρης Σαραφιανός
Λόφος art project
Το Λόφος art project είναι μια νεα πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην ανάδειξη των έργων του Πάνου Σαραφιανού και της Μαίρης Χατζηνικολή, καθώς και στην δημιουργία ενός χώρου εκθέσεων και εκδηλώσεων, όπου θα συναντιέται η τέχνη με τη ζωή
Last modified: 03/12/2022