Άρτεμις Ποταμιάνου: Χρησιμοποιώ τους μηχανισμούς πίσω από την τέχνη σαν συνάρτηση της κοινωνίας  

Ήρα Παπαποστόλου
Κριτικός και Ιστορικός τέχνης

Ο χώρος και οι άνθρωποι στον χώρο της τέχνης αποτελούν μια μικρογραφία της κοινωνίας

 «Χρησιμοποιώντας τον διττό μου ρόλο, ως εικαστικού και επιμελήτριας εκθέσεων, επιχειρώ να αποτυπώσω αλλά και να εργαστώ πάνω στις διαφορετικές παραμέτρους που καθορίζουν, και διαμορφώνουν το τι ορίζει την τέχνη του σήμερα». Μια συζήτηση με την Άρτεμη Ποταμιάνου, με αφορμή την έκθεση της «art stories».

 

  • Εκθέτεις αυτήν την περίοδο στη γκαλερί Παπατζίκου την νέα σου δουλειά «art stories» που ουσιαστικά αποτελεί μέρος της προβληματικής που έθεσαν οι προηγούμενες ατομικές σου εκθέσεις «Strangeland», «White Cube», «Tate Reloaded» και «Καταγωγή της Τέχνης». Με ποια αφορμή γεννήθηκε αυτή η θεματική ενότητα; 

Τα τελευταία 17 χρόνια το έργο μου ερευνά τους μηχανισμούς και τους τρόπους παρουσίασης του καλλιτεχνικού αντικειμένου. Πάντα πίστευα ότι η τέχνη πρέπει να πραγματεύεται μια προσωπική εμπειρία. Δεν μπορείς να ερευνήσεις, να παθιαστείς και να δουλέψεις πάνω σε κάτι που σου είναι άγνωστο και δεν σε αφορά άμεσα. Ο διττός μου ρόλος ως εικαστικού και επιμελήτριας εκθέσεων δικαιολογεί αυτή την εμμονή μου να ασχοληθώ με το πώς και τι ορίζει την τέχνη του σήμερα.
Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα το κέλυφος- εκθεσιακοί χώροι που φιλοξενούν το καλλιτεχνικό αντικείμενο, οι συνθήκες και οι ρόλοι που καλούνται να «παίξουν» όσοι παίρνουν μέρος σε αυτή την αλυσίδα. Συχνά χρησιμοποιώ το τρίπτυχο Χώρος – Καλλιτέχνης – καλλιτεχνικό αντικείμενο. Σε έργα μου όπως το White cube, Art City, ΤΑΤΕ θέτονται ερωτήματα για τον τρόπο παρουσίασης του καλλιτεχνικού αντικειμένου, την επιρροή των μουσειακών χώρων σε αυτό, καθώς και τα κριτήρια που καθορίζουν την καλλιτεχνική υπόσταση του. Μέσα από αυτές τις σειρές έργων διαμορφώνεται ένα καυστικό σχόλιο στη παντοδυναμία των σύγχρονων «ναών» της τέχνης. Στη σειρά White cube, φωτογραφίες άδειων από έργα και ανθρώπους μουσειακών χώρων μετατρέπονται σε αντικείμενα design (light boxes) ενώ στο Art City παρουσιάζεται μια μακέτα μιας πόλης δομημένη μόνο από μουσεία σύγχρονης τέχνης. Στην εγκατάσταση ΤΑΤΕ ο σχεδόν φοβιστικός χώρος του Turbine hall μετατρέπεται σε μακέτα στα μέτρα του ανθρώπου. Τα τελευταία χρόνια το κέλυφος των μουσείων αντί να χρησιμεύει για την ανάδειξη των έργων τέχνης έχει μετατραπεί σε «γλυπτική»  την αρχιτεκτονική των κτιρίων τους ανάγοντας τον εκθεσιακό χώρο σε έκθεμα – έργο τέχνης, δρώντας εντέλει ανταγωνιστικά με τα πραγματικά έργα τέχνης που εκτίθενται σε αυτούς.
Σε άλλες σειρές έργων μου, όπως το Let’s talk about art, τα βίντεο Art Seen – Art Scene I, Vitae Parallelae εξετάζετε ο ρόλος του καλλιτέχνη, η πραγματική και η ωραιοποιημένη εικόνα τους και το πόσο εξωπραγματικά παρουσιάζονται στο κοινό μέσα από χολιγουντιανές ταινίες και φωτογραφίες στον τύπο, ο τρόπος και ο λόγος που δημιουργείται το καλλιτεχνικό αντικείμενο και τέλος τα μέσα με τα οποία οι ίδιοι οι καλλιτέχνες επιλέγουν να προβάλουν τον μύθο τους.
Σε έργα όπως το Art Seen και το Art for all, διερευνάτε ο ρόλος του θεατή στη θέαση και τον ορισμό του καλλιτεχνικού αντικείμενου. Είτε μέσω της καταγραφής της διαδρομής ενός μέσω θεατή σε μια έκθεση (Art Seen), είτε μέσω του να πάρει θέση για τον ρόλο του ως προς το καλλιτεχνικό αντικείμενο (Art for all). Θα το κρατήσει αναρωτώμενος τον ρόλο του στη δημιουργία ενός έργου τέχνης ή θα το πετάξει μετά την ανάγνωση του εντύπου;
Αυτές οι σειρές έργων οδήγησαν στη σειρά Re-view που αποτελούν τα έργα της έκθεσης «Art Stories» αλλά και σε όλες τις μετέπειτα σειρές. Το τρίπτυχο Χώρος-Καλλιτέχνης- καλλιτεχνικό αντικείμενο συνεχίζει να αποτελεί έναν από τους βασικούς άξονες της δουλειάς μου ως και σήμερα…

  • Μίλησέ μας λίγο για την τεχνική σου. Πως δημιουργείται αυτό το κολλάζ από επεξεργασμένες στον υπολογιστή φωτογραφίες;

Αρχικά διαλέγω την φωτογραφία ενός αρχιτεκτονήματος που σημαίνει κάτι για εμένα αλλά και είναι μέρος της ιστορίας της Αρχιτεκτονικής. Η αρχιτεκτονική έχει ιδιαίτερη σημασία στην εικαστική μου πρακτική. Μετά αρχίζω ένα ψηφιακό παιχνίδι όπου προσπαθώ να παντρέψω μικρές ιδιωτικές αλλά και συλλογικές ιστορίες που πολλές φορές κρύβουν ίχνη χιούμορ και  παραδοξότητας.
Τα αρχιτεκτονήματα παρέχουν τον «καμβά» πάνω στον οποίο οι αποσπασμένες από γνωστά έργα τέχνης φιγούρες διεκδικούν μια ύπαρξη διαφορετική από αυτή που ο αρχικός δημιουργός τους και ο θεατής έχουν καταχωρήσει ως δεδομένη.
Αποτελούν για μένα μια εικαστική γλώσσα που χρησιμοποιεί τους συνειρμούς, την συλλογική συνείδηση, την έκπληξη του θεατή που αρχικά ξαφνιάζεται βλέποντας την χορεύτρια του Ντεγκά δίπλα στον Ντυσάμπ.
Η σύνθεση των εικόνων, αποκομμένων από των περιβάλλον τους και η σχεδόν βίαιη, καταναγκαστική συνύπαρξη τους δεν έχει ως τελικό σκοπό την αποδόμηση.
Τα έργα του «Art Stories» αποδομούν και στη συνέχεια συνθέτουν ένα κόσμο ουτοπικό, ένα τόπο όπου όλα είναι δυνατά και οι κανόνες της τέχνης είναι ακόμα υπό διαπραγμάτευση.
Στη συνέχεια τα ψηφιακά έργα αποτυπώνονται ψηφιακά σε πλεξιγλας ή μέταλλο δίνοντας μια ιδιαίτερη λάμψη στα χρώματα. Σχεδόν ψεύτικη.
Βάζοντας τον θεατή σε μια διαδικασία ανεύρεσης των χαμένων έργων,  καλείται να ανασυνθέσει ένα κόσμο παράξενο και συνάμα οικείο, στοιχεία που ο Sigmund Freud χαρακτήρισε ως “uncanny”.

Στα έργα σου βλέπουμε μουσειακούς χώρους και πολλές αναγνωρίσιμες φιγούρες από γνωστούς πίνακες ζωγραφικής. Έχουμε γνωρίσει την επανεγγραφή αριστουργημάτων του παρελθόντος στη σύγχρονη τέχνη μέσα από έργα των Ισπανών καλλιτεχνών της Equipo Cronica της δεκαετίας του ’70, από το ιταλικό κίνημα Pittura Colta της δεκαετίας του ΄80 και από πολλούς καλλιτέχνες όπως ο Erro στην Ισλανδία και ο Δήμος Σκουλάκης στην Ελλάδα. Ποια η δική σου διαφοροποίηση; Πρόκειται για μια ανάγκη απεξάρτησης από τους μύθους του παρελθόντος;

Η εικαστική γλώσσα – όπως η μουσική – αποτελεί μια γλώσσα – κώδικα. Ο θεατής βλέποντας ένα γνωστό έργο τέχνης, αυτόματα ανασύρει ένα σύνολο συνειρμών -συλλογικών και μη – σε σχέση με  ιστορικά γεγονότα, πολιτικούς συσχετισμούς ή προσωπικές εμπειρίες και βιώματα που το συνοδεύουν.
Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να δούμε τα ηλιοτρόπια του Βαν Γκονγκ και να τα αντιμετωπίσουμε σαν οποιαδήποτε λουλούδια ζωγραφισμένα από ένα καλλιτέχνη αλλά ταυτόχρονα δεν μπορούμε να δούμε πραγματικά ηλιοτρόπια και να μην μας έρθει συνειρμικά η εικόνα του πίνακα του Βαν Γκονγκ.
Η χρήση γνωστών μουσειακών χώρων και αναγνωρίσιμων φιγούρων από γνωστούς πίνακες ζωγραφικής προσπαθεί να σχολιάσει αυτό τον μηχανισμό παραγωγής συνειρμών καθώς και την υπερκατανάλωση των εικαστικών εικόνων.
Η σχέση μου με την ιστορία της τέχνης υπερβαίνει αυτό που ονομάζουμε «τέχνη της ιδιοποίησης», η οποία συνεπάγεται και εξυπονοεί μία ιδεολογία της ιδιοκτησίας/κυριότητας, και προχωράει προς μια κουλτούρα της χρήσης μορφών, μια κουλτούρα της διαρκούς δραστηριότητας των σημείων που βασίζεται σ’ ένα συλλογικό ιδεώδες: το μοιράζεσθαι.
Είναι ένα παράδειγμα της τέχνης της μεταπαραγωγής όπως αυτή περιγράφεται από τον Nicolas Bourriaud στο βιβλίο του, Postproduction: Culture as Screenplay: How Art Reprograms the World. Στην εικαστική μου (αλλά και στην επιμελητική μου) πρακτική  λειτουργώ ως ένα visual DJ που δημιουργεί ένα νέο έργο κάνοντας την χρήση του έργου άλλων καλλιτεχνών.

  • Ποια η σχέση σου με όλους αυτούς τους πολιτιστικούς θησαυρούς και τους εκθεσιακούς χώρους από την πλευρά του ιστορικού τέχνης αλλά και του εικαστικού;

Όπως αναφέρει και ο Nicolas Bourriaud το Μουσείο αποτελεί για τους καλλιτέχνες έναν κατάλογο μορφών, στάσεων και εικόνων – πρόκειται για έναν συλλογικό εξοπλισμό από όπου όλοι είναι σε θέση να αντλήσουν, όχι για να υποταχθούν στην αυθεντία του, αλλά για να τον χρησιμοποιήσουν ως μία δεξαμενή εργαλείων που θα τους επιτρέψει να διερευνήσουν τον σύγχρονο κόσμο. Θεωρώ ότι ο χώρος και οι άνθρωποι στον χώρο της τέχνης αποτελούν μια μικρογραφία της κοινωνίας. Οι σχέσεις εξουσίας, δύναμης, συνεργασίας, αλληλεπίδρασης και διαλόγου, οι ρόλοι, οι πηγές έμπνευσης, οι πολιτικές, ο χώρος και οι άνθρωποι στον χώρο της τέχνης αποτελούν ένα μικρόκοσμο που έχει άμεσες αναλογίες με την κοινωνία, απ’ όπου αντλούνται οι προσλαμβάνουσες της λειτουργίας και δράσης του. Οπότε προτιμώ να χρησιμοποιώ τους μηχανισμούς πίσω από την τέχνη σαν συνάρτηση της κοινωνίας. Για μένα η Τέχνη δεν έχει τόσο σαφή όρια. Πολλές από τις επιμέλειες που έχω πραγματοποιήσει τις αντιμετωπίζω σαν μέρος του έργου μου ως εικαστικός και οι μηχανισμοί της τέχνης που σχολιάζονται μέσα από τα έργα μου αποτελούν κομμάτια των επιμελειών μου. Χρησιμοποιώντας τον διττό μου ρόλο, ως εικαστικού και επιμελήτριας εκθέσεων, επιχειρώ να αποτυπώσω αλλά και να εργαστώ πάνω στις διαφορετικές παραμέτρους που καθορίζουν, και διαμορφώνουν το τι ορίζει την τέχνη του σήμερα. Και σίγουρα για να ερευνήσω σε βάθος όλες τις παραμέτρους χρειάζεται να τις εξετάζω από διαφορετικούς ρόλους. Η διαφορετική οπτική που αυτοί προσφέρουν είναι απαραίτητη. Πάντως για μένα σίγουρα δεν υπάρχουν όρια για το που τελειώνει και που αρχίζει ο κάθε ρόλος.

  • Θεωρείς ότι η σύγχρονη παροχή πληροφοριών έχει καταστρέψει το φανταστικό μουσείο του Malraux στο οποίο πολύ σωστά αναφέρεται ο Σωτήρης Μπαχτσετζής στο κείμενό του για τα έργα σου;

Τα τελευταία χρόνια ή αλλιώς τα χρόνια του ιντερνέτ έχουμε αναπτύξει μία διαφορετική σχέση με τα έργα τέχνης. Θυμάμαι όταν επισκέφτηκα για πρώτη φορά την Μαδρίτη, όταν αντίκρισα την Guernica του Πικάσο ή το Las Meninas του Velázquez, κατάλαβα ότι είχα μια πολύ διαφορετική οπτική για τα έργα. Η οπτική μας για το καλλιτεχνικό αντικείμενο διαμορφώνεται από την υπέρπληθώρα εικόνων από τα βιβλία και το ίντερνετ δίνοντας σαφέστατα μία αίσθηση ότι τα γνωρίζουμε σε βάθος που όμως είναι παραπλανητική. Στη σύγχρονη εποχή μπορούμε μέσω του google πολλές φορές να έχουμε πρόσβαση σε οπτική πληροφορία χιλιοστού σε ένα έργο αλλά χάνουμε την ρομαντική άποψη του έργου του καλλιτέχνη. Ίσως αυτή η εύκολη πρόσβαση στην παροχή εικόνων να έχει καταστρέψει ως ένα σημείο το φανταστικό μουσείο του Malraux αλλά θέλω να είμαι αισιόδοξη πως ανοίγει νέες οπτικές σε αυτό. Ελπίζω τα έργα μου να αποδεικνύουν ακριβώς αυτό.

Last modified: 27/09/2019