Ιστορικό αυτοβιογραφίας. Ο ζωγράφος διασώζει δική του και δική μας μνήμη…
Παρουσίαση από τη Λεωνή Π. Θανασούλα,
Ίδρυμα Θεοχαράκη
Η σημερινή μας συνάντηση με αφορμή το έργο του Γιάννη Αδαμάκη, έχει την απαρχή της, χρόνια πριν, στους προβληματισμούς μου σχετικά με τους τρόπους της αυτοβιογραφικής έκφρασης πέρα από τον κειμενικό λόγο.
Η έκφραση του «εγώ» ακόμη κι αν αυτό ήταν ένα ποιητικό «εγώ», εμφανίζεται στη λυρική ποίηση της αρχαϊκής εποχής, ενώ ως απαρχή της σύγχρονης παράδοσης της αυτοβιογραφίας ορίζονται οι Εξομολογήσεις του Ιερού Αυγουστίνου, τον 5ο αι. μ.Χ., ο οποίος χρησιμοποιεί την αυτοβιογραφική του αφήγηση ως τρόπο διερεύνησης της «αβύσσου της ανθρώπινης συνείδησης» προς φιλοσοφική αναζήτηση της αλήθειας.
Οι πνευματικές, οι θρησκευτικές αυτοβιογραφίες αποτελούν πρόδρομο του είδους, ενώ από τον 16ο αιώνα στην Ευρώπη εμφανίζονται παρόμοια κείμενα καλλιτεχνών (Cellini, Vita, 1558) και στοχαστών όπως ο T. Hobbes (Vita, 1672) . Τα απομνημονεύματα των αγωνιστών του 1821 αποτελούν από τις σημαντικότερες ιστοριογραφικές πηγές της περιόδου, βιογραφώντας κατ’ επέκταση ένα έθνος κι ένα κράτος στη γέννησή του.
Η αυτοβιογραφία σήμερα
Τα τελευταία χρόνια υπάρχει στροφή του ενδιαφέροντος της ιστορικής επιστήμης και όχι μόνο, στη μικροϊστορία, τις βιογραφικές σπουδές, την προφορική ιστορία, την ιστορία «από τα κάτω» κλπ. Παράλληλα, ακόμη και στην Ελλάδα που η βιογραφία και αυτοβιογραφία ως είδη δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα και εκτιμώμενα, από το 2010 σημειώνεται αύξηση των εκδόσεων τίτλων του είδους, ενώ την ίδια στιγμή πληθαίνουν ευχάριστα οι βιογραφικές εκθέσεις και αφιερώματα στα μεγάλα μουσεία.
Αυτή τη στιγμή στο εδώ Ίδρυμα φιλοξενείται η σπουδαία αναδρομική έκθεση για τον Μιχάλη Οικονόμου που πλαισιώνεται με πολλά βιογραφικά στοιχεία, στο διπλανό μουσείο Μπενάκη παρουσιάζεται ο βίος και το έργο του τραπεζίτη Γιάννη Κωστόπουλου, πέρυσι είχαμε τη σπουδαία έκθεση για τη φωτογράφο Νέλλυ, τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, στη συνέχεια δύο εκθέσεις για την Άλκη Ζέη, τη βιογραφική έκθεση για τον Γιάννη Μόραλη στην Άρτα, την έκθεση για τον Ιάνη Ξενάκη στο ΕΜΣΤ, ενώ ακόμη και η έκθεση για τη Νεάπολη της Αθήνας στην Ελληνοαμερικανική Ένωση έχει έντονο το βιογραφικό στοιχείο. Χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω εκθέσεων είναι η μεγάλη απήχηση στο κοινό.
Επιπλέον, η καθημερινή μας ενασχόληση με τα κοινωνικά δίκτυα, επανάσταση στην αυτοέκφραση και την κοινωνικότητα, καλλιεργεί την τάση αυτή, δημιουργώντας ένα μοναδικό υλικό αυτοϊστόρησης και παρουσίασης του εαυτού με ποικίλες ψυχολογικές, κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές προεκτάσεις.
Σύνδεση αυτοβιογραφίας και τέχνης
Ήταν εύλογος λοιπόν ο προβληματισμός για τον τρόπο που αυτή η ανάγκη του ανθρώπου εκφράζεται μέσα από την τέχνη στη σύγχρονη εποχή. Διαχρονικά οι καλλιτέχνες αναπαριστούν εικόνες από τη ζωή τους, τον εαυτό τους, τα αγαπημένα τους πρόσωπα και τόπους, τα συναισθήματά τους. Ζητούμενο όμως της συγκεκριμένης προσέγγισης είναι η αυτοβιογραφική αφήγηση, η επαλληλία γεγονότων, καταστάσεων και συναισθημάτων σε μια ενότητα, είτε ενός εικαστικού έργου είτε μιας έκθεσης και οι παραλληλισμοί της με την κειμενική αφήγηση. Δηλαδή η διερεύνηση κοινών συνισταμένων στην αυτοϊστόρηση εικαστικών και συγγραφέων.
Χαρακτηριστικά α/β
Αρχικά θα εξετάσουμε την αυτοβιογραφία όσον αφορά τη θεματική και τη δομή της. Σύμφωνα με τους μελετητές του είδους τα αυτοβιογραφικά κείμενα σε όποια μορφή (ημερολόγια, απομνημονεύματα, αναμνήσεις) πλέκονται γύρω από κεντρικά θέματα – άξονες, κοινά σε κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως κοινωνικής καταγωγής και πολιτισμικού και μορφωτικού υποβάθρου. Τα θέματα αυτά είναι: η οικογενειακή ιστορία (που περιλαμβάνει συνήθως την παιδική ηλικία), τα σημεία καμπής κατά τη διάρκεια του βίου, το έργο και η δημιουργία, τα χρήματα, η υγεία, ο έρωτας, η σχέση με τον θάνατο, η πνευματική ζωή και οι ηθικές αξίες, οι στόχοι και οι φιλοδοξίες . Αναλόγως τον σκοπό και το πλαίσιο της συγγραφής ο αυτοβιογραφούμενος μπορεί να κάνει αναφορά σε όλα τα παραπάνω, σε περισσότερα ακόμη θέματα, αλλά μπορεί να εστιάσει μόνο σε ορισμένα.
Η δομή μιας αυτοβιογραφίας μπορεί να ποικίλλει αναλόγως, ακολουθώντας μια κλασσική μορφή χρονολογικής κυρίως ακολουθίας, να είναι βασισμένη μόνο σε θεματικές, να εστιάζει επιλεκτικά σε μεμονωμένες περιόδους, να είναι σε μορφή ποιήματος, ακόμη και λευκώματος σε συνδυασμό εικόνας και λιτού λόγου. Ο χρόνος μπορεί να είναι γραμμικός, εναλλασσόμενος, ελλειπτικός ή ασύνδετος. Η αφήγηση να γίνεται σε πρώτο πρόσωπο ή σε τρίτο ή σε συνδυασμό των δύο. Σίγουρα όμως προϋποθέτει μια εκ προοιμίου επιλογή των γεγονότων και καταστάσεων που θα παρατεθούν, όπως και της γλώσσας, για να αποδώσουν το νόημα του συγγραφέα. Στη συντριπτική πλειοψηφία των συγγραφέων του είδους κύριος σκοπός τους όπως δηλώνουν είναι η αλήθεια, να πουν αυτό που θεωρούν ως αντικειμενική αλήθεια, την αληθινή υπόσταση των γεγονότων, ακόμη και αν είναι εκ προοιμίου υποκειμενική. Την α+λήθεια που τους προφυλάσσει από τη λήθη, φωτίζοντας για πάντα τη μνήμη.
Ο αυτοβιογραφούμενος έχει επίγνωση της ανάγκης του για ενδοσκόπηση και αναψηλάφηση των εμπειριών και του συναισθήματος. Η γραφή, ως τρόπος αυτογνωσίας, μέσα από εσωτερικές διεργασίες δίνει άλλη διάσταση στα γεγονότα και κατά κάποιον τρόπο τα «τακτοποιεί» στον νου και τη συνείδησή μας, είτε τα γραφόμενα βρουν αναγνώστες είτε όχι. Σαφώς έχει λυτρωτική και εξελικτική λειτουργία για τον άνθρωπο.
Στη σημερινή μας παρουσίαση θα προσπαθήσουμε να εντοπίσουμε εάν κάποια χαρακτηριστικά του γραπτού λόγου, αναφαίνονται στη ζωγραφική του Γιάννη Αδαμάκη.
Χαρακτηριστικά του έργου του Γιάννη Αδαμάκη
Ο Γιάννης Αδαμάκης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1959. Συνδύασε σπουδές Οικονομικών και ζωγραφικής. Τόσο από την πλευρά του πατέρα όσο και της μητέρας του (με καταγωγή από τη Χίο), προέρχεται από οικογένειες ναυτικών, στοιχείο που θα αποτυπωθεί έντονα στην τέχνη του.
Τα πρώιμα έργα του χαρακτηρίζονται από την αφαίρεση, έναν ιδιότυπο κυβισμό, την τεχνική του κολάζ, όπου στις επάλληλες, αλληλοεπικαλυπτόμενες στρώσεις υλικών λεπταίσθητα αγγίζει συναισθήματα και μνήμες. Συνθέσεις με ακανόνιστα σχήματα, με ποικίλες διαθλάσεις του φωτός, μοιάζουν με ανοίγματα στον χρόνο, με υπαινιγμούς τοπίων φυσικών και πλασματικών, ατμόσφαιρες που σε προσκαλούν ως όχημα σε εσωτερικό, προσωπικό ταξίδι. Ο ίδιος αναφέρει επιρροές από τον κινηματογράφο όπως τον Άιζενστάιν και τον Βισκόντι, ενώ άλλες εκλεκτικές συγγένειες αναγνωρίζει στην ποίηση του Καρυωτάκη, του Καββαδία, του Πεσόα, του Γκανά, ή στη ζωγραφική του μανιεριστή Ποντόρμο.
Σύντομα, η ανθρώπινη μορφή εμφανίζεται στη ζωγραφική του, με εμφανή στοιχεία αφηγηματικότητας τα οποία ενυπήρχαν και στα αφηρημένα του έργα. Ιδιαίτερη θέση στο έργο του Αδαμάκη έχει η απεικόνιση και ο συμβολισμός του βιώματος, είτε είναι η παιδική ηλικία, είτε η οικογενειακή ιστορία, η ενηλικίωση, η πνευματική εξέλιξη, η καθημερινή ζωή, η ίδια η τέχνη. Καράβια, η θάλασσα, παιδικά παιχνίδια, στυλιζαρισμένες φιγούρες, αυτοπροσωπογραφίες, φωτογραφίες προγόνων, πτηνά, οι φίλοι του, ο αγαπημένος του σκύλος, το εργαστήριό του, ποιητές, καλλιτέχνες, όψεις του αστικού τοπίου, οι γειτονιές του, Πειραιάς, το σπίτι στην Κοδριγκτώνος, στου Παπάγου. Αναφορές σε βιώματα που τον ακολουθούν, τον καθόρισαν, επανέρχονται στη μνήμη του και διαρκώς μετασχηματίζονται σε εικόνες.
Πάντα πιστός στην τέχνη του κολάζ δημιουργεί ζωγραφικά πότε γεωμετρικές συνθέσεις-συρτάρια αναμνησιακών αναφορών, και πότε περιβάλλει ένα κεντρικό θέμα ή ενσωματώνει αρχετυπικά σύμβολα δίνοντας μια σουρεαλιστική, ονειρική ατμόσφαιρα που προσομοιάζει στην ποίηση των υπερρεαλιστών.
Ο χρόνος είναι πάντοτε παρών στις συνθέσεις του, είτε με τη μορφή της ανάμνησης, της σχέσης με το παρελθόν, το ιστορικό γεγονός, την παρούσα στιγμή που περιλαμβάνει με τη μορφή του τυχαίου, το παρόν με την αίσθηση της χρονικής καταγραφής τοπίων και συμβάντων. Ο γραμμικός χρόνος και η επίδρασή του, ακόμη και με χάσματα εμφανίζεται όχι μόνο με την παρέμβασή του σε παλιά έργα, αλλά και με τον άδηλο πολλές φορές εγκιβωτισμό στοιχείων παλιών έργων σε καινούρια. Άλλες φορές, τα θολά περιγράμματα και οι φόρμες που χάνουν τα όρια τους δεν είναι παρά η δική του διάσταση στην Εμμονή της μνήμης, και αναφέρομαι στο γνωστό έργο του Σαλβατόρ Νταλί, όπου η σημασία του χρόνου αποδυναμώνεται και τη θέση του παίρνουν όσα μας αφήνει πίσω.
Οι πίνακές του λειτουργούν ως ένα προσωπικό, εικαστικό ημερολόγιο. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Μπορεί ένα «ανώδυνο» θέμα, να κρύβει περιστατικά που μόνο εγώ θα μπορούσα να αποκρυπτογραφήσω. Δεν είναι τυχαίο το ότι, ξαναβλέποντας ένα παλιότερο έργο μου, θυμάμαι πράγματα που συνέβαιναν όταν το ζωγράφιζα. Μ’ αυτή την έννοια, πίσω από ένα χρώμα ή μια πινελιά μπορεί να κρύβεται κάποια προσωπική στιγμιαία «κρίση». Είναι όμως κάτι που δύσκολα μπορεί να ανιχνευτεί. Και δεν χρειάζεται άλλωστε. Η «αλήθεια» που εκπέμπεται έχει σημασία. Μια αλήθεια που θα ʼπρεπε να επικοινωνεί με την αλήθεια του θεατή στον οποίο απευθύνεται». Όπως και ο συγγραφέας που αυτοβιογραφείται έχει ως κύριο σκοπό να μεταφέρει την αλήθεια στον αναγνώστη με όσα καταθέτει, ακόμη και μέσα από επιλεκτικές παραλείψεις που δημιουργούν μια συγκεκριμένη αφήγηση, η αλήθεια είναι ο σκοπός.
Θεωρώ πως η σταθερή, εγγενής τάση του για αφήγηση σχετίζεται με την καταγωγή του και οικογενειακή του ιστορία, καθώς οι ναυτικοί συνήθιζαν να αφηγούνται ιστορίες από τα ταξίδια τους σε μακρινές χώρες, που έμοιαζαν σχεδόν μυθικά σε όσους έμεναν στη στεριά. Επιπλέον, η απουσία τους από τα σπίτια τους, τα παιδιά τους, θεραπεύονταν με αφηγήσεις των γυναικών που έμεναν πίσω για εκείνους. Αν και έντονα αφηγηματικός με πολλά ετερόκλητα στοιχεία πολλές φορές σε μια σύνθεση, ο Αδαμάκης αγαπά τόσο τη λεπτομέρεια, όσο και τη σιωπή, την ησυχία. Σίγουρα όχι την οπτική ησυχία, καθώς ορισμένες φορές διακρίνεται για τον πλουραλισμό του χρώματος και των εικόνων, αλλά μια εσωτερική, διαλογιστική σιωπή που μας μεταφέρει, τη δική του και του θεατή στην ενατένιση των έργων του σε ένα δεύτερο επίπεδο, ιδίως των καραβιών.
Δηλώνει την αγάπη του για την ημερολογιακή, βιογραφική κατάθεση με κάθε τρόπο, ακόμη και στον τρόπο που πλαισιώνει τους πίνακές του και αναφέρομαι στην αισθητική των καταλόγων του. Συγκεκριμένα στον κατάλογο της έκθεσης «Οι εικόνες μου» στη γκαλερί Ζουμπουλάκη το 2005, συνοδεύει τη ζωγραφική του με παράλληλες γραφιστικές συνθέσεις όπου η ιδέα του κολάζ πάλι κυριαρχεί, κολάζ μνήμης θα έλεγα, μέσα από χειρόγραφες σημειώσεις, παλιές φωτογραφίες, υδατογραφήματα, χάρτινα ενθυμήματα περασμένου βίου. Το ίδιο και στον κατάλογο της έκθεσης «Deliberately innocent» στη γκαλερί Αντί το 2022.
Παραλληλισμοί με την α/β γραφή
Mal du Depart
Θα ξεκινήσω την αναζήτηση τεμνόντων σημείων της λογοτεχνικής, κειμενικής αυτοβιογραφίας με τη ζωγραφική του Αδαμάκη συνδέοντάς την με ένα από τα σημαντικότερα του είδους στα ελληνικά γράμματα, το βιβλίο του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα «Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο». Πρόκειται για μια αυτοβιογραφική αφήγηση των παιδικών του χρόνων στην Πλάκα, μια πανδαισία γραπτών εικόνων, τρυφερών αλλά και δύσκολων αναμνήσεων, καθώς περιγράφει μια παιδική ηλικία στη χάρη, αλλά και τη λανθάνουσα μελαγχολία της. Η έμφαση λοιπόν που δίνει ο συγγραφέας στην παιδική ηλικία ταιριάζει με αυτή του Αδαμάκη στη ζωγραφική του. Ο Γκίκας ακόμη και όταν γράφει παραμένει εικαστικός στις περιγραφές του αναπαριστώντας ατμοσφαιρικές εικόνες, ενώ ο Αδαμάκης αφηγείται εικαστικά σχεδόν πάντα, σαν συγγραφέας.
Ο λυρισμός χαρακτηρίζει και τους δύο. Θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Γκίκα.
«Με τα τέσσερα, απάνω σ’ ένα χαλί, θυμάμαι για πρώτη φορά τον εαυτό μου. Ήτανε, μου φαίνεται, μετά το φαΐ, στον αντρέ της κυρούλας μου, που καθότανε σ’ ένα παλιό σπίτι της Πλάκας. Παίζαμε βόλους με τον ξάδελφό μου και για τούτο είχαμε διαλέξει το μεσαίο χαλί, που τα σχέδιά του κάνανε οχτάγωνα για να βάλουμε τους βόλους. Εκεί, απάνω στο παιχνίδι, έμεινα μερικές στιγμές ακίνητος, κοιτάζοντας προσεκτικά το χαλί. Και τότε μόνο γεννήθηκε μέσα μου και σιγά σιγά μου επιβλήθηκε η ιδέα ενός χρώματος. Το χαλί όπου παίζαμε ήτανε κόκκινο. Τότε είδα και τα σχέδια που έκαναν οχτάγωνα μαύρα και άσπρα… Έτσι έκανα για πρώτη φορά μια διάκριση και συνέλαβα χωρίς να το ξέρω, την ύπαρξη της αφηρημένης έννοιας ενός χρώματος κι ενός σχήματος που ως τότε τα παρατηρούσα μόνο για την ενδεχόμενη χρησιμότητά τους». Στο εν λόγω απόσπασμα ο συγγραφέας Γκίκας γλαφυρά αποτυπώνει τη στιγμή που γεννήθηκε μέσα του ο ζωγράφος, μια κομβική στιγμή που αντιλαμβάνεται τη σημασία της χρόνια μετά και την μεταφέρει. Πρόκειται για ένα σημείο καμπής, χαρακτηριστικό περιεχόμενο του α/β λόγου.
Μια ανάλογη «αποκάλυψη» κρυπτικά καταθέτει ο Γιάννης Αδαμάκης ακριβώς στα 50 του χρόνια, ηλικία μεταβατική, στο έργο του Mal du Depart που παραπέμπει στον τίτλο του ομώνυμου ποιήματος του Νίκου Καββαδία.
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς, τη Σιγκαπούρ, τ’ Αλγέρι, και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ·
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ‘χω πια ξεχάσει,
κι η μάννα μου, χαρούμενη, θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
«Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει…»
Οι στίχοι αυτοί έπαιξαν ρόλο στην απόφαση του νεαρού Αδαμάκη να ακολουθήσει τον δρόμο της τέχνης. Ο ζωγράφος νιώθει την ανάγκη να αφηγηθεί το γεγονός αυτό, παράλληλα αφηγούμενος και την ιστορία μιας γενιάς που διαμορφώθηκε στη συντηρητική Ελλάδα του ’60 και του ‘70, διψώντας για ταξίδια και αμφισβήτηση του κατεστημένου. Βλέπουμε μια σκηνή από γυμναστικές επιδείξεις όπως ονόμαζαν τότε τίς σχολικές γιορτές στο τέλος του σχολικού έτους, ο Γιάννης παιδί στα ασαφή όρια του χώρου της μνήμης μέσα από το σβήσιμο των μορφών, στο πίσω επίπεδο ένα καράβι σηματοδοτεί τον τόπο αλλά και το βίωμα της ναυτικής καταγωγής, ενώ δεξιά κάτω δύο χέρια ενήλικα, (ο παρόντας χρόνος, του ενήλικα καλλιτέχνη;) πάνω από παιδικά παιχνίδια, μια σημαία, το κλίμα μιας εποχής.
Ο Αδαμάκης παρά το γεγονός ότι αγαπά τη γραφή στις συνθέσεις του, αυτή τη φορά επιλέγει έναν κρυπτικό τρόπο -όπως ανέφερα- να εντάξει αυτή την πληροφορία στο έργο. Οι εμβόλιμες εικόνες παίρνουν αυτό τον ρόλο εδώ, καθώς τα αρχικά των αντικειμένων που αναπαριστούν σχηματίζουν ένα αρκτικόλεξο του τίτλου του ποιήματος.
Το πορτραίτο (1999-2000-2017)
Το πορτραίτο, ένα από τα πολλά που ο καλλιτέχνης αναπαριστά τον εαυτό του στην παιδική ηλικία, βρίθει της προσφιλούς του σημειολογίας. Πλοίο, σημαίες, παιχνίδια, γυναικεία φιγούρα. Η μορφή του καταλαμβάνει σχεδόν όλη την επιφάνεια και τέμνεται σε τέσσερα μέρη, ακολουθώντας τον αποσπασματικό ρυθμό της σύνθεσης. Αν ήταν βιβλίο το συγκεκριμένο έργο θα αποτελούσε ένα κεφάλαιο που θα συνέδεε την παιδική του ηλικία, [μαθητική ζωή, οικογένεια, ατμόσφαιρα της εποχής, (σημαία)], με την εξέλιξή του (μικρό πορτραίτο) και την καλλιτεχνική του διαμόρφωση (Ρέμπραντ). Το αγόρι βγαίνει σχεδόν από το σκοτάδι, το βάθος της μνήμης, η μόνη ένταση στο χρώμα είναι το μπλε στο κάτω μέρος, το μπλε της σχολικής ζωής και της θάλασσας. Ο Αδαμάκης έχει έναν μοναδικό τρόπο συμπύκνωσης της αφήγησης με λιτά μέσα.
Στο σημείο αυτό θέλω να συνδέσω τη «γραφή» του με αυτή του φίλου του ποιητή Μιχάλη Γκανά. Η τέχνη τους συναντάται θεωρώ σε δύο σημεία: στην απλότητα των μέσων και την έντονα βιωματική προέλευση και ατμόσφαιρα πολλών από τα έργα τους. Ο Γκανάς χρησιμοποιεί απλές, καθημερινές λέξεις και τους δίνει μια μοναδική δύναμη μέσα από την ποίησή του. Ο ζωγράφος κάνει το ίδιο με την απεικόνιση απλών, καθημερινών αντικειμένων.
Το μπλε που σε τυλίγει
Το μπλε που σε τυλίγει
Είναι η στάχτη του καμμένου χρόνου.
Φυσάει ένας αέρας,
Φέρνει φωτογραφίες και τετράδια
Από τα κάτω χρόνια
Περιγραφή και ανάλυση του έργου Επιστροφή (2000-2018)
Επέλεξα να παρουσιάσω το τρίπτυχο με τον τίτλο Επιστροφή, ένα έργο του 2000 που επεξεργάσθηκε εκ νέου ο καλλιτέχνης το 2018. Εκείνη τη χρονιά παρουσιάστηκε σε έκθεση με τίτλο Το μπλε που σε τυλίγει στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο Ύδρας. Ο Αδαμάκης διατηρεί μια ιδιαίτερη διαλεκτική με τις δημιουργίες του, καθώς κατά καιρούς επιστρέφει σε αυτές ξαναδουλεύοντας τις συνθέσεις.
Πέρα από τις προσωπικές ιστορίες που ξετυλίγει εδώ ο ζωγράφος, το συγκεκριμένο έργο δυνητικά αποτελεί μια ιστόρηση της ζωγραφικής του, μια βιογράφησή της, η οποία έγινε τυχαία ή όχι.
Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται σχηματικά ένα σπίτι με τον αφαιρετικό τρόπο της πρώτης περιόδου του καλλιτέχνη και τα ελάχιστα χρώματα. Στο μεσαίο μέρος η γεωμετρική διάταξη γίνεται πιο οργανωμένη, με συμβολικά στοιχεία και ματιέρες από φυσικά υλικά των κολάζ, υποδεικνύοντας την αντίστοιχη εξέλιξη. Ενώ στο τρίτο ενσωματώνει μεγάλο μέρος της εικαστικής του γλώσσας, θεματικά και τεχνοτροπικά, όπως τα γραμμικά σχέδια, την απεικόνιση των πλοίων και της θάλασσας, τις οικογενειακές φωτογραφίες, την τυπογραφία, την όψη του παλίμψηστου.
Από τον τίτλο αντιλαμβανόμαστε πως πρόκειται για ένα σημαντικό έργο και κεφάλαιο στη ζωή του καλλιτέχνη. Στις οικογένειες των ναυτικών η επιστροφή και ο αποχωρισμός είναι ένας διαρκής κύκλος, μια έναρξη και ένα τέλος βαρύνουσας σημασίας. Συνοδεύονται από μια «τελετή», όπου όλα έχουν σημασία στον τρόπο που υποδέχεσαι τον ναυτικό, πως προετοιμάζεις την αναχώρηση.
Και στα τρία μέρη υπάρχει η σχηματική αναπαράσταση του οίκου, με όποια σημασία, της καταγωγής, του εαυτού. Στην πρώτη πιο έντονα, όπου στο κέντρο διακρίνεται ένα μικρό ομοίωμα σπιτιού είσοδος; πυρήνας; και σκάλες που δίνουν πρόσβαση, στην επιστροφή, στον αποχωρισμό. Στο δεύτερο μέρος το σχήμα του οίκου σχεδόν χάνεται, καθώς η σύνθεση πυκνώνει. Στο κέντρο και στην καρδιά της σύνθεσης ένα περιστέρι, αγγελιοφόρος, ένα πτηνό που επιστρέφει. Θα μπορούσε να αποτελεί συμβολισμό στη μορφή του ναυτικού πατέρα, ο οποίος είχε περιθάλψει ένα περιστέρι στη μέση του ωκεανού και εκείνο έμεινε μαζί του. Ο πατέρας το έφερε πίσω από τις μακρινές θάλασσες στον Πειραιά, αλλά σύντομα απήχθη προφανώς από εκτροφείς περιστεριών, μια συνήθης ενασχόληση εκείνον τον καιρό στις ταράτσες των σπιτιών. Ο πατέρας απών, το πορτραίτο του ζωγράφου, ο κόσμος του: μια σημαία, ένα δέντρο, μια γυναίκα, ένα πανί που το παίρνει ο άνεμος με τις ευχές όλων για καλό ταξίδι. Όλα με την πατίνα του χρόνου, κι ο ουρανός, ένα άνοιγμα, προστασία, μια διαφυγή από τον βιωμένο χρόνο. Στο τρίτο μέρος διακρίνεται πάλι η σκεπή. Στο κέντρο της σύνθεσης ένα καράβι, παρών-παρόν, η επιστροφή. Επιστροφή στον οίκο, στον εαυτό. Το ταξίδι δεν είναι μόνο του πατέρα, αλλά και του ζωγράφου. Με τρεις εικόνες καραβιών εγκιβωτίζει άλλα έργα του, παλιές οικογενειακές φωτογραφίες τον υποδέχονται, ένας γλάρος που κοιτάζει μπροστά ετοιμάζει την επόμενη αποχώρηση. Ο Αδαμάκης χρησιμοποιεί συχνά τη γραφή ως αφηγηματικό στοιχείο, τα τυπογραφικά γράμματα, έμμεση αναφορά στην εικονογραφημένη ιστορία, στη βυζαντινή παράδοση και την pop art.
Η σταδιακή πύκνωση της αφήγησης και των χρωμάτων δημιουργεί μια συναισθηματική κλιμάκωση, αντίστοιχη με το βίωμα του αποχωρισμού και της Επιστροφής του ναυτικού στην οικογένειά του, ενός ανθρώπου στην πνευματική του αναζήτηση, του ταξιδιού.
«Οι άνθρωποι επιδιώκουν τη φυγή, τον πόνο του αποχωρισμού. Οι άνθρωποι πάντα ταξιδεύουν. Όμως συχνά δεν επαναπατρίζονται. Χάνονται, ξεχνιούνται. Μένουν φωτογραφίες-βλέμματα που μας κοιτούν κατάματα. Ακουμπούν στη μνήμη μας».
Αυτή τη μνήμη διασώζει ο ζωγράφος, δική του και δική μας.
Ο Γιάννης Αδαμάκης βιογράφος και βιογραφούμενος: Ουράνια Επίστεψη
Παρότι ο Αδαμάκης έχει πληθώρα έργων που αφορά στη σημερινή μας συζήτηση, όπως οι τελευταίες εκθέσεις που παρουσίασε στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, Τα νυχτερινά και το Πασπαρτού, θα επιλέξω έναν άλλον τρόπο εικαστικής αυτοϊστόρησης που επισημαίνουμε στο έργο του, την ένταξη της προσωπικής ιστορίας στην αναπαράσταση μιας ιστορικής προσωπικότητας.
Θα δώσω ένα παράδειγμα από τη σειρά έργων που δημιούργησε στο πλαίσιο εορτασμού από τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 και συγκεκριμένα το πορτραίτο του Γεωργίου Καραϊσκάκη, με τον οποίο σχετίζεται βιωματικά. Ο καλλιτέχνης μεγάλωσε στα Ταμπούρια, την περιοχή του Πειραιά που πήρε το όνομά της από τις οχυρώσεις του οπλαρχηγού για την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Τούρκους.
Ο τίτλος του έργου Ουράνια Επίστεψη προϊδεάζει τον θεατή για την εξιδανίκευση που πιθανώς επιφυλάσσει στον ήρωα. Η φιγούρα απεικονίζεται στο κέντρο του πίνακα, ολόσωμη, να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του. Το πρόσωπο μετωπικό, έλκει το βλέμμα του θεατή καθηλωτικά, μέσα σε μία νηφαλιότητα, όχι τόσο βιογραφική, αλλά μεταθανάτια, του ήρωα που έχει λάβει τις τιμές, που έχει δει την πατρίδα να ελευθερώνεται, που η ψυχή του ησυχάζει. Μοιάζει περισσότερο με απόπειρα ζωντανού διαλόγου με τον ήρωα παρά για μία απλή αναπαράστασή του. Παρά την ολόσωμη απεικόνιση, το κύριο μέρος του έργου είναι το βλέμμα του Καραϊσκάκη, μία απόδοση ενός γήινου πνεύματος. Το λευκό της φουστανέλας με δεξιοτεχνία τονίζει το πρόσωπο και τα όρια του σώματος χάνονται στο ψηφιδωτό της σύνθεσης, όπως χάνεται η ιστορική γνώση και η αλήθεια ή περιορίζεται στις καταγραφές τρίτων.
Δηλώνει την πρόθεσή του να αγιοποιήσει τη μορφή με ένα ουράνιο τόξο στα δεξιά αντί για φωτοστέφανο, και δίνει την επιλογή στον θεατή εάν θα το φανταστεί να περιβάλλει την ηρωική μορφή ή όχι, παραπέμποντας στις πλείστες ερμηνείες της δράσης του Καραϊσκάκη, αλλά και εγείροντας θέματα προτύπων και ιστορικών ρόλων.
Ο άγιος Γεώργιος, έφιππος στα αριστερά, προστάτης άγιος του ήρωα με το ίδιο όνομα, αλλά και συμβολική του απεικόνιση ως έφιππος πολεμιστής που ήταν και ο ίδιος, άλλη μία εικόνα ηρωοποίησης και εξιδανίκευσης.
Στην αριστερή γωνία του πίνακα κοντά στα αρχικά του αγωνιστή, εμφανίζονται ρωσικά γράμματα παρμένα από ένα ρωσικό θρησκευτικό ξυλόγλυπτο του 15ου αιώνα, παράδοση στην οποία εγκύπτει ο ζωγράφος και αποπειράται να καταθέσει εδώ τα δικά του «όσια και ιερά» ως μελετητής, πλάι στα σύμβολα του έθνους που συλλέγει και μοιράζεται μαζί μας.
Στη σφαίρα των συμβόλων χρησιμοποιεί τα πουλιά τα οποία στέκονται στα μέρη των ψηφιδωτών επιφανειών που δημιουργεί, στοιχεία μίας ονειρικής πραγματικότητας την οποία χρειάζεται για να πλαισιώσει το αφήγημά του, αλλά και πρωταγωνιστές του ουρανού της ιστορικής μνήμης που συνθέτει. Σε χρωματική αρμονία ή αντίθεση με την κεντρική φιγούρα στέκουν ως η ψυχή του ήρωα, οι σύντροφοί του στα βουνά, το σύμβολο της ελευθερίας του. Το πιθανότερο είναι κάποια από αυτά να παραπέμπουν σε προσωπικούς συμβολισμούς του καλλιτέχνη, καθώς σε όλη τη σύνθεση τους μοιράζεται με τον ήρωά του. Ο τίτλος του έργου Ουράνια Επίστεψη υπενθυμίζει τον φυσικό χώρο των πουλιών τα οποία μπορεί να είναι οι αγγελιοφόροι της επίστεψης και στοιχεία σύνδεσης ενός ουρανού τον οποίον επιθυμεί να μοιραστεί ο ζωγράφος με την ιστορική προσωπικότητα δημιουργώντας εμμέσως έναν κοινό εξιδανικευμένο χώρο όπως ο ουρανός, αλλά και πολύ γήινος όπως αυτός όπου ζει εκείνος.
Φανερά, αντλεί την προσωπογραφία του από την παράδοση και αναπαριστά την πηγή του στα δεξιά, ένα γνωστό πορτραίτο της εποχής, το οποίο μαζί με το λάβαρο της επανάστασης είναι δηλωτικά της ταυτότητας, αλλά και της ιστορικής συνθήκης του ήρωα. Στο κάτω μέρος, ο καλλιτέχνης τοποθετεί την ολόσωμη μορφή του παππού του, περνώντας από τη συλλογική μνήμη στην προσωπική, μιλώντας για τη συνέχεια του Έθνους από τη μία πλευρά, αλλά και τη δική του ιστορική συνέχεια, σε μία προσπάθεια αναδίφησης του εγγύτερου συνδέσμου στον χρόνο με το ένδοξο παρελθόν της πατρίδας, όπως μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά. Με αυτή τη μεταφορά ο Αδαμάκης δεν αναζητά απαραίτητα να αγγίξει τον μύθο των ηρωικών προγόνων, αλλά το πιθανότερο μιλά στον θεατή για την ίδια του την βιολογική ύπαρξη ως Έλληνα και τον στοχασμό σε σχέση με την Ιστορία που εγείρει η συνέχεια αυτή.
Ο Αδαμάκης «οικειοποιείται» τον ήρωα για να μεταφέρει δικές του μνήμες, αλλά και μιλάει για τον ήρωα μέσα από την γλώσσα που τον γνώρισε. «Κεντάει» το έργο του με κεφαλαία γράμματα της αλφαβήτου και μαθηματικά σύμβολα, παραπέμποντας στη σχολική εμπειρία του μικρού μαθητή που υπήρξε και ήρθε κοντά στον μύθο «του γιού της καλογριάς», δηλώνοντας όχι μόνο τα αθώα μάτια και την αντίληψη ενός παιδιού για τον ήρωά του, αλλά και τη διδασκαλία της Ιστορίας, η οποία σήμερα αποτελεί μείζον κοινωνικό, ιδεολογικό και εκπαιδευτικό ζήτημα.
Η σύνθεση αποπνέει μακαριότητα ως μία προσπάθεια συλλογικού αλλά και προσωπικού νέου αφηρωισμού του Καραϊσκάκη. Η φωτιά του πολέμου όπου έζησε εκείνος, δίνει τη θέση της στον πόλεμο της διατήρησης της μνήμης, της σύνδεσης με την Ιστορία, με τη συνέχεια του ελληνισμού την οποία ζει σήμερα ο καλλιτέχνης.
Είναι σαν να συνομιλεί εικαστικά με τον Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος στην ερώτηση που του υπέβαλαν κάποτε «Μα πιστεύετε σοβαρά ότι είστε απόγονοι του Λεωνίδα και του Θεμιστοκλή;» απάντησε:
«Όχι, είμαστε απόγονοι μονάχα της μάνας μας, που μας μίλησε ελληνικά, που προσευχήθηκε ελληνικά, που μας νανούρισε με παραμύθια για τον Οδυσσέα, τον Ηρακλή, τον Λεωνίδα και τον Παπαφλέσσα, και ένιωσε την ψυχή της να βουρκώνει τη Μεγάλη Παρασκευή μπροστά στο ξόδι του νεκρού Θεανθρώπου».
Επίλογος
Δεν είναι δυνατόν να καλύψει κανείς τον σχολιασμό για το αυτοβιογραφικό στοιχείο στο έργο του Γιάννη Αδαμάκη σε λίγες σελίδες. Ο Αδαμάκης, ένας κατεξοχήν γραφέας της μνήμης, στα έργα του συνδυάζει τη ρεαλιστική ζωγραφική με τον συμβολισμό, συνδέοντας τον χρόνο σε ποικίλα μοτίβα, ανατέμνοντας το ασυνείδητο, με λοξή ματιά αφηγούμενος την ιστορία του, ανοίγοντας διάλογο με τον θεατή, ονειρικό, νοσταλγικό, αλλά και επώδυνο με υποκειμενικές προεκτάσεις και όρια.
Εμπλουτίζει διαρκώς το βιβλίο της ζωής του με τον χρωστήρα, «άλλοτε φλυαρώντας και άλλοτε ψελλίζοντας» όπως λέει, επιλέγοντας αρχετυπικά θέματα (οικογένεια, δημιουργία, σημεία καμπής, έρωτας, αξίες) που συγκλίνουν θεματικά και εκφραστικά με τη γραφή. Η ζωγραφική μνημειώνει το εικονιζόμενο, όπως και οι λέξεις το βίωμα, με σκοπό τη μνήμη και την αλήθεια.
«Ας κάνει ο καθένας μας την ενδοσκόπησή του. Ας βρει την αλήθεια του, χωρίς να κοπιάρει τις αλήθειες άλλων. Ας αφεθεί στην καθαρότητα των αρχικών του προθέσεων κι ας υψώσει τη φωνή του. Γιατί η Τέχνη είναι κραυγή, δεν είναι ψίθυρος. Και τότε θα διαμορφωθεί μια εθνική πολιτισμική συνείδηση»
Θα ήθελα να κλείσω με μερικούς στίχους του αγαπημένου του ποιητή Φερνάντο Πεσσόα, που τόσο πολύ θυμίζουν τη γραφή του Γιάννη Αδαμάκη:
Τα υπερωκεάνια που μπαίνουν με το πρωί στο λιμάνι,
φέρνουν για μένα,
το χαρούμενο και λυπημένο μυστήριο
του ερχομού και της αναχώρησης.
Φέρνουν μνήμες από μακρινές αποβάθρες,
κι άλλες στιγμές της ίδιας ανθρωπότητας
σ’ άλλα λιμάνια με τρόπο διαφορετικό.
Κάθε αγκυροβόλημα, κάθε βίρα τις άγκυρες,
είναι- το νοιώθω μέσα μου σαν το αίμα μου-
ασυνείδητα συμβολικό, τρομερά απειλητικό,
γεμάτο έννοιες μεταφυσικές
που αναστατώνουν μέσα μου αυτόν που υπήρξα.
………………………………………………………
Όλη η θαλασσινή ζωή! Όλα στη θαλασσινή ζωή!
Διεισδύει στο αίμα μου όλη αυτή η λεπτή γοητεία
και σκέφτομαι ατελείωτα τα ταξίδια.
Θέλω να φύγω μαζί σας, θέλω να βρεθώ αντιμέτωπος
με τους κινδύνους σας, να νιώσω στο πρόσωπό μου
τους ανέμους που γέμισαν ρυτίδες το δικό σας,
να μοχθήσω στο έργο σας, να μοιραστώ μαζί σας
τις καταιγίδες, να φτάσω τέλος, σαν κι εσάς
σε θαυμαστά λιμάνια! Να δραπετεύσω μαζί σας
απ’ τον πολιτισμό !
Ο Γιάννης Αδαμάκης δραπέτευσε στην τέχνη παίρνοντας μαζί του κι εμάς.
Ίδρυμα Β&Μ Θεοχαράκη, 19 Απριλίου 2024
— Οι Φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Ταλιάνη
Last modified: 23/04/2024