Γράφει
ο Κωνσταντίνος Πρώιμος,
κριτικός τέχνης
Ο Αριστοτέλης αναφέρει το περιστατικό κατά το οποίο ορισμένοι ξένοι θέλησαν να επισκεφτούν τον διάσημο φιλόσοφο Ηράκλειτο και όταν έφτασαν στο σπίτι του, τον είδαν να ζεσταίνεται δίπλα σε ένα φούρνο και στάθηκαν ακίνητοι στο κατώφλι του σπιτιού με έκπληξη και απογοήτευση.[1] Όταν αυτός τους αντιλήφθηκε, τους προσκάλεσε να περάσουν μέσα λέγοντας με νόημα: «Κι εδώ επίσης είναι οι Θεοί παρόντες». Προφανώς οι επισκέπτες περίμεναν να δουν το στοχαστή σε περιστάσεις που φέρουν τα χαρακτηριστικά της εξαίρεσης, του σπάνιου και του συναρπαστικού και να διασκεδάσουν παρατηρώντας τον φιλόσοφο βυθισμένο σε βαθιά περισυλλογή.[2]
Οι ξένοι επισκέπτες ήθελαν να βιώσουν το θέαμα αυτό του στοχαστή ώστε αργότερα να μπορούν να διηγηθούν την εμπειρία τους σε γνωστούς και φίλους ότι πράγματι είδαν και άκουσαν κάποιον του διανοητικού αυτού διαμετρήματος. Αντί για το θέαμα που περίμεναν, βρίσκονται αντιμέτωποι με μια απογοητευτική σκηνή καθώς βλέπουν τον Ηράκλειτο σ’ ένα κοινό, καθημερινό και ασήμαντο μέρος το οποίο προδίδει την υλική ένδεια της ζωής του. Αποκαρδιωμένοι από τη μη εκπλήρωση της αναμενόμενης ανάγκης για θέαμα, προσκαλούνται από τον Ηράκλειτο ο οποίος διαβάζει στα πρόσωπά τους την απογοητευμένη περιέργεια, να περάσουν μέσα, διότι ακόμα κι εκεί, στο συνηθισμένο χώρο της καθημερινής κουζίνας στον οποίο στέκει κανείς για να ζεσταθεί, ακόμα κι εκεί ενοικούν οι Θεοί.[3]
Αυτή τη σφαίρα του συνήθους η οποία μας είναι η πλέον οικεία αλλά ακριβώς εξαιτίας αυτού παραγνωρίζεται και δεν εκτιμάται και γίνεται έτσι η πλέον μακρινή, επιχειρεί η Ελένη Μανωλαράκη να επαναξιολογήσει και να ανακαλύψει. Η διακριτικά εξπρεσιονιστική ζωγραφική της αντικατοπτρίζει τον προσωπικό της κόσμο: η θέα των
βουνών από το σπίτι της ή από την περιοχή κοντά σε αυτό, μερικά φρούτα σε μια πιατέλα, λαχανικά του κήπου, ζωγραφίζονται όλα με αυθορμητισμό και συναίσθημα σα να είναι υδατογραφίες που χρειάζεται γρήγορα να αποτυπωθούν στη μνήμη. Ομοιότροπα, τα αντικείμενά της φέρουν ανεξίτηλα τα ίχνη του οικείου της περίγυρου: η κουβέρτα της γιαγιάς της, το λικέρ που φτιάχνει στο σπίτι κι ένα κουζινομάχαιρο σε υπερφυσική διάσταση με φαρμακευτική γάζα τυλιγμένη στην κοφτερή του πλευρά.[4] Μισά φανταστικά, μισά ρεαλιστικά, τα έργα της Μανωλαράκη στοχεύουν να αναμοχλεύσουν τα αισθήματα όλων όσων μοιράζονται μαζί της το δεσμό με το χώμα και τη γη της πατρίδας. Φτιαγμένα με νοσταλγία η οποία παρεμπιπτόντως δεν είναι επαρχιακό αλλά αστεακό χαρακτηριστικό, τα έργα της είναι ξεκάθαρες δηλώσεις αγάπης αλλά και παγερής αδιαφορίας για τα εύσημα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, όπως χαρακτηριστικά έκαναν πολλοί παλιότεροι συνάδελφοί της από τη δεκαετία του 1960 κι έπειτα.[5] Η Μανωλαράκη εκθέτει και εκτίθεται με εντιμότητα και ειλικρίνεια, κάνοντας τέχνη δημοσιοποιώντας τις προσωπικές της επιλογές και προτιμήσεις.
Τα υλικά με τα οποία εργάζεται είναι καθημερινά και αυτοβιογραφικά και ξετυλίγουν έναν προσωπικό κόσμο, καθώς αρνείται να κάνει οικουμενικές δηλώσεις του τύπου των κυρίαρχων αφηγήσεων της υψηλής μοντερνιστικής πρωτοπορίας. Όπως είπε ο Joseph Beuys για τον Marcel Duchamp, η δουλειά του τελευταίου είναι υπερεκτιμημένη, όντας μια δήλωση φορμαλιστικής και υπεροπτικής σιωπής ενώπιον όλων όσων έχουν προσωπική σημασία για μας.[6] Η Μανωλαράκη υιοθετεί τη μεταμοντέρνα θέση ενάντια στις μεγάλες μοντερνιστικές αφηγήσεις, ενστερνιζόμενη τεχνικές όπως η βιογραφία και η ιδιοποίηση[7] του πλέον οικείου περιβάλλοντός της για να κάνει τέχνη.
Η τέχνη οφείλει να ξεκινήσει εκ νέου όχι για να σβήσει την ιστορία και να βάλει στη θέση της την επανάσταση αλλά διότι έχει χάσει τη ζωντανή της σύνδεση με την ζωή, με όλα όσα είναι σημαντικά στην καθημερινότητα και ως εκ τούτου έχει απολέσει την ικανότητά της να απευθύνεται στο κοινό και να το συγκινεί.
Η δουλειά της Μανωλαράκη εφορμά από την πρόθεση αυτή να αποκτήσει απευθείας πρόσβαση στο κοινό της και να συνάψει ένα δεσμό μαζί του. Επιχειρεί όπως ο Ηράκλειτος να δείξει ότι οι Θεοί ακόμα ενοικούν στην επαρχία, ότι έχουν εξοριστεί από την πόλη και ότι πρέπει να είμαστε σε συνεχή επαγρύπνηση αναφορικά με τις προτεραιότητες και τις αξίες μας αν δε θέλουμε να αποξενωθούμε από σημαντικές πλευρές της ζωής μας. Μία από τις σημαντικότερες προκλήσεις της τέχνης σήμερα είναι να επαναξιολογήσει αυτό που είναι σύνηθες, οικείο και κοντινό, να ξανασκεφτεί τι τελικά έχει σημασία και να ξαναβρεί το σύνδεσμό της με την ζωή.
Ο Δρ Κωνσταντίνος Β. Πρώιμος, Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και κριτικός τέχνης
Αρχική εικόνα: «ΟΝΕΙΡΟ». Τέμπερα 45 x 65 – 2015
[1] Αριστοτέλης, Περί ζώων μορίων, Α5, 645, α17.
[2] Martin Heidegger, Επιστολή για τον ανθρωπισμό, μτφ. Γιώργος Ξηροπαίδης, δεύτερη έκδοση, Αθήνα, Ροές, 2000, σελ. 149-151.
[3] Στο ίδιο, σελ. 153.
[4] Αν και η Μανωλαράκη σχετίζεται με τα εκλεκτικιστικά νεοεξπρεσιονιστικά ρεύματα που αναπτύχθηκαν σε όλη την Ευρώπη της δεκαετίας του 1980, έχει και μια ενδιαφέρουσα εκλεκτική συγγένεια με το έργο του Joseph Beuys όπως φαίνεται από τη σύγκριση του έργου του τελευταίου Όταν κόβεις το δάκτυλό σου, τύλιγε το μαχαίρι, 1962, 1979 με το έργο της Περίθαλψη του 2016.
[5] Katherine Hoffman, Explorations. The Visual Arts Since 1945, New York, Icon Editions, 1991, σελ. 287-320.
[6] Βλέπε την παράσταση του Beuys Das Schweigen von Marcel Duchamp wird überwertet, Η σιωπή του Marcel Duchamp είναι υπερεκτιμημένη, (μετάφραση του γράφοντα).
[7] Robert S. Nelson and Richard Schiff, Critical Terms for Art History, Chicago, The University of Chicago Press, 1996, σελ. 119.
Last modified: 16/01/2019