Στον αστερισμό του βράχου

Μαρίνα Κανακάκη
Ιστορικός Τέχνης - Μουσειολόγος

(σχόλιο για τα ζωγραφικά πετρώματα της Άννας Φιλίνη)

Ζωή ορατή… Ζωή κρυμμένη… Εσωτερική Ζωή. Μα και δημόσια. Ζωές πολλές. Ζωή παντού. Να δω με ορθάνοιχτα μάτια. Να ζω.
Εικόνες γύρω από την Σύρο, γύρω από την Τήνο… Ξαναβρίσκω κομμάτια μιας δικιάς μου χαμένης ζωής, μέσω των έργων σου, Άννα.
Μπήκα λοιπόν σ’ ένα αθηναϊκό διαμέρισμα, κατοικία της σιωπής, φωλιά της προστασίας, άντρο της Παύσης. Περιπλανήθηκα στα δωμάτια της σύσκεψης, του διαβάσματος, της ξεκούρασης… Ώσπου κάτι με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε εκεί που ακούγονταν αέρας και κυματιστά νερά. Στον ανυποψίαστο αυτό χώρο, ένιωθα να καλοκαιριάζει. Θερμές ακτίνες, μυρωδιές βυθού… Βρισκόμουν κάπου στο Αιγαίο, όταν ζωντανεύουν οι βράχοι και συνομιλούν με την Άννα. Χρόνια τώρα της εμπιστεύονται χίλια μυστικά. Σ’ εκείνη μόνο γυμνώνονται. Οπτικά, πνευματικά, αισθησιακά… Φανερώνουν τη Μορφή τους. Εκθέτουν τα ασύγκριτα κάλλη τους και τις κρυφές τους λεπτομέρειες… Όλο τους το είναι το αποκαλύπτουν στο βλέμμα της, κάτω από το καθάριο φως. Το αμετάβλητο Ελληνικό φως που σε κερδίζει ενώ σε τυφλώνει, μέσα από μια αυθάδη ζέστη που σε χαϊδεύει ενώ σε καίει. Σε έρωτα κεραυνοβόλο και εμμονικό αναφερόμαστε; Σε κάποια ακαταμάχητη γοητεία; Ώρες ώρες τα συναισθήματα συμπίπτουν με το πρόσωπο της Φύσης. Ποιος δέκτης τέτοιας «συγκυρίας-συγκίνησης» βρίσκεται τότε σε ετοιμότητα για την ποιητική εναρμόνισή τους; Ποιος την αρπάζει και με όποιο εκφραστικό μέσο αποτυπώνει τη μαγεία της;
Η ζωγραφική της Άννας χαρακτηρίστηκε ως «μαγικός ρεαλισμός». Η ίδια, αποδεχόμενη αυτό τον παράδοξο ορισμό, εκμυστηρεύεται πως, απέναντι στην Πραγματικότητα στέκεται με το άγχος να προλάβει την φευγαλέα εντύπωση της στιγμής. Παρότι αυτή η αγωνία συνήθως παραπέμπει στον Ιμπρεσιονισμό, η Άννα βρίσκει μεγαλύτερη συγγένεια με τους Εξπρεσιονιστές, λόγω του αυθορμητισμού τους. Επισημαίνει ωστόσο ότι νιώθει ακόμα πιο κοντά στον Υπερρεαλισμό: η αυτόματη γραφή, το ασυνείδητο… Έννοιες που ταυτίζονται με την δημιουργική διαδικασία της και των οποίων διάσπαρτα στοιχεία εμφανίζονται στα έργα της. Κοντολογίς, η Άννα τοποθετεί τον εαυτό της σε ένα ιστορικό-καλλιτεχνικό πλαίσιο του οποίου οι κύριοι εκπρόσωποι κατάγονταν από κάποια δυτική χώρα της Ευρώπης. Δεν θέλω όμως να σταθώ σε λέξεις που καταλήγουν σε «-ισμός» και ακούγονται φορτισμένες με αδιαμφισβήτητο κύρος. Λέξεις Ιστορίας, λέξεις θεωρίας, λέξεις σειράς, λέξεις κατηγορίας… Λέξεις που για μένα γειώνουν τη μαγεία, ενώ αντίθετα αρμόζουν εξαιρετικά στα τυποποιημένα σωληνάκια που φυλάνε τα «χρώματα-κύτταρα» των έργων που γεννιούνται. Λέξεις χιλιοειπωμένες κατά την διάρκεια των σπουδών μου και που αργότερα αποφάσισα να χρησιμοποιώ με φειδώ. Λέξεις χρήσιμες μεν, διότι συνδέουν έργα και δημιουργούς με κάποια χαρακτηριστική τάση ή γνωστή Σχολή, άλλα που τείνουν συχνά να τους χωρέσουν σαν τεύχη σε σκονισμένο συρτάρι. Λέξεις που κινδυνεύουν να αρχειοθετούν πρόωρα αντί να ωθούν στο πέταγμα που ξεδιπλώνει την μαγεία. Σαν εκείνη που περιβάλλει τον ρεαλισμό σου, Άννα. Σαν εκείνη που εκτοξεύει την δημιουργικότητά σου ενώ αντικρίζεις την πρόκληση της υπέρβασής σου. Μπροστά στα μεγάλα πρόσφατα έργα σου, τα πετρώματα με τα χρωματιστά μολύβια, δεν μπορώ ν’ αποφασίσω αν η συγκίνησή μου προκύπτει περισσότερο από την ποιητική αβρότητα της απόδοσης σου ή από την ίδια αυτή υπέρβαση.
Τέλος πάντων, αν είναι να ξαναφορέσω για λίγο το σφιχτό πουκάμισο του θεωρητικού, πέρα από της επιρροές της, αντιλαμβάνομαι πως η δουλειά της Άννας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια παράδοση της Ελληνικής τοπιογραφίας που ανθίζει καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα έως σήμερα. «Παράδοση» με την έννοια ότι οι ζωγράφοι της δεν θα μπορούσαν ίσως να ερμηνεύσουν όποια Πραγματικότητα παρά υπό το πρίσμα του Ελληνικού φωτός. Αυτού του ανεξάντλητου «προβολέα», αμείλικτου για κάποιους, πνευματικού για άλλους… Που όντας τόσο χαρακτηριστικός, όσο και χαρισματικός, «ηλιογραφεί» περήφανα κάθε όγκο, κάθε σχήμα. Που στέκεται οξύς παρατηρητής και μάρτυρας επιβλητικής ακρίβειας. Η Άννα ουσιαστικά ανήκει στους δημιουργούς που αναζωογονούνται όντας βουτηγμένοι στα σπλάχνα του τοπίου. Στους εραστές της Φύσης, που ενσωματωμένοι σ’ ένα παλλόμενο περιβάλλον, συγχρονίζουν τις ψυχικές τους συχνότητες με τα τέσσερα στοιχεία. Που Βιώνουν και Αισθάνονται, όταν άλλοι απλά απολαμβάνουν. Και που καλούνται να καταγράψουν άμεσα τη μοναχική συναρπαστική αυτή Εμπειρία χωρίς περιττά στοιχεία ούτε περιτύλιγμα. Ενίοτε όπως η Άννα: με λαμπερά και συνάμα ντελικάτα χρώματα… Με αιχμηρή σχεδιαστική γραφή, ικανή να μεταφέρει το κοφτερό, «ακονισμένο» πέτρωμα, ενώ ταυτόχρονα μετριάζει μια εμφανή συναισθηματικότητα.
Ως Μαρίνα ωστόσο, αφοπλίζομαι όταν μου μιλάει για τους βράχους που βάφτισε Ποσειδώνα ή Αφροδίτη… Όταν αναφέρει ότι εκείνη η βραχογυναίκα είναι ξαπλωμένη, γυμνή, και χρυσίζει όταν δύει ο ήλιος πίσω της. Όταν αναρωτιέται αν ο Δράκος τελικά θυμίζει καβαλάρη ή Τρίτωνα… Όταν συστήνει τον Ομφαλό, ένα άλλο ον-πέτρωμα που μελέτησε με αντίστοιχη αφοσίωση.
Σήμερα, με τα χρόνια να περνούν όλο και πιο γρήγορα και έχοντας αναλογιστεί αμέτρητα υπέρ και κατά, παραδίδομαι πια σχεδόν αποκλειστικά στο δικό μου ένστικτο ευγνωμοσύνης προς… Εκείνους που αγαπούν ακόμα άδολα το Όμορφο και το Καλό, το δηλώνουν, το φροντίζουν και το μεταδίδουν. Εκείνους που παρά τις τρικυμίες και τον πόνο, δεν αφέθηκαν στο πικρό χρώμα του κυνισμού και της δεύτερης σκέψης. Εκείνους τους αυθεντικούς και ευαίσθητους, φωτεινούς και σοβαρούς, σεμνούς και έντιμους, αξιόλογους και προσιτούς που απλόχερα μοιράζουν τα οράματα και τους παράφορους ενθουσιασμούς τους. Εκείνους που απομονώνουν τα ωραιότερα κομμάτια του σύμπαντός τους για να τα βλέπουν και άλλοι… Άρα, ευχαριστώ και εσένα, Άννα.

 

Last modified: 16/11/2018