Τα Καπνοτόπια της Ειρήνης Βογιατζή

Γιάννης Τζιμούρτας
Δημοσιογράφος

ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗΚαπνοτόπια… Χωριά και χωράφια ριζωμένα με κόπο και πόνο…  Άνθρωποι μαθημένοι στη σκληρή δουλειά που κινδυνεύουν να χάσουν ολόκληρη τη χρονιά από ένα ψιλοβρόχι∙ που όλη τους τη ζωή παλεύουν με τα πικρά και γεμάτα πίσσα καπνόφυλλα, που τα παιδιά τους έμαθαν να μεγαλώνουν και να παίζουν δίπλα στις καπνόριζες.
Καπνοτόπια, ένας δύσκολος κόσμος γεμάτος αγωνία και ελπίδα.
Αυτός ο κόσμος ήταν ο κόσμος που πρωτογνώρισε η Ειρήνη Βογιατζή… Και τώρα σαν μια μικρή ανταπόδοση επιστρέφει…
Η Ειρήνη Βογιατζή, επέλεξε να παρουσιάσει την πρώτη της ατομική έκθεση στην Ξάνθη την πατρίδα της, μιας και η βασική θεματογραφία είχε να κάνει με τον καπνό και τα καπνοτόπια. Η καλλιτέχνιδα παρόλο που στα νεανικά της χρόνια είχε ασχοληθεί με τη ζωγραφική, απορροφημένη από άλλες υποχρεώσεις πέρασε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα «ζωγραφικής» αγρανάπαυσης. Όμως οι μεγάλες αγάπες ποτέ δεν ξεχνιούνται κι έτσι η Ειρήνη ξανάπιασε πινέλο, ξαναέστησε τελάρα, ξαναβούτηξε στα χρώματα και να η πρώτη της έκθεση στην «πρωτεύουσα» του καπνού, την Ξάνθη… Γι αυτήν την επιστροφή η Ειρήνη Βογιατζή λέει: 

Η ανάγκη της «επιστροφής» στη ζωγραφική, όπως λέω εγώ, άρχισε να γίνεται επιτακτική τα τελευταία χρόνια όταν στον εργασιακό χώρο που ήταν εκ διαμέτρου αντίθετος με τα εικαστικά άρχισε η οικονομική κρίση. Διέκοψα τις σπουδές μου της ζωγραφικής βίαια πριν 40 χρόνια για να εργαστώ. Η απόφασή μου να ξαναγυρίσω και να βρώ καταφύγιο στη ζωγραφική αλλά με το σωστό τρόπο της σπουδής κατ’ αρχήν, ήταν για μένα μονόδρομος. Παράλληλα με τις σπουδές μου είχα την τιμή να λάβω μέρος σε ομαδικές εκθέσεις. Χαίρομαι που υπάρχει ανταπόκριση και είναι ιδιαίτερα τιμητικό για μένα να αναρτώνται έργα μου σε έγκριτους χώρους τέχνης και να υπάρχει αποδοχή.

ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗΔιάλεξες να παρουσιάσεις την πρώτη σου ατομική έκθεση στο Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης στην Ξάνθη. Ποιοι είναι οι δεσμοί σου με την περιοχή και πόσο σε βοήθησαν  δεσμοί   στη δουλειά σου;
Πριν δύο χρόνια, σε ένα από τα ταξίδια μου στην Ξάνθη – όπου γεννήθηκα –  πέρασα από το Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης (καπνεργοστάσιο Π) για μια έκθεση παιδικής ζωγραφικής. Ο υποβλητικός χώρος που στέγασε το μόχθο και την αγωνία των καπνεργατών μου θύμισε τις διηγήσεις του παππού μου Γιάννη Γαβριηλίδη που εργάστηκε σαν επιστάτης στα καπνά και της μητέρας μου που ήταν διαλογέας καπνού σ’ αυτό το ίδιο καπνεργοστάσιο. Εικόνες μαζί με τις μνήμες ζωντάνεψαν στο μυαλό μου και άρχισα να σχεδιάζω τ’ όνειρό μου: να βρεθούν αυτοί που εργάστηκαν με κάθε τρόπο για τον καπνό ξανά στο χώρο τους!
Οι αναμνήσεις μου ήταν σκόρπιες και λειψές. Άρχισα να ψάχνω για αρχεία σχετικά με τον καπνό,  που θα με βοηθούσαν να οργανώσω τα έργα που είχα στο μυαλό μου.
Στην πραγματικότητα, η  ενότητα ξεκίνησε ενώ ακόμη φοιτούσα στη Σχολή δηλ. τα τελευταία τρία χρόνια. Ο  αγαπημένος ζωγράφος Τάσος Μισούρας ο δάσκαλός μου,  ζήτησε μια οικογενειακή φωτογραφία για ένα πορτραίτο. Το “φεγγάρι της Πόλης” ήταν το πρώτο έργο της ενότητας. Δούλευα την ιδέα στο μυαλό μου και δε σταματούσα να σχεδιάζω προσχέδια παράλληλα με τα άλλα μαθήματα και τις απαιτήσεις της Σχολής. Τον άλλο χρόνο με τον αγαπημένο μου δάσκαλο ζωγράφο Αχιλλέα Πιστώνη συνέχισα με το “ Γιάννης και Νύφη”. Όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό μου. Θα ακολουθούσαν σκηνές από τη ζωή στον καπνό.
ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗΟι συμπατριώτες μου Τάσος Τεφρωνίδης και Saban Ramadan Oglou παρέθεσαν με προθυμία τα φωτογραφικά τους αρχεία. Ο Τάσος Σουϊτάρης παιδί οικογένειας καπνοπαραγωγών με το βιβλίο του «ΜΠΑΣΜΑΣ καπνός του πρώτου γιακά» που είναι γεμάτο εικόνες απο τη ζωή της οικογένειας του στον καπνό και ο Χρήστος Μιχαλόπουλος κι αυτός παιδί οικογένειας καπνεμπόρων με τα κείμενά του της «Ξάνθης του καπνού» έδωσαν εικόνα στ΄ όνειρό μου.
Οι μικρές ασπρόμαυρες θαμπές φωτογραφίες αλλά τόσο πολύτιμες για τη δουλειά μου ήταν καθημερινή έμπνευση!
Θυμόμουν ξαφνικά τις διηγήσεις του παπού μου για τα καπνοτόπια, τη σπορά του καπνού, τις γυναίκες που έσπαζαν τα φύλλα του καπνού, το νερουλά, τα τελάρα του καπνού που στέγνωνε, αυτά τα ίδια που είχαμε κι εμείς στο υπόστεγο του πατρικού μου στην Ξάνθη. Τις δοσοληψίες με τους εμπόρους, τα παιδιά που είχαν παιχνίδι τη δουλειά στον καπνό με τα μικρά χεράκια τους που επιδέξια βελώνιαζαν τα φύλλα ή φύτευαν στο φυτώριο ή μάζευαν και στήβαζαν τα φύλλα στα κοφίνια. Βέβαια η ενότητα αυτή έγινε αφορμή να ξαναζήσω με ξεχασμένους μακρυνούς συγγενείς και φίλους ανεπανάληπτες στιγμές συγκίνησης. Για μένα άρχιζε ένα ταξίδι ανεπανάληπτο!

ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗΒλέπουμε ότι προτιμάς την ανθρωποκεντρική ζωγραφική για να εκφραστείς αλλά σου αρέσει να πειραματίζεσαι και με σύγχρονες τεχνικές. Μίλησέ μας για τις τεχνικές αυτές και για το είδος ζωγραφικής που σε εμπνέει.
Ζωγραφίζω τον άνθρωπο. Τον καθένα μας! Προσπαθώ να περάσω πίσω από το βλέμμα του και να ξετρυπώσω τα συναισθήματά του. Τα μεγάλα τελάρα με συγκινούν γιατί επικοινωνώ πρόσωπο με πρόσωπο με τον ήρωα μου. Οι δάσκαλοί μου παλαιότεροι και νεώτεροι φαντάζουν σ’ εμένα σαν οδηγοί. Γιώργος Βογιατζής, Γιώργος Βακιρτζής ο μάγος της Γιγαντοαφίσσας, Γιώργος Μαυροΐδης αργότερα στη Σχολή και πολύ αργότερα – όταν ο κύκλος της εργασίας στον τραπεζικό χώρο είχε ολοκληρωθεί – Τάσος Μισούρας, Αχιλλέας Πιστώνης και στη χαρακτική Μαριάννα Κατσουλίδη και Μίλτος Πεταλάς.
Ο πειραματισμός ήταν πάντα ελκυστικός για μένα από παιδί. Στον Τραπεζικό χώρο ήταν αδύνατο να πειραματιστώ και ασφυκτιούσα ανάμεσα σε κανόνες που έπρεπε να εφαρμόσω χωρίς αντίρρηση. Δεν τα κατάφερα άσχημα. Αλλά τώρα είναι αλλιώς. Τα τελευταία χρόνια μελετώ τους σύγχρονους “εργάτες” γιατί έτσι καταλαβαίνω την τέχνη και έτσι προσπαθώ να την υπηρετώ με αλήθεια και συνέπεια.  Έργα τέχνης ζωγραφισμένα από καλλιτέχνες της “τέχνης του δρόμου” με συναρπάζουν. Είναι όνειρό μου ν’ αφήσω κι εγώ το στίγμα μου στην πόλη. Φίλοι μου που εκτιμώ πολύ, μου καταλογίζουν  μια παρορμητικότητα και έναν άκρατο ενθουσιασμό. Αυτό ήμουν πάντα. Αυτή η αλήθεια μου.

Σαν θέμα σου επιλέγεις τις σημαντικές στιγμές της πορείας του καπνού. Πως γεννήθηκε αυτή η ιδέα;
Η ιδέα γεννήθηκε από τη στιγμή που πάτησα στο χώρο της εργασίας και του μόχθου των εργατών του καπνού, που θυμήθηκα τις αγωνίες τους κόπους και τους αγώνες των καπνεργατών. Ας πούμε ότι είναι ένας φόρος τιμής σ’ αυτούς που έζησαν και συνδέθηκε η ζωή τους με τα φύλλα του καπνού.

ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗΘα γίνει στην Ξάνθη Μουσείο Καπνού για να δούμε και εκεί τα έργα σου;
Θα ήταν τιμή μου να αναρτηθούν έργα μου στο Μουσείο Καπνού στην Ξάνθη.  Όσους συνάντησα με αφορμή την ατομική μου έκθεση με διαβεβαίωσαν ότι το Μουσείο είναι σχεδόν έτοιμο να δεχθεί τους πρώτους επισκέπτες.

Η έκθεση θα μεταφερθεί και στην Αθήνα;
Υπάρχουν σκέψεις και προτάσεις.

Ετοιμάζεις παράλληλα καινούργια δουλειά;
Παράλληλα ακριβώς! Ετοιμάζω τα έργα για δύο προσεχείς ομαδικές εκθέσεις στην Αθήνα και το Ηράκλειο της Κρήτης.

Ποια είναι τα σχέδιά σου για το μέλλον;
Σκέφτομαι ότι αν έχουμε Υγεία όλα θα είναι δυνατά.  Τα παιδιά μου είναι αυτόνομα και με στηρίζουν, αφοσιωμένα στις δικές τους καριέρες. Ο σύντροφός μου με υποστηρίζει σε κάθε βήμα. Μπορώ λοιπόν κι εγώ απερίσπαστη να σχεδιάσω τα επόμενα βήματα. Αρχίζω να προετοιμάζω μια ατομική έκθεση στην Αθήνα και…Θα ήθελα με τα έργα μου να ταξιδέψω και μαζί μου να πάρω και όλους εσάς…

ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗΉταν μέρες που η οικογένεια δεν προλάβαινε ν’ ανασάνει 

Σε ένα «βιωματικό» κείμενο σε σχέση με τις αφορμές και τη δουελιά που παρουσίασε στην Ξάνθη η Ειρήνη Βογιατζή γράφει:

Ο καπνός όπως τον γνώρισα απ’ τις διηγήσεις του παππού μου Γιάννη Γαβριηλίδη επιστάτη στα καπνεργοστάσια και της μάνας μου Αρτέμιδας Γαβριηλίδη – Βογιατζή εργάτριας διαλογής. Πολλές πληροφορίες αντλήθηκαν και από τα εμπνευσμένα βιβλία: του Τάσου Σουϊτάρη Ο «Μπασμάς» καπνός του πρώτου γιακά – Διαδρομές μνήμης, και του Χρήστου Μιχαλόπουλου «Η Ξάνθη του καπνού».
Η καλλιέργεια του καπνού ήταν πολύ διαδεδομένη στην περιοχή της Ξάνθης. Η πολύ αρωματική ποικιλία του καπνού «μπασμάς» υπήρξε και είναι ακόμη και σήμερα, περιζήτητη από τις καπνοβιομηχανίες ώστε να αρωματίσουν τα χαρμάνια τους. Η καλλιέργεια του μπασμά αποτέλεσε την βασική ενασχόληση των κατοίκων και βοήθησε σημαντικά στην επιβίωση και στην ανάπτυξη του χωριού. Τα χρήματα από την πώληση του καπνού, τους εξασφάλιζαν όλα τα είδη πρώτης ανάγκης ή και τη δυνατότητα να αγοράσουν επιπλέον ζώα και χωράφια.
Δυστυχώς, αυτά τα χρήματα έβγαιναν με πολύ κόπο και με τη συμμετοχή στην παραγωγική διαδικασία όλης της οικογένειας από τους μικρούς μέχρι και τους ηλικιωμένους. Τα μέσα καλλιέργειας και επεξεργασίας ήταν πρωτόγνωρα και η κοπιαστική ενασχόληση με τον καπνό διαρκούσε όλο το χρόνο.
ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗΤο τελευταίο δεκαήμερο του Μαρτίου έσπερναν το σπόρο του καπνού σε ειδικά διαμορφωμένο έδαφος ώστε να ξεπεταχτούν τα φυτά. Η φροντίδα τους καθημερινή και επίπονη, με πότισμα και ξεβοτάνισμα, μέχρι να φτάσουν στο κατάλληλο μέγεθος.
Παράλληλα προετοίμαζαν το καπνοχώραφο. Το χώμα να γίνει αφράτο με όργωμα (ζευγάρια και αλέτρι) αρκετές φορές από το φθινόπωρο μέχρι την άνοιξη. Πριν τη μεταφύτευση των φυτών του καπνού από το φυτώριο, άλλο ένα όργωμα – το σβάρνισμα – με τα ζώα και τη σβάρνα με ξύλα και κλαδιά για να ισιώσει το χώμα. Πάνω στη σβάρνα ο αγρότης ή τα παιδιά που το είχαν για παιχνίδι και ήταν το μόνο στάδιο διασκέδασής τους στα καπνά.  Το χώμα έπρεπε να είναι καλά πατημένο.
Αμέσως μετά τις 21 Μαΐου, συνήθως άρχιζε η φυτεία. Νωρίς το πρωί πότιζαν τα φυτά για να μαλακώσει το χώμα και να μη τραυματιστούν απ’ το ξερίζωμα.
Μόνο όσα φυτά ήτανε να φυτευτούν μεταφέρονταν σε κοφίνια στο καπνοχώραφο. Εκεί με τα χέρια και το φυτευτήρι (ντικελέτσι) έβαζαν στο χώμα ένα ένα όλα τα φυτά. Ήταν η πιο δύσκολη δουλειά. Κάποιος από την οικογένεια, φρόντιζε το πότισμα των φυτών που μεταφυτεύτηκαν και κουβαλούσε νερό, συνήθως από μακριά και τα πότιζε προσεκτικά ένα – ένα, για να μη ξεραθούν.
Δούλευαν ασταμάτητα ως το βράδυ καθημερινά, μέχρι το τέλος της περιόδου της φυτείας στις 30 Ιουνίου. Τα μικρά φυτά σύντομα ψήλωναν και τα φύλλα τους έπρεπε να διατηρούν ορισμένη υγρασία. Μέσα στο κατακαλόκαιρο μόνο τη νύχτα μπορούσαν να το πετύχουν αυτό.
ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗΞεκινούσαν λοιπόν στη μία μετά τα μεσάνυχτα, με το φώς των απλών φαναριών πετρελαίου και των «λουξ» που φωτίζανε περισσότερο και άρχιζαν τη δουλειά μέσα στη νύχτα. Όλος ο κάμπος της Ξάνθης φεγγοβολούσε από τα «λουξ». Κανείς στο χωριό δεν κοιμόταν αμέριμνος. Όλοι ήταν στα χωράφια και μάζευαν φύλλο – φύλλο τον πολύτιμο καπνό, μέχρι να σκάσει ο ήλιος που μάραινε τα φύλλα. Το αργότερο στις 9 το πρωί έπρεπε να σταματήσουν. Η συγκομιδή γίνονταν σε πέντε στάδια (χέρια). Οι αγρότες αποσπούσαν (έσπαζαν) από τα καπνόφυτα τα φύλλα που ήταν ώριμα, που κιτρίνιζαν στην άκρη τους ελαφρά. Η σταδιακή ωρίμανση των φύλλων, επέβαλλε το «σπάσιμο»- όπως έλεγαν τη συγκομιδή – να γίνεται σε πέντε χέρια: Πατόφυλλα, μάνα, κουβαλαμάς, ούτσαλντι και το πέμπτο, ούτσια, τα πολύ μικρά φυλλαράκια της κορυφής με το έντονο άρωμα και την εξαιρετική ποιότητα. Τα φύλλα στοιβάζονταν με προσοχή και σειρά στα κοφίνια και μεταφέρονταν στο σπίτι. Ήταν όλοι ξάγρυπνοι και κατάκοποι αλλά τους περίμενε δουλειά. Τα φύλλα έπρεπε να ξεραθούν στον ήλιο κρεμασμένα από σχοινιά. Για να περαστούν τα φύλλα στα σχοινιά χρησιμοποιούσαν μεγάλες μεταλλικές βελόνες μήκους περίπου μισού μέτρου. Τρυπούσαν ένα – ένα τα φύλλα στην κεντρική φλέβα. Στο μάτι της βελόνας περνούσαν το σπάγκο, στον οποίο κατέληγαν τα τρυπημένα φύλλα και έτσι έφτιαχναν τα ράμματα ή βέργες που ήταν σπάγκοι 2-4 μέτρα με περασμένα τα φύλλα του καπνού. Αυτά τα «ράμματα» απλώνονταν στον ήλιο για μέρες, κρεμασμένα σε ξύλινα τελάρα «τις ράμκες ή λιάστρες» που τις κουβαλούσαν μέσα έξω τα βράδια και όποτε συννέφιαζε ή έβρεχε, ώσπου τα φύλλα να ξεραθούν. Η διαδικασία του περάσματος των φύλλων στις βελόνες λέγονταν «τίζεμα» ή «βελόνιασμα» ή «μπούρλιασμα» και διαρκούσε μέχρι το βραδάκι. Οι μάνες είχαν ν’ ασχοληθούν και με τα του οίκου τους γι’ αυτό αγγαρεύονταν οι μικροί και οι παππούδες! Αφού τελείωναν όλα τα φύλλα και έτρωγε η οικογένεια, είχαν ελάχιστες ώρες ύπνου μέχρι να σηκωθούν πάλι από τα μεσάνυχτα να πάνε στο σπάσιμο του επόμενου «χεριού». Η περίοδος της συγκομιδής διαρκούσε μέχρι τα τέλη του Σεπτέμβρη. Τα ξηρά φύλλα στα «ράμματα» αποθηκεύονταν και με τα πρωτοβρόχια περίπου κοντά στου Αγ. Δημητρίου, μαλάκωναν λίγο και ξεκινούσε η επόμενη φάση που ήταν το «παστάλιασμα»
ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗΣτο παστάλιασμα, τα φύλλα έβγαιναν απο τα ράμματα και στοιβάζονταν ένα – ένα σε ματσάκια -τα «παστάλια»- που συσκευάζονταν σε σφιχτοδεμένα δέματα. Εκείνη την ώρα γίνονταν η διαλογή των φύλλων, ο χωρισμός από τα ακατάλληλα φύλλα, ώστε να επιτευχθεί η άριστη ποιότητα των καπνών της Ξάνθης. Το παστάλιασμα διαρκούσε μέχρι τα τέλη του Φλεβάρη και επιτέλους η σοδειά ήταν έτοιμη και συσκευασμένη. Η οικογένεια δεν προλάβαινε ν’ ανασάνει μέχρι ν’ αρχίσει ο κύκλος της επόμενης σοδειάς. Πάλη με τα στοιχεία της φύσης! Πάλη με την εξάντληση και την αϋπνία. Την πείνα και τη δίψα στο χωράφι. Πόνος της σωματικής καταπόνησης. Μόνο όσοι το έζησαν το κατανοούν. Οι οικογένειες εκτός από την καλλιέργεια του καπνού είχαν και άλλες κοπιαστικές εργασίες. Έσπερναν τα σιτάρια με τα βόδια και τα θέριζαν με τα χέρια. Καλλιεργούσαν καλαμπόκι για ζωοτροφές, λαχανικά για το σπίτι, συντηρούσαν οικόσιτα ζώα, περιποιούνταν το αμπέλι τους και έβγαζαν κρασί. Καμία από τις σημερινές ευκολίες στις αγροτικές ή στις οικιακές εργασίες δεν τους ήταν διαθέσιμη. Η ζωή τους σήμαινε ατελείωτη εργασία από το ξημέρωμα ή και νωρίτερα όταν ήταν η συγκομιδή του καπνού, μέχρι αργά το βράδυ χωρίς διακοπή και εξαιρέσεις για κανένα μέλος της οικογένειας. Μόνο μικρά διαλείμματα χαράς, διασκέδασης και ξεκούρασης υπήρχαν όπου τα ζούσαν με όλη τους την καρδιά!
ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗΤα πρώτα χρόνια εκτός από τη σωματική και φυσική καταπόνηση οι αγρότες ζούσαν και την προσβολή της αξιοπρέπειάς τους κατά τη διαδικασία της πώλησης της σοδειάς. Μέχρι το 1963 τον έλεγχο των τιμών στην αγορά του καπνού είχαν αποκλειστικά οι έμποροι, οι οποίοι προσπαθούσαν να αγοράσουν σε πολύ χαμηλές τιμές τις σοδειές και ακολουθούσαν μια καλά σχεδιασμένη αλλά και εξαιρετικά επικερδή για τους ίδιους τακτική! Την τακτική της αγωνίας και την απαξίωσης της ποιότητας! Πριν αρχίσει η πώληση οι αντιπρόσωποι των εμπόρων γυρνούσαν στα σπίτια και βαθμολογούσαν τις σοδειές ανάλογα με την ποιότητά τους σε πρώτης ποιότητας, δεύτερης και τρίτης. Χαίρονταν αυτοί που είχαν σοδειά πρώτης ποιότητας αλλά τίποτα δεν ήταν σίγουρο και εξασφαλισμένο.
Οι καπνέμποροι έρχονταν συνήθως βράδυ και αγόραζαν ελάχιστες ποσότητες από δύο ή τρείς παραγωγούς και άνοιγαν την τιμή πώλησης. Αμέσως μετά έφευγαν και άφηναν τους υπόλοιπους παραγωγούς ν’ αγωνιούν. Οι έμποροι εξαφανίζονταν για λίγες μέρες και δεν αγόραζαν άλλο. Η αρχική τιμή άρχιζε να πέφτει. Οι αγρότες ανησυχούσαν καθώς οι τιμές κατρακυλούσαν και με κίνδυνο να χαθεί η σοδειά έφταναν στο σημείο να παρακαλούν να πουλήσουν όσο – όσο. Αυτοί που είχαν πρώτης ποιότητας καπνά παραπονούνταν για τις χαμηλές τιμές και έπαιρναν την στερεότυπη απάντηση: «Οι τιμές πέφτουν δυστυχώς. Στην Τουρκία αγοράζουν πιο φτηνά και πηγαίνουν εκεί τα μονοπώλια. Αν συμφωνείς τώρα μ’ αυτή την τιμή έχει καλώς. Αν έρθεις αύριο θα είμαστε χαμηλότερα!» Τι να κάνει ο αγρότης συμβιβάζονταν γιατί δεν είχε επιλογή. Πούλαγε σ’ εξευτελιστική τιμή τους κόπους και τον ιδρώτα όλης της οικογένειας για ψίχουλα αλλά δεν είχε εναλλακτική λύση. Αν δεν πουλιόταν τώρα η σοδειά, θα μούχλιαζε και θα ήταν άχρηστη. Η οικογένεια θα πεινούσε.
Αργότερα το 1964 η κατάσταση άλλαξε με τη διασφάλιση της τιμής της αγοραπωλησίας μέσω του Εθνικού Οργανισμού Καπνού. Περνούσαν οι αρμόδιοι του οργανισμού από τους αγρότες και τους έδιναν τιμή ασφαλείας ανάλογα με την ποιότητα.
Αυτές οι διηγήσεις και λίγες αναμνήσεις του παιδικού μυαλού μου, με έκαναν να ζωγραφίσω στιγμές από τα σήματα καπνού όπως τα έλαβα στην παιδική μου ηλικία.
ΕΙΡΗΝΗ ΒΟΓΙΑΤΖΗ

Last modified: 16/09/2015