Δεν τρέχω πια πίσω από τις εξελίξεις, έχω συναίσθηση των πραγμάτων που χάνω ή που δεν καταλαβαίνω
Οι δυο Ναοί, που τιτλοφόρησε την πρόσφατη έκθεση του ο Στέφανος Ρόκος, μας οδηγούν στην Ιαπωνία, όπου συνυπάρχουν ο Σιντοϊσμός με το Βουδισμό. Δυο ναοί που ο καλλιτέχνης τους αντιμετώπισε σαν δυο ανθρώπους που ήθελε να γνωρίσει. Τις μέρες που έζησε στη χώρα τού ανατέλλοντος ηλίου ο Στέφανος Ρόκος τις καταγράφει ως ένα εικαστικό ημερολόγιο. Η προσπάθεια αυτή έγινε αφορμή για τη σημερινή μας συζήτηση.
-
Τι σε ενθουσίασε περισσότερο στην αρμονική συνύπαρξη των δύο ναών του βουδισμού και του σιντοϊσμού και θέλησες να την αποτυπώσεις;
Δεν ξέρω αν ήταν ακριβώς ενθουσιασμός, μάλλον ήταν περισσότερο μια συνειδητοποίηση ότι τα αντιθετικά στοιχεία, όποια και όπου και αν είναι αυτά, σε κάποιες περιπτώσεις συνυπάρχουν και δημιουργούν ένα μεγαλύτερο νόημα απ’ όταν είναι μόνα τους. Μου αρέσουν οι έντονες αντιθέσεις, υπάρχουν πιστεύω και στην ζωγραφική μου. Τα μεγάλα κενά σε συνδυασμό με τις πυκνές παραστατικές λεπτομέρειες, τα λυρικά στοιχεία με βίαιες εικόνες, μαζί λειτουργούν καλύτερα. Ο πιο εξωστρεφής, παγανιστικός ρυθμός του Σιντοϊσμού, όπως εγώ τον αντιλήφθηκα, με τις έντονες κόκκινες βερμιγιόν πύλες τορίι, έρχεται σε αντίθεση με το πιο πνευματικό, εσωστρεφές, σκουρόχρωμο λατρευτικό συγκρότημα του Βουδισμού, στο ίδιο πάρκο στη Νάρα και σε τόσα άλλα σημεία της χώρας. Από κάποια στιγμή κι έπειτα έβλεπα τους δύο ναούς σαν δύο ανθρώπους που ήθελα να τους γνωρίσω, ή αισθανόμουν ότι πότε είμαι ο ένας και πότε ο άλλος. Νομίζω ότι αυτή η έννοια της διπολικότητας, του θορύβου και της ησυχίας, του έγχρωμου και του ασπρόμαυρου, της αβεβαιότητας και της σιγουριάς, διακρίνεται στην έκθεση.
-
Ο ιαπωνισμός υπήρξε ένα από τα πολύ γνωστά ρεύματα της τέχνης του τέλους του 19ου αιώνα. Γιατί διάλεξες ειδικά την Ιαπωνία για αφετηρία σου;
Τίποτα δεν έγινε συνειδητά μέχρι τη στιγμή που αποφάσισα ότι θα ασχοληθώ καλλιτεχνικά με το πώς πέρασα σε αυτό το ταξίδι. Η πρώτη σκέψη ήταν να παραμελήσω προσωρινά τη θεματολογία της επόμενης ατομικής μου έκθεσης η οποία είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου, για να κάνω 2-3 έργα εμπνευσμένα από το ταξίδι μιας και το είχα φρέσκο. Οι μάσκες είχαν εμφανιστεί ήδη στα πρώτα μου έργα, διότι οι Ιάπωνες τις φορούσαν όταν ένιωθαν ότι τους περιτριγυρίζει μια γρίπη, από σεβασμό για να μην τη μεταδώσουν στους άλλους και όχι για δική τους προστασία, και αυτό μου άρεσε πολύ σαν πληροφορία και σαν στοιχείο. Όταν διαπίστωσα ότι τελικά τα σχέδιά μου είχαν αλλάξει και ότι η επόμενη έκθεσή μου θα είχε να κάνει μ’ εμένα στην Ιαπωνία, είχε μόλις ξεκινήσει η πανδημία.
Είναι γεγονός πάντως ότι στοιχεία της γιαπωνέζικης τέχνης υπήρχαν στη ζωγραφική μου. Θυμάμαι, φοιτητής, τη δασκάλα μου στην ξυλογραφία, τη χαράκτρια Μαίρη Σχοινά, να μου μιλάει για τις γιαπωνέζικες ξυλογραφίες, και την επίσκεψή μου το 2001 σε μια τεράστια έκθεση για τη γιαπωνέζικη τέχνη στο Λονδίνο. Παρ’ όλ’ αυτά η προσέγγισή μου σε μια ξένη κουλτούρα με αυτήν την έκθεση είναι πολύ προσωπική. Δεν μιμούμαι τις τεχνικές, ούτε τη θεματολογία. Καταγράφω σε μορφή εικαστικού ημερολογίου τις λίγες μέρες που έμεινα εκεί, και τις σκέψεις μου για τα διάφορα πράγματα που έβλεπα και που αισθανόμουν.
-
Στα έργα σου χρησιμοποιείς πολύ την επανάληψη των μοτίβων, μια λογική που συναντάμε στη χαρακτική. Μίλησε μας για την τεχνική σου.
Τα μοτίβα και γενικά η επανάληψη είναι στοιχεία που υπάρχουν από τις πρώτες μου εκθέσεις, 20 χρόνια πριν. Στο «Θόρυβος και Χρήσιμα Αντικείμενα» του 2005 κάλυπτα μεγάλες επιφάνειες μουσαμά με επικολλημένα τυπώματα ξυλογραφιών που είχα χαράξει ειδικά για το κάθε έργο. Με την ίδια λογική συνέχισα το 2007 στην ενότητα «Μετά το δείπνο», όπου κάποιες επαναλήψεις έγιναν και με ζωγραφικό τρόπο. Έκτοτε η έννοια του μοτίβου και της επιφάνειας-ταπετσαρίας εντάχθηκε αρκετές φορές στη δουλειά μου σε διάφορες μορφές, με πιο πρόσφατη αυτήν στα έργα μου «Darker with the Day» στη ζωγραφική του εκδοχή και στο τρίπτυχο «No More Shall We Part» όπου με μήτρες μεταξοτυπίας δημιούργησα μια μεγάλη επιφάνεια με χιλιάδες μικρά προσωπάκια που κρατάνε τα μάτια τους κλειστά. Αυτό το έργο και η τεχνική του ήταν ο σύνδεσμος που με οδήγησε σε κάποια από τα μεγάλα κυρίως έργα της νέας μου έκθεσης. Τα 8.000.000 περίπου κάμι/σούσι είναι επιζωγραφισμένα τυπώματα από μήτρες μεταξοτυπίας που δουλέψαμε το πρώτο εξάμηνο του 2020 με τον Μανώλη Αγγελάκη (Tind) στο εργαστήριό μου. Θέλω ο θεατής να επισημαίνει την επανάληψη και να χάνεται σε αυτήν όπως χάνομαι εγώ στην επανάληψη ενός περίτεχνου ρεφρέν ή μιας λούπας που επιθυμώ να ακούω ξανά και ξανά. Η έννοια της λούπας εμφανίζεται σε αυτήν την έκθεση και στο animation που φτιάξαμε με τον Γιώργο Γούση, τον Φωκίωνα Ξένο και τον Jim Sclavunos, το οποίο προβάλλεται στην γκαλερί, εξιστορεί με ψυχεδελικό τρόπο το ταξίδι μου στην Ιαπωνία και διαρκεί από δυόμισι λεπτά έως έναν μήνα.
-
Ενώ η πληροφορία στα έργα σου είναι μεγάλη και οι λεπτομέρειες πυκνές, τα έργα ανασαίνουν. Υπάρχει μια οπτική ισορροπία και ένας εσωτερικός ρυθμός. Πως το πετυχαίνεις αυτό;
Δεν είμαι απαραίτητα σύμφωνος με τη λιτότητα στην τέχνη ούτε υπερασπίζομαι το γνωστό «less is more» αν δεν υπάρχει πραγματικός λόγος να οδηγηθεί ένας καλλιτέχνης στην αφαίρεση. Μια κατά τη γνώμη μου εύστοχη παρατήρηση που έκανε μια φίλη μου παλιότερα παρατηρώντας τα έργα μου ήταν ότι κάνω «μινιμαλιστικό πλουραλισμό». Σε πολλά έργα μου δουλεύω πολύ συνειδητά πάνω σε υπερφορτωμένες συνθέσεις με αρκετή λεπτομέρεια, έντονες παύσεις και ρυθμό, όπου από κοντά οι λεπτομέρειες είναι παραστατικές και αφηγηματικές και όσο απομακρύνεται κανείς αρχίζει και διακρίνει πιο ενοποιημένες μεγάλες φόρμες και ενιαίες επιφάνειες. Είναι κάτι που πρωτίστως εγώ αναζητώ ως θεατής σε ένα έργο τέχνης και προσπαθώ μέσα από τη δουλειά μου να το υλοποιήσω με τρόπο ικανοποιητικό σε σχέση με τους δικούς μου στόχους. Αυτήν την αφαιρετική πληθωρικότητα στην εικόνα την αναζητώ, εκτός από τα εικαστικά, και στη μουσική και στον κινηματογράφο, όπου υπάρχουν έργα-σταθμοί που διαμόρφωσαν την αισθητική μου.
-
Στο ζωγραφικό σου σύμπαν παντρεύεις το παλιό με το σύγχρονο. Είναι αυτό τελικά ένα σημείο των καιρών; Είναι ακόμα ένα σημάδι πολυπολιτισμικότητας;
Νομίζω ότι η ζωγραφική μου είναι σύγχρονη γιατί ζω στην εποχή μου ακολουθώντας την ηλικία μου χωρίς να απορρίπτω τα πράγματα που μου αρέσουν από το παρελθόν. Δεν εννοώ ότι είναι μοντέρνα, εννοώ ότι είναι σύγχρονη όπως οτιδήποτε δημιουργείται στην εποχή του χωρίς περιορισμούς. Δεν τρέχω πια πίσω από τις εξελίξεις, έχω συναίσθηση των πραγμάτων που χάνω ή που δεν καταλαβαίνω, αλλά ταυτόχρονα προσπαθώ να μην αφεθώ σε θέματα μόνο οικεία. Όσο υπάρχουν αληθινά ερεθίσματα, δημιουργούνται νέες ιδέες και αυτό προκαλεί μια εγρήγορση στον καλλιτέχνη, η οποία θα τον αναγκάσει να κάνει σύγχρονη τέχνη, άλλοτε περισσότερο, άλλοτε λιγότερο επιτυχημένη.
-
Το βιβλίο των εκδόσεων Στερέωμα που συνοδεύει την έκθεση δεν είναι ούτε κατάλογος ούτε λεύκωμα. Μίλησε μας για τα τέσσερα κεφάλαια που περιέχει. Με ποια λογική ομαδοποιήθηκαν τα έργα;
Αρκετές φορές στο παρελθόν επιχείρησα η έκδοση η οποία θα συνόδευε την εκάστοτε έκθεσή μου να μην είναι ένας συμβατικός κατάλογος αλλά ένα αυτόνομο αντικείμενο με χαρακτήρα το οποίο θα μπορεί να στέκεται και στο μέλλον χωρίς την παρουσία της συγκεκριμένης έκθεσης. Αυτό συνέβη εντονότερα το 2010 στην έκθεση «Horror & Romance» στην Αίθουσα Τέχνης Αγκάθι, στο «NMSWP» του 2019 στο Μουσείο Μπενάκη, και τώρα για τους «Δύο Ναούς» στην γκαλερί Ζουμπουλάκη.
Το σύνολο των έργων της ενότητας αυτής είναι ένα ελεύθερο ημερολόγιο καταγραφής γεγονότων και ιδεών που το αποτύπωσα ακόμα πιο οργανωμένα ταξινομώντας τα έργα σε τέσσερα κεφάλαια, τίτλους και θεματολογίες στο ομώνυμο βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Στερέωμα». Το βιβλίο το επιμελήθηκε με ιδιαίτερη φροντίδα η οικογένεια Σιόλα και το σχεδίασε με προσοχή στη λεπτομέρεια ο καλός μου φίλος και χρόνια στενός συνεργάτης Μανόλης Σπορίδης.
Τα τέσσερα κεφάλαια που υπάρχουν στο βιβλίο («Θόρυβος στην Ιαπωνία», «Αναστοχασμός», «Οκτώ εκατομμύρια κάμι» και «Μια φάλαγγα φαντασμάτων»), μαζί με τα κείμενα της σκηνοθέτριας Joyce Nashawati και του εικαστικού επίκουρου καθηγητή της Α.Σ.Κ.Τ. Κώστα Χριστόπουλου βοηθούν τον αναγνώστη να ακολουθήσει έναν αρκετά αφηρημένο αφηγηματικό ρυθμό. Η ταξινόμηση των έργων στα τέσσερα αυτά κεφάλαια έγινε βάσει των πρωταγωνιστικών στοιχείων που υπήρχαν στα έργα, της κεντρικής ιδέας που είχαν από πίσω και της διάθεσης για επίλυση κάποιων γρίφων, σαν να υπάρχει κάποιου είδους αποκωδικοποιητής των εικόνων και της αφήγησης.
-
Θα ξαναπήγαινες στην Ιαπωνία;
Όταν γύρισα είχα σκοπό να κοιτάξω για κάποια καλλιτεχνικά residencies στο Τόκιο ή σε κάποια άλλη πόλη για το άμεσο μέλλον. Ήθελα –αν τα κατάφερνα– να ζήσω στην Ιαπωνία τουλάχιστον ένα τρίμηνο ή εξάμηνο. Ξεκίνησα να ρωτάω φίλους που είχαν ζήσει εκεί, και τον Ιανουάριο του 2020 είχα αποφασίσει να κάνω μια σχετική έρευνα. Λίγες εβδομάδες μετά ξεκίνησε η πανδημία.
Θεωρώ ότι το ταξίδι αυτό ήταν η πρώτη μικρή επαφή με κάτι που έχει για εμένα μεγάλο βάθος και ουσία. Πολύ θα ήθελα να ξαναγυρίσω με μια καινούργια αφορμή. Αλλά ίσως αφήσω και κάποια πράγματα να έρθουν από μόνα τους, όπως εξάλλου συνέβη και με την πρώτη μου επίσκεψη, όπως τελικά προέκυψε και αυτή η έκθεση. Και αν δεν συμβεί, θα είμαι και πάλι ευχαριστημένος με την εμπειρία που είχα.
Last modified: 28/04/2022