Για την έκθεση «Επιστροφή στο Τοπίο» γράφουν οι Ν.Π.Παΐσιος, Τάκης Μαυρωτάς και Κωνσταντίνα Ντακόλια
Ο Μαδένης και τα τοπία της ψυχής των Ελλήνων
Η Ελλάδα, έχω καταλήξει από καιρό σ’ αυτό το συμπέρασμα, είναι μια συγκεκριμένη αίσθηση – θ’ άξιζε να βρεθεί γι’ αυτήν ένα γραμμικό σύμβολο – που η ανάλυσή της, η εύρεση των αντιστοιχιών της σ’ ‘όλους τους τομείς, αναπαράγει αυτόματα και σε κάθε στιγμή την ιστορία της, τη φύση της, τη φυσιογνωμία της.
Οδυσσέας Ελύτης, Η Ελλάδα του Ελύτη
Αυτή την παραίνεση του Ελύτη θαρρώ ότι ενστερνίστηκε ο Μιχάλης Μαδένης για την προσέγγιση και την απόδοση της δικής του Ελλάδας. Ο παθιασμένος και ακαταπόνητος ζωγράφος, με την πρόσφατη δουλειά του έρχεται αντιμέτωπος, για άλλη μια φορά, με το δυνατό και, πολλές φορές, ανελέητο φως του ήλιου, για να αναμετρηθεί με την αλήθεια μιας άλλης τοπιογραφίας, που ορίζει την επιθυμία του για βαθύτερη προσέγγιση της φύσης και της ουσίας της ζωής. Στα τοπία του, αν και απουσιάζουν οι ανθρώπινες μορφές, αποπνέεται μια ζεστή πανανθρώπινη αίσθηση.
Ο Μαδένης εξάλλου, πάντα ζωγραφίζει με σεβασμό και γνώση, κινούμενος άλλοτε στη στεριά και άλλοτε στη θάλασσα, νιώθοντας την αλμύρα και τον άνεμο. Ίσως, αυτή η βαθιά του αγάπη για την ακτογραμμή της Αττικής, από τα Μέγαρα έως το Λαύριο, να στάθηκε η αιτία για μια άλλη περιπλάνηση του βλέμματος και των αισθήσεων του στην Αττική, μετά την τελευταία πολυσυζητημένη του δουλειά, με τίτλο «Οι Εξόριστοι», που παρουσιάστηκε στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, το 2022.
Εκεί, είχε βυθίσει το βλέμμα του, όπως γράφω στον ομότιτλο κατάλογό της, στη δυστυχία και την ερήμωση, την παρακμή και τον φόβο ενός απείθαρχου κόσμου σε κάποιο ψυχιατρείο, που συνήθως η βαθιά του ησυχία διαταράσσεται από σπαρακτικές κραυγές. Ο ίδιος παραμένει ένας ιδιότυπος παραστατικός ζωγράφος, ο οποίος ορίζει τη δική του ωδή στο πένθος της ζωής, μέσα από πολυπρόσωπες συνθέσεις, με έντονη έκφραση απόγνωσης. Αμετακίνητα ευλαβής απέναντι σε όλους αυτούς τους συντετριμμένους ανθρώπους, τους στερημένους από την ελπίδα της χαράς και της ζωής, η ζωγραφική του αλήθεια έχεις την αίσθηση ότι ανάγει τη ζωή στην παντοδυναμία των αισθημάτων και της άνευ όρων αλληλεγγύης. Ο Μαδένης ζωγράφισε ένα πανόραμα της εμπειρίας αυτών των ανθρώπων, όπου η αποτρόπαιη δυστυχία προχωρεί σαν τον αέρα, εξορίζοντας τα προσωπικά βιώματα στο μαύρο δωμάτιο, όπου μάταια αναζητάς το χαμένο τους νόημα. Έργα, που έχουν την αφετηρία τους στο λεύκωμα φωτογραφιών του Γιώργου Κατσάγγελου, από τη μονάδα επανένταξης του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης και που του δώρισε ο δάσκαλός του, Παναγιώτης Τέτσης.
Αξίζει να υπογραμμίσω το γεγονός ότι ο Τέτσης ήταν εκείνος, που μου γνώρισε τον Μιχάλη Μαδένη, στις αρχές της δεκαετίας του ’90, λέγοντάς μου: «πρόκειται για έναν ικανό μαθητή μου, σπουδαίο και χαλκέντερο ζωγράφο, που χαράζει τον δικό του δρόμο». Πράγματι, για άλλη μια φορά, η κρίση του, στηριγμένη στην ορθοφροσύνη και την πολύχρονη καλλιτεχνική και εκπαιδευτική του εμπειρία, με βοήθησε να γνωρίσω έναν από τους πιο αξιόλογους ζωγράφους μας. Χρόνια αργότερα, όταν επιμελήθηκα την τελευταία του έκθεση, με τίτλο «Τέτσης. Η αποθέωση του τοπίου», το 2015, στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, σταχυολόγησα τις καίριες σκέψεις του για τη ζωγραφική, που μου εξομολογήθηκε: «Όταν κάποιος αναζητεί την καλυτέρευση της πλαστικής του γλώσσας, δεν βρίσκει νέα στοιχεία, αλλά προχωρεί αυτά που έχει.
Η πεποίθησή μου είναι ότι δεν κάνω πηδήματα, κάνω βήματα. Σπάνια καταστρέφω έργα μου. Στην ιδιοσυγκρασία μου είναι να επιμένω στο να κερδίσω κάτι και όχι στο να χάνω. Έτσι, επιμένω να δουλεύω ένα έργο μου, έστω και αν χάσει ορισμένα σημεία από τη δροσιά της πρώτης χειρονομίας, γιατί τελικά κερδίζει σε σταθερότητα και πλαστική πυκνότητα. Μη λέμε ότι ένας ζωγράφος είναι χρωματιστής. Νομίζω ότι το χρώμα και το σχέδιο συμπορεύονται. Επειδή βάζω μερικά έντονα χρώματα σημαίνει ότι είμαι χρωματιστής; Ότι είμαι ζωγράφος του χρώματος; Πιστεύω ότι ο πιο μεγάλος άθλος είναι να μην έχεις έντονα χρώματα και να είσαι χρωματιστής. Μπορεί να είσαι ζωγράφος του χρώματος και να χρησιμοποιείς δύο ή τρία χρώματα» (Ο Τέτσης και το ελληνικό φως εφ. Το Βήμα 22 -2-1998).
Ο Μαδένης ζει με τα πάθη της ύλης, των χρωμάτων και με δεξιότητα χειρίζεται τις σπάτουλες και τα φαρδιά του πινέλα για την απόδοση του οράματός του, με τις παραλίες, τις άγριες θυμαριές, τα σπαθόχορτα και τις αταξίδευτες θάλασσες. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι ο παλμός της ζωγραφικής, η ένταση, η υφή, το παχύρευστο χρώμα. Η ζωγραφική του έχεις την αίσθηση ότι βασίζεται σε μουσικές αντιστίξεις, αφού χαρακτηρίζεται από την άμεση ρυθμική εναλλαγή των χρωμάτων της. Δουλεύει με γρήγορες, χειρονομιακές πινελιές, επιχειρώντας να αιχμαλωτίσει τη συγκίνηση της στιγμής του χρόνου. Τα τοπία του, με τη γνώριμη δροσιά της αισθαντικότητας, μετουσιώνονται σε έναν αισθητικό κόσμο με πνευματική ανταύγεια. Είναι δουλεμένα με τέτοια ευαισθησία και λεπτότητα, ώστε ξεγελούν το βλέμμα με τη φρεσκάδα της prima vista απόδοσής τους, σαν να δουλεύει με υδατοχρώματα. Η διαύγεια του χρώματος τον απασχολεί έντονα, για να αποτυπώσει τη στιγμιαία ατμόσφαιρα. Τα κυκλάμινα, που κυριαρχούν σε αρκετά του έργα, λένε ότι συμβολίζουν τη γονιμότητα, την ευτυχία, αλλά και την λαγνεία. Είναι τα λουλούδια, που προβάλουν έξαφνα στις σχισμές των βράχων, βγάζοντας πρώτα τα άνθη και μετά τα φύλλα τους. Δοξασίες, εδώ και χρόνια, συνδέουν τα λεπτεπίλεπτα κυκλάμινα με την ευτυχία των ανύπαντρων γυναικών και το κακό μάτι.
Παράλληλα, οι απροσδόκητες βροχές, λυτρωτικά ή βασανιστικά, από το 2002 έως σήμερα, προκαλούν τη δημιουργική του φαντασία. Η ενότητα των έργων του, εξάλλου, με τίτλο «Βροχή και Νύχτα» της περιόδου 2002-2007, αποτελεί σημαντικό σταθμό της εξελικτικής του διαδρομής. Ορμητικός και παθιασμένος με τη δύναμη του χρώματος και τις ουσιαστικές γνώσεις των αξιών της τέχνης, τολμά να αναμετρηθεί με τη μεθυστική έκφραση της ζωγραφικής. Οι εικόνες της βροχής της περιόδου 2002-2006 παραπέμπουν, με την ευαισθησία της χρωματικής τους υφής, στο αντιφέγγισμα μιας ψυχικής ανακούφισης. Ενώ το χρώμα τους είναι αυθαίρετο απέναντι στην πραγματικότητα, η εικόνα της δυνατής – ασταμάτητης βροχής είναι κυρίαρχη. Η πινελιά του, με τον εκλεπτυσμένο ρυθμό, αποκαλύπτει την αγωνία του να αιχμαλωτίσει την εικόνα της βροχής, τη στιγμή που πέφτει και χάνεται. Οι εικόνες του θαρρείς ότι προεκτείνονται στο άπειρο και φανερώνουν την ανάγκη του να ξεφύγει από το παρελθόν και να αισθανθεί βαθιά την ομορφιά της τέχνης. Η διάφανη διακοπτόμενη γραμμή της βροχής καταφέρνει να συμβολίσει το ρυθμό της κίνησης του σύμπαντος, για να ερμηνεύσει το χώρο, μέσα από μια πρωτόφαντη συμφωνία μορφικών στοιχείων. Η φτερωτή αυτή ελευθερία της γραφής ορίζει το διαφορετικό ύφος των κατακτήσεών του από τα προγενέστερα και τωρινά ανθρωποκεντρικά του έργα. Αλλά και η πρόσφατη βροχή του προκαλεί αισθήματα ρεμβασμού και ενδοσκόπησης. Το βλέμμα του, σε αρκετά τοπία, είναι βυθισμένο στην απόδοση του σκοτεινού ουρανού, σαν να περιμένει την επικείμενη εναλλαγή. 
Στη δουλειά του όλα είναι φως, μια ζωντανή αίσθηση ανάμεσα στον φυσικό και νοητό μας κόσμο. Έτσι, ένα λαμπερό φως ζεσταίνει τα βράχια και τη θάλασσα, τα βουνά και τα δέντρα. Στις γαλήνιες εικόνες των έργων του, συνειδητά απουσιάζουν τα μικρά ή μεγάλα κτίρια, με μοναδική εξαίρεση τον πίνακά του με τον Ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. Το αξεπέραστο αυτό μνημείο του 490 π.χ. περίπου, ενέπνευσε χιλιάδες ζωγράφους και φωτογράφους μέσα στο πέρασμα του χρόνου. Έτσι, θα ήθελα να κλείσω αυτό το σύντομο κείμενο με το τελευταίο ποίημα του Σεφέρη, που δημοσιεύτηκε τρεις μέρες μετά τον θάνατό του και θαρρώ ότι ταιριάζει με τη ιδιοσυγκρασία του Μαδένη: «Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού/ πάλι με την άνοιξη./ Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες/ το κόκκινο χώμα κι οι ασπάλαθοι/ δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια/ και τους κίτρινους ανθούς./ Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν /ακόμη...».
Τάκης Μαυρωτάς
Διευθυντής Εικαστικού Προγράμματος
Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη
Επιστροφή στο Τοπίο
Η τελευταία φορά που ο Μιχάλης Μαδένης έδειξε τοπία του ήταν σχεδόν πέντε χρόνια πριν, το τόσο μακρινό πια λόγω πανδημίας 2018, στην Γκαλερί Ευριπίδης. Ήταν η σειρά με τίτλο Διαδρομές (14 Δεκεμβρίου 2017-13 Ιανουαρίου 2018). Ακολούθησε η έκθεση στην Πινακοθήκη Βογιατζόγλου (Μιχάλης Μαδένης – Ζωγραφική, 8 Οκτωβρίου 2018-1 Δεκεμβρίου 2018) με θέμα κυρίως την ανθρώπινη μορφή, και η έκθεση στην Γκαλερί Ευριπίδης (Το ελάχιστο, το ανείπωτο, το ίχνος, 7-30 Ιουνίου 2019) με έργα «αφαιρετικά», για να καταλήξει, μετά τον εγκλεισμό, να εκθέσει στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος τη σειρά Οι Εξόριστοι (31 Ιανουαρίου-31 Μαρτίου 2022), με εικόνες άλλων εγκλείστων, βασανισμένων από την ψυχική νόσο. Η επιστροφή του στο τοπίο είναι το γεγονός της παρούσας έκθεσης.
Μερικές επισημάνσεις για τον θεατή αυτών των έργων ίσως να μην είναι περιττές. Η σειρά χωρίζεται σε δύο ενότητες. Στην πρώτη κυριαρχούν κοντινά πλάνα βράχων (σχεδόν σαν γκρο πλαν από κινηματογραφική ταινία) διανθισμένα με συστάδες θάμνων και ξερικών φυτών. Η δεύτερη απαρτίζεται από απόψεις παραθαλάσσιων τοπίων (ή ακόμη και καθαρά τμήματα θάλασσας, πολύ κοντά –αν και καθ’ όλα ανόμοια— στα θέματα της σχεδόν συνομήλικης του Μαδένη, Μαρίας Φιλοπούλου). Και στις δύο ενότητες του Μαδένη δεν υπάρχει καμία αφήγηση, η δημιουργία τους μοιάζει (αλλά δεν είναι) απολύτως φυσική (Αχ, όλα έπρεπε να’ρθούνε καθώς ήρθαν! θα έλεγε ο μεγάλος αυτοκτόνος) και η προσέγγισή τους καλύτερα είναι να γίνεται μέσω της ποίησης, αφού αποπνέουν την ιδιαίτερη Ποιητική (και τη μελαγχολία) του συνολικού ζωγραφικού έργου του Μαδένη.
Στην πρώτη ενότητα, των βράχων, διακρίνεται ένα είδος ανθρωπομορφισμού, συγγενικού με όσα μας εξιστορούν οι διάφορες μυθολογίες (και βέβαια και η ελληνική), μόνο που στον Μαδένη δε βλέπουμε πετρωμένους Τιτάνες, ούτε καν τον Αραπόβραχο (προσωνύμιο διόλου πολιτικά ορθό στις μέρες μας) από τα Ψηλά Βουνά του Ζαχαρία Παπαντωνίου. Οι βράχοι στη σειρά αυτή ανακαλούν στη μνήμη μας περισσότερο σώματα, κυρίως ηδυπαθή γυναικεία σώματα, ξαπλωμένα σε ανάκλιντρα από πουρνάρια και κουμαριές. Το πνεύμα της ζωγραφικής εδώ συνδιαλέγεται με το πνεύμα της ποίησης: Μια όμορφη μέρα σ’ ένα φουρκισμένο τόπο / ένας βράχος και μια βράχα (βασιλιάδες και οι δυο)… (Λευτέρης Πούλιος, «Τρία Σατιρικά Γυμνάσματα», Ποίηση 2, 1973). Όλα είναι παρόντα: η όμορφη μέρα (στην ενότητα αυτή το φως διαχέεται ομοιόμορφα), ο φουρκισμένος τόπος (άνυδρα τοπία με θάμνους), τα βράχια σαν άνθρωποι. Όλα είναι παρόντα και όπως στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, Πλήρη Θεών και Δαιμόνων.
Στην ενότητα των παραθαλάσσιων τοπίων, μάταια θα αναζητήσει ο θεατής το πραγματικό σκηνικό που ενέπνευσε τον Μαδένη. Η φύση στα πέριξ της Βουλιαγμένης ή των Μεγάρων είναι το έναυσμα, το «κάπως έτσι», αλλά ποτέ το «ακριβώς έτσι»: τα έργα και των δύο ενοτήτων γεννήθηκαν στο εργαστήριο της Πλατείας Βικτωρίας και όχι στην ύπαιθρο, αφού ο Μαδένης μπορεί ασφαλώς να χρησιμοποιεί υφολογικά στοιχεία των ιμπρεσιονιστών, σπανιότατα όμως στήνει καβαλέτο για να ζωγραφίσει επιτόπου. Οι πίνακές του έχουν την πηγή τους στη σπουδαία οπτική μνήμη του ζωγράφου.
Στη δεύτερη αυτή ενότητα το κλίμα δεν είναι καθόλου μακριά από την καβαφική «Θάλασσα του πρωϊού». Όλα είναι πάλι εδώ, τα λαμπρά μαβιά και η κίτρινη όχθη, όλα μεγάλα φωτισμένα, όπως αρμόζει στις πρωινές περιδιαβάσεις του Μαδένη στην Αττική. Οι ουρανοί του όμως δεν είναι πάντα ανέφελοι. Βαραίνουν ώρες ώρες από σκοτεινιασμένα σύννεφα και μακρινές καταιγίδες. Ο Μαδένης μοιάζει να έχει πάντα μέσα του κάτι που τον λυπεί, κι όταν αυτό το κάτι αναδύεται στα έργα του, αφήνει τους ουρανούς να παραστήσουν τα σωθικά του.
Ν.Π. Παΐσιος
Αποτυπώνοντας τη σημασία του ασήμαντου
«Η ζωή στη φύση αποκαλύπτει την αλήθεια των πραγμάτων»
Albrecht Dürer, Vier Bücher von Menschlicher Proportion, 1528
To 1503 o Albrecht Dürer τόλμησε να απεικονίσει σε φυσικό μέγεθος ένα χλοερό κομμάτι γης (υδατογραφία και γκουάς σε χαρτί, 41 x 32 εκ, Graphische Sammlung Albertina), προσφέροντας στον θεατή τη δυνατότητα να παρατηρήσει αυτό το θραύσμα της φύσης από μια ασυνήθιστα χαμηλή θέση, «μια ταπεινή στάση, μια στάση σεβασμού απέναντι στη Δημιουργία», όπως λέει η Eva Schickler (Das grobe Rasenstück). Η Schickler επισημαίνει πως αυτή η πτυχή μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ, ειδικά στον 21ο αιώνα, αφού, με το αποστασιοποιημένο βλέμμα ενός επιστήμονα, ο Dürer παρουσιάζει στον θεατή έναν μικρόκοσμο, ένα μέρος που αντιπροσωπεύει το όλον, το σύμπαν, και ταυτόχρονα καταφέρνει να αιχμαλωτίσει κάτι από την «κοσμική ψυχή» και να αποκαλύψει το μυστικό της ζωής, τον αιώνιο κύκλο της γένεσης και του θανάτου, με έναν ευρηματικά συμπυκνωμένο τρόπο.
Με όμοιο τρόπο ο Μαδένης ζωγράφισε μια σειρά έργων με κύριο θέμα τα «ταπεινά» αγριόχορτα. Οι διαστάσεις που επέλεξε για τους καμβάδες του –σε αντίθεση με την υδατογραφία του Γερμανού προπάτορά του— είναι μεγαλύτερες από το φυσικό. Το γεγονός αυτό προσδίδει μνημειακότητα στα θυμάρια, τα πουρνάρια, τα κυκλάμινα, τα αγκάθια, τα τριφύλλια, τις ανεμώνες. Τα άγρια αυτά φυτά έλκουν τον θεατή, τον καλούν να μπει στον δικό τους χώρο, όπως μπήκε και ο ζωγράφος για να τα απαθανατίσει. Ο Μαδένης όμως επέλεξε μια διαφορετική οπτική γωνία.
Δεν τα ζωγράφισε κοιτώντας τα αφ’ υψηλού –αλλά ούτε και από χαμηλότερο σημείο, όπως ο Dürer. Δεν σκόπευε να τους δώσει ιεροπρεπή υπόσταση. Αντιθέτως, απέδωσε τα αγριόχορτα σαν να βρισκόταν ο ίδιος ανάμεσά τους, σαν να είχε συρρικνωθεί για να σταθεί ισομεγέθης απέναντί τους, αναγορεύοντάς τα σε θέμα άξιο προς απεικόνιση. Έτσι, κατάφερε να χαρίσει σπουδαιότητα σε ένα καθ’ ομολογίαν ταπεινό θέμα, όπως το αγκάθι, το πουρνάρι, ο βράχος. Ειδικότερα για τους βράχους του Μαδένη, μπορεί να ειπωθεί πως με την ακινησία και τη στιβαρότητά τους εκφράζουν την ασάλευτη δύναμη της φύσης. Ο βράχος –σύντροφος, προστάτης, καταφύγιο των αγριόχορτων που είναι εκτεθειμένα σε όλους τους καιρούς— θα παίξει με τη σειρά του πρωταγωνιστικό ρόλο σε έναν εξίσου μεγάλων διαστάσεων καμβά. Είναι άλλο ένα ταπεινό στοιχείο της φύσης, που ο Μαδένης το ανάγει σε σημαντικό θέμα, άξιο απεικόνισης.
Οι απόψεις της φύσης, όπως παρουσιάζονται σε αυτή την έκθεση, είναι άρτια μελετημένες συνθέσεις, που αναδεικνύουν την ξεχωριστή υπόσταση του κάθε φυτού. Θα μπορούσε να λεχθεί πως ο Μαδένης φιλοτέχνησε τα «πορτρέτα» αυτών των φυτών, αναδεικνύοντας την ατομικότητά τους: το φύλλωμα, τα αγκάθια τους, τα άνθη τους. Παρόμοια αντιμετώπισε και τους βράχους, κι έτσι ο θεατής μπορεί να διακρίνει σε κάθε έναν από αυτούς τη διαφορετικότητά του, την υφή του, τη «φυσιογνωμία» του, όπως τη σμίλεψαν τα στοιχεία της φύσης. Ο τρόπος που πέτυχε να προσδώσει μοναδικότητα στα έργα αυτά δεν είναι άλλος από το χρώμα, ένα χρώμα εξπρεσιονιστικό, συνήθως πηχτό, με έντονο impasto, όπου έχει αποτυπωθεί η πινελιά του. Η παλέτα που έχει χρησιμοποιήσει για την ζωγραφική αποτύπωση αυτών των θεμάτων είναι εξίσου μελετημένη και κινείται σε γήινους τόνους, οι οποίοι συμπληρώνονται από φωτεινά πράσινα, λαμπερά κίτρινα και φούξια. Το χρώμα έχει τοποθετηθεί με τέτοιον τρόπο και λεπτομέρεια, ώστε να οδηγεί το μάτι του θεατή σε όλο το εύρος του καμβά, αφήνοντάς το να περιπλανηθεί ανάμεσα στα αγριόχορτα. Στην ουσία, πρόκειται για κλειστές συνθέσεις που περιορίζουν τον παρατηρητή, που τον αναγκάζουν να σταθεί και να προσέξει τα ταπεινά αυτά χόρτα.
Εκτός από τα «πορτρέτα» των αγριόχορτων, ο Μαδένης παρουσιάζει και μια σειρά τοπιογραφιών, κυρίως κομμάτια γης που μπαίνουν στη θάλασσα ή που την περιβάλλουν. Με το θέμα αυτό είχε ασχοληθεί και παλαιότερα (Διαδρομές, Evripides Art Gallery, 2017· Τοπία, Αίθουσα Τέχνης Χρύσα, 2008). Τώρα επανέρχεται με νέα διάθεση να αποδώσει το τοπίο του Σουνίου, των Μεγάρων, του Λαυρίου. Πρόκειται για μέρη που ο ζωγράφος επισκέπτεται, προσπερνά, διατρέχει. Το σημείο που επιλέγει για την απεικόνισή τους είναι συνήθως μακρινό, σε κάποιο ύψωμα, ώστε να έχει τον απόλυτο έλεγχο του τοπίου και το περιθώριο μιας αναπεπταμένης θέας. Το πινέλο του είναι πιο τραχύ, το χρώμα πιο πηχτό. Το θέμα, κατά συνέπεια, αποκτά (υλική) βαρύτητα, αναγλυφή και όγκο. Έχει απτική αξία. Ο παρατηρητής μπαίνει στον πειρασμό να απλώσει το χέρι και να αγγίξει τον λόφο, το βουνό, τον ναό του Ποσειδώνα. Στέκεται σαν ένας άλλος Caspar David Friedrich –όχι μέσα στο έργο, αλλά έξω από αυτό, θαυμάζοντάς το από απόσταση, σαν έτοιμος να το φωτογραφίσει.
Η εντύπωση του φωτογραφικού στιγμιότυπου απαντά και στις θαλασσογραφίες, που ολοκληρώνουν τη θεματική της παρούσας έκθεσης. Στα έργα αυτά ο Μαδένης περιορίζει το οπτικό πεδίο του θεατή, για να τον αναγκάσει να προσέξει το παιχνίδισμα του φωτός στην επιφάνεια της θάλασσας, τον ελαφρύ κυματισμό της, το βουνό που διακρίνεται αχνά στο βάθος. Οι θαλασσογραφίες αποτελούν ένα ιδιαίτερο πεδίο για τον ζωγράφο, αφού σπούδασε κοντά στον Παναγιώτη Τέτση, ο οποίος ζωγράφιζε τη θάλασσα σαν βίωμα, δημιουργώντας μοναδικά έργα σύγχρονης θαλασσογραφίας. Όμοια και ο Μαδένης, αποδίδει την εικόνα της θάλασσας βιωματικά, και ανακαλεί μνήμες που αφυπνίζουν τις αισθήσεις του θεατή. Σαφώς, οι σπουδές του στην Ολλανδία θα τον εφοδίασαν με πλήθος αντίστοιχων εικόνων από τους μεγάλους δασκάλους του είδους (…). Όμως, δεν ακολούθησε τους κανόνες τους –τους έσπασε και τους προσάρμοσε στο προσωπικό του ιδίωμα, όπου το θέμα ακροβατεί ανάμεσα στην εξαΰλωση και την παραστατικότητα, την αφαίρεση και τον εξπρεσιονισμό.
Ο Μαδένης εξακολουθεί να εργάζεται βιωματικά, να μορφοποιεί τις εμπειρίες του, να δίνει «εικαστικό βήμα» σε όσα του τραβούν την προσοχή, είτε πρόκειται για έναν βράχο, για μία ανεμώνη, για ένα κυμάτισμα. Καλεί τον θεατή να σταθεί δίπλα του. Να προσέξει. Να νιώσει. Να θυμηθεί. Τον κάνει συμμέτοχο στο βίωμά του, στη στιγμή που έζησε και ο ίδιος έξω στη φύση. Για τον ζωγράφο άλλωστε, κανένα θέμα δεν είναι λιγότερο σημαντικό από αυτό που μιλά στην ψυχή του και στη φαντασία του. Και ο Μαδένης πετυχαίνει να αποτυπώσει μικρά, καθημερινά, ταπεινά θέματα που όλοι έχουμε δει και προσπεράσει. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως η παρούσα έκθεση μάς καλεί να σταθούμε, να αφουγκραστούμε τη φύση, να προσέξουμε το τοπίο που μας περιβάλλει, να μυρίσουμε το άρωμα του θυμαριού. Όπως ακριβώς και ο Μαδένης.
Κωνσταντίνα Ντακόλια,
Ιστορικός τέχνης
Last modified: 10/01/2023