Κείμενο του μεγάλου μας ζωγράφου
για τον κορυφαίο καλλιτέχνη του 20ου αιώνα
«Είναι το κλειδί της Ποίησης, που μας ανοίγει τη θύρα για να δούμε τη ζωγραφική… Σε έναν πίνακα υπάρχει μια ποίηση του χρώματος, μια ζωή σχήματος και ρυθμού – με μια λέξη υπάρχει πλαστική ρίμα».
Πικασσό (25 Οκτωβρίου 1881 – 8 Απριλίου 1973)
Προκειμένου να συμφωνήσουμε για την προσφορά του έργου του Πικασσό, θα χρειαζόταν να συζητήσουμε δίχως προκαταλήψεις και προ παντός με καλή πίστη και κρίση αδέσμευτη και δίκαιη. Γιατί, αν οχυρωθούμε με πείσμα, πίσω απ’ τη δική μας προσωπικότητα και τα όποια επιτεύγματα της ή γενικότερα τις αρχές μας και δεν θελήσουμε να υποβληθούμε στον κόπο να αναλογιστούμε ότι, αν τυχαίνει να μην συγκινούμεθα από το έργο του, αυτό μπορεί να συμβαίνει πρωτίστως από αδυναμία δική μας, τότε δείχνουμε πως έχομε λησμονήσει το γεγονός ότι αν πολλές μεγαλοφυΐες έχουν ξεκόψει από την εποχή τους, υπάρχουν και άλλες που την έχουν ήδη ξεπεράσει.
Πάνω από μισό αιώνα τώρα ο Πικασσό καθοδηγεί και διαπλάθει την καλλιτεχνική ευαισθησία τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, έστω κι αν στο ίδιο αυτό διάστημα, παρουσιάστηκαν κι άλλοι καλλιτέχνες ισάξιοί του. Εν τούτοις, ποιος λίγο, ποιος πολύ, άλλοι πρώτοι κι άλλοι ύστεροι, όλοι οι καλλιτέχνες πέρασαν σαν από μια αναγκαιότητα καθορισμένη, κάτω από την επίδραση του έργου του Πικασσό, άντλησαν τις δικές τους κάποτε εμπνεύσεις απ’ τα ποικίλα στάδια και την πολύμερη έκφραση των «εποχών» του. Γιατί, η τέχνη του Πικασσό, είναι πολυεδρική και πληθωρική και κάθε πλευρά της, κάθε ιδιότυπη έκφρασή της και κάθε εποχή της, διαμόρφωσε με ξεχωριστή κάθε φορά αξία, την ευαισθησία των συγχρόνων του.
Ας μην ξεχνάμε, πως από τα πρώτα χρόνια του αιώνα μας, ο Πικασσό υπήρξε ο πρωτοπόρος αιρετικός και ο ιδρυτής των πιο σημαντικών ευρωπαϊκών κινημάτων στις καλές τέχνες. Προικισμένος με μιαν εξαίσια ιδιοφυΐα και μ’ ένα πλούσιο τάλαντο, διέθετε από φυσικού του τα εφόδια εκείνα που του εξασφάλιζαν πάντοτε την επιτυχία, στις ποικίλες του ανταρσίες. Είχε πάντοτε την ικανότητα ν’ αποκαλύπτει έγκαιρα τα όρια ή καλύτερα, τα πέρατα κάθε κινήματος, για να μπορεί έτσι με θαυμαστή συνέπεια, να τα ξεπερνά, σε τρόπο που κανένα απ’ αυτά τα κινήματα –κατά βάθος ιδεολογικά- να μη μας προσφέρει την πλήρη εικόνα μιας έστω, εποχής ή μιας άποψης του έργου του και να παραμένουν όλα σαν τμήματα ενός συνόλου που ολοένα μας διαφεύγει το μέγεθος και η ποιότητά του.
Ακόμη και η κυβιστική περίοδος, που αποτελεί τη σημαντικότερη στιγμή του αιώνα μας καθώς και την πιο δημιουργική ανταρσία του Πικασσό, όταν την αντικρίσουμε μέσα στο τεράστιο και πληθωρικό σύνολο τής δημιουργίας του, παραμένει κι αυτή σαν κάποια εφαρμογή τεχνολογική στην ουσία της, ένας από τους πολλούς και διάφορους τρόπους της καλλιτεχνικής του έκφρασης.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, δεν μπορούμε να εννοήσουμε τον ιδιότυπο χαρακτήρα του Πικασσό, δίχως ταυτόχρονα να αντιπαραθέσουμε και ένα μεγάλο μέρος από το έργο του. Αντίθετα από άλλους καλλιτέχνες – από τους περισσότερους τουλάχιστον – για τους οποίους μας είναι αρκετό να ιδούμε ένα μονάχα έργο τους για να σχηματίσουμε σαφή γνώμη πάνω στο σύνολο της δημιουργίας τους, ο Πικασσό μας αναγκάζει να ανατρέξουμε ένα σημαντικό σύνολο έργων του. Τότε μόνο, δηλαδή ύστερα από επισταμένη έρευνα, είμαστε σε θέση να ανακαλύψουμε ότι στον Πικασσό δεν υπάρχει ένα σταθερό κέντρο με μονιμότητα μορφής ή ευαισθησίας. Υπάρχει η έμπνευση, η αποκάλυψη μια ανεξάντλητη αφθονία ευρημάτων, μια απίθανη ευφορία συλλήψεων, η πολυμήχανη εξερεύνηση. Υπάρχει όμως, ταυτόχρονα, και η συνεχής εξέλιξη, η συνεχής διαφοροποίηση, οι εναλλαγές, που «δένονται» με κάποια διαλεκτική εσωτερικής ποίησης μεταξύ τους, μιας ποίησης ενωτικής κατά βάθος, σαν βιολογική εντελέχεια. Έτσι ο Πικασσό με το έργο του, τόσο το κυβιστικό, που στέκει σαν επαναστατική αφετηρία νέων εξελίξεων, όσο και το μετέπειτα πολυμήχανο και πολύπλευρο, το βυθισμένο μέσα στην πανάρχαιη πρωτεϊκή κι αρχαΐζουσα εμπειρία και το αναδυόμενο μέσα από τον τον Ένγκρ και τον Σεζάν – μας έκανε να νιώσουμε με ενάργεια ότι ο κόσμος και η ζωή, έχουν απαλλαγεί πλέον από το εφθαρμένο, το σύνηθες, τις αποτελματωμένες επιθανάτιες μορφές.
Έκτοτε, βλέπομε και αισθανόμαστε γύρω μας, κάθε μέρα και διαυγέστερα, έναν άλλο κόσμο του γίγνεσθαι, κόσμο δημιουργίας κι ανανέωσης, που σε τελευταία ανάλυση, τον χρωστάμε στο διεισδυτικό βλέμμα τού καλλιτέχνη. Με τον τρόπο αυτό, η δημιουργική δραστηριότητα του καλλιτέχνη γενικότερα, κατέκτησε για πρώτη φορά σε τέτοιο βαθμό και δυναμισμό, τη μεγάλη εκείνη ποιητική πράξη της ανεξάντλητης κι ανανεωμένης, κάθε φορά, δημιουργίας. Μέσα σ’ αυτή τη συνεχή και επάλληλη διαδοχή μορφών, που παρακολουθούμε μισό αιώνα τώρα, αναγνωρίζουμε με περισσότερη αλήθεια, τον ουσιαστικό και βαθύτερο κατοπτρισμό της ζωής, στις όποιες καλλιτεχνικές αποτυπώσεις της. Και ταυτόχρονα αισθανόμαστε την ακαθόριστη εκείνη δύναμη, που ενώνει όλους τους ρυθμούς τάξης του κόσμου, με τις προσδοκίες που, ανέκφραστες ακόμα, υποφώσκουν μέσα στην ανθρώπινη συνείδηση.
Υπάρχει λοιπόν στο έργο του Πικασσό μια αδιάκοπη και κινητική εξέλιξη.
Μέσα στην αβέβαιη και περίτεχνη σύγχυση που χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή τις εικαστικές τέχνες – είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψουμε πάλι στο δίδαγμα του Πικασσό ωσάν προς ένα χώρο μεγάλης βεβαιότητας και σιγουριάς. Πρόκειται για έναν από τους πιο σημαντικούς καλλιτέχνες του καιρού μας που μεταμόρφωσε με ιδιοτυπία την πολλαπλή του πείρα. Επέτυχε να εκφράσει δια μέσου του έργου τέχνης, τόσο τον ίδιο εαυτό του, όσο και τον καθένα, σαν μια αντιπροσωπευτική μορφή του σύγχρονου ανθρώπου, με εκφράσεις ποικίλες που όλες τις διακρίνει το μόνιμα ανικανοποίητο. Κοιτάζοντας το έργο του, είμαστε υποχρεωμένοι να παραδεχθούμε, πως μέσα σ’ αυτό, υπάρχει, εξ άλλου, και προπαντός, η αληθινή μαρτυρία της εποχής μας. Ας μη μας διαφεύγει πως η ιστορική αναγκαιότητα του καιρού μας, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους χαρακτήρες της ζωγραφικής του Πικασσό. Τούτο αποδεικνύεται με αρκετή ευκολία, από το γεγονός ότι μέσα το έργο του, η άχρονη μορφή, το καθαρά φανταστικό σχήμα απαντάται πολύ σπάνια ή και δεν υπάρχει καθόλου. Το έργο του Πικασσό τις περισσότερες φορές είναι στενά συνδεδεμένο με τον ιστορικό χρόνο και ιδιαίτερα με την τάση της διαμαρτυρίας και της πολεμικής οξύτητας, που μας παρέχει το πολύμορφο κι αναρχούμενο θέαμα της ζωής. Λαμπρό παράδειγμα παραμένει το αριστούργημά του η Γκουέρνικα, που αποτελεί σταθμό για την εποχής μας, με τη μνημειώδη σύνθεση και τη δυναμική έκφρασή του – γέννημα ιστορικής στιγμής, η οποία εκφράζει τη σύγκρουση των κοινωνικών ιδεών του καιρού μας μέσα από το δράμα του ισπανικού εμφύλιου πόλεμου.
Όσοι ερευνήσουμε με την απαιτούμενη κρίση και ευαισθησία την περίπτωση Πικασσό – δηλαδή τη ζωή και το έργο του – και γνωρίζουν τους καλλιτεχνικούς αγώνες στους οποίους αποδύθηκε, με συνέπεια και θάρρος καθώς και το θεμελιώδες και βασικό έργο που παρήγαγε θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, πως αποτελεί ορόσημο ανάμεσα σε δυο εποχές. Η μια έκλεισε για πάντα, για ν’ ανοίξει ένας νέος αιώνας τέχνης. Γιατί, αναμφισβήτητα, το έργο του Πικασσό έχει επιβληθεί στην εικαστική συνείδηση των καλλιτεχνών, για τους οποίους είναι πια υποχρεωτικό πέρασμα.
Η ανατρεπτική σημασία του έργου του Πικασσό δεν συνίσταται στο γεγονός, ότι υποδιαίρεσε το αντικείμενο της πραγματικότητος. Ούτε στο γεγονός, ότι εδημιούργησε μια νέα αντικειμενική πραγματικότητα, από περίεργες και ιδιότυπες μορφές. Ούτε ακόμα ανευρίσκουμε τη σημασία του στην αυθαίρετη χρήση που έκανε του καθαρού χρώματος. Το βαθύτερο νόημα αυτής της ανατροπής υπάρχει σε ό,τι καινούργιο και, ταυτόχρονα, αντιφατικό μας έφερε, μέσα στην ατμόσφαιρα και το κλίμα που δημιουργήθηκε από τη δική του, προ παντός, προσφορά.
Ακόμα στο γεγονός ότι συνέτριβε συνεχώς έναν αναλλοίωτο κόσμο, που υφίστατο και διετηρείτο έως τότε χάρη σε μια παράδοση πνευματικών αξιών, η οποία είχε οριστικά χρεοκοπήσει. Και θα πρέπει να προσθέσουμε ακόμα ότι εκείνο που κυρίως απέκτησε η μοντέρνα ζωγραφική, όταν ο Πικασσό εισήγαγε με τρόπο κατηγορηματικό και αναντίρρητο, είναι ο δυναμισμός της.
Ο Πικασσό υπήρξε πάντοτε ένας άνθρωπος ζωντανός, που ζωγράφιζε ή έπλαθε τον άνθρωπο, ακριβώς όπως υπάρχει μέσα στη δική του πραγματικότητα. Με όλες τις αντιθέσεις του δηλαδή, που αντιμάχονται η μία την άλλη και παρεμβαίνουν ανασχετικά στην τελείωση του. Πιστεύουμε, επομένως, πως συνεχιστές του θα πρέπει να είναι εκείνοι που θα ξέρουν να κοιτάξουν τη ζωή και την κοινωνία, αυτή την πραγματικότητα, τον άνθρωπο «οίος εστί».
Όσο εν τούτοις, είναι αληθινή η διαπίστωση τούτη για το έργο του Πικασσό, άλλο τόσο μπορεί να γίνει και επικίνδυνη για τους συνεχιστές του. Αυτή η κοινωνική και ανθρώπινη πραγματικότητα που υπάρχει στο έργο του Πικασσό δεν έχει καμμιά σχέση με ό,τι ονομάζουμε συνήθως «ρεαλιστική» τέχνη και που δεν είναι άλλο από ένα κραυγαλέο φαινόμενο, με περιεχόμενο δανεισμένο από τομείς ξένους προς την τέχνη. Το ανθρώπινο περιεχόμενο στο έργο του Πικασσό συνιστά την επένδυση του ανθρώπου με τις πανάρχαιες και αδιάσειστες αξίες του πνευματικού μας ουμανισμού. Μιαν αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στα πλαίσια της δικής του πνευματικής υπέρβασης, όπου θα μπορεί ν’ ανακαλύψει και πάλι καινούργιους θρύλους και νέους θεούς.
Το έργο του Πικασσό το χαρακτηρίζει ένας ιερός συμβολισμός, που συγγενεύει πολύ μ’ εκείνο το μυστηριακό στοιχείο, που ανευρίσκομε, στις πρωτόγονες και τις αρχαϊκές τέχνες. Τα πορτραίτα του, έχουν γίνει ιερατικές μορφές, με πρωτογονικά σχήματα, δίχως την παραμικρή περίτεχνη καλλιέπεια, όπου εδρεύει ένα γνήσιο αίσθημα ανθρώπινου μεγαλείου και μια ατμόσφαιρα μόνωσης και θανάτου. Ενώ το όλο έργο στη συνθετική του ολοκλήρωση αποβαίνει γεγονός συνείδησης και διακήρυξη ελευθερίας.
Οι «Τρεις Μουσικοί», από τη δεύτερη κυβιστική περίοδό του, είναι μια συνεκτική ενότητα μορφής. Μια σίγουρη κατάκτηση του καλλιτέχνη. Οι μορφές των μουσικών, στη γεωμετρική τους παράθεση, μας θυμίζουν τη γεωμετρικότητα των κούρων της πρώιμης αρχαϊκής τέχνης, με την υπερήφανη σταθερότητα των ζωντανών εκείνων όντων που έχουν αποκτήσει συνείδηση της πνευματικής τους υπεροχής. Η τέχνη των κούρων, ήταν ένα μέσο συνδιαλλαγής του ανθρώπου με το εσωτερικό, το συνειδησιακό ανέβασμά του, που τον συνέθλιβε και τον απειλούσε κάθε στιγμή να διακηρύξει την προσωπική του ελευθερία.
Εν τούτοις, η αγωνία του, οι προσδοκίες, οι χαρές του, είχαν γίνει θεότητες διεσπαρμένες μέσα στη φύση. Κάποιο ιερό κι ανεξιχνίαστο μυστήριο μεσολαβούσε ανάμεσα σ’ αυτόν και το φυσικό περιβάλλον και τον ίδιο. Σαν συνέπεια εκ των πραγμάτων πλέον επιβεβλημένη γεννήθηκε τότε το έργο τέχνης, που στάθηκε ο φορέας της ιερής αυτής και της ιερότερης ακόμη ελευθερίας.
Τον λησμονημένο αυτό αντίλαλο της συνείδησης, απηχεί και σήμερα ο κυβισμός κι εντελώς ξεχωριστά το σύνολο του έργου του Πικασσό, σ’ όλη του την πολυκύμαντη κι εξαίσια περιπέτεια. Για τούτο,αν το έργο αυτό είναι μια ποιητική πράξη βέβαιη και ασφαλής, με σταθερή αντικειμενική επιδίωξη, ενέχει μ’ όλα ταύτα, μιαν απέλπιδα αστάθεια σ’ αυτήν ίσα – ίσα τη θυελλώδη αναδίπλωση. Αυτός είναι ο αντικειμενικός σκοπός, που πάντα διαφεύγει σ’ ένα μακρινό σημείο ενός αόρατου ακόμα ορίζοντα. Μας τον απέκρυψαν οι παλινωδίες ενός ψευδόμενου πολιτισμού, όταν το πνεύμα και συνείδηση του ανθρώπου, δεν εύρισκαν πλέον τη δικαίωσή τους σε κάποια υπέρβαση θεοτική, μα έσκυβαν στη δύναμη της κρατούσης κοινωνικής κάστας στη θέληση του κοινωνικού δυνάστη.
Ένα άλλο γνώρισμα του έργου του Πικασσό είναι η αντιπροοπτική τάση, θα λέγαμε. Και παλαιότερα ο χώρος του εικαστικού έργου, πάντως από την Αναγέννηση και δω, και ιδίως από τον Πάολο Ουτσέλλο, που υπήρξε ο μανιώδης εκφραστής του προοπτικού χώρου – απλώθηκε πάνω στις διαστάσεις της ευκλείδιας γεωμετρίας. Η προοπτική έγινε ένα αναπόσπαστο κι αναμφισβήτητο μέτρο αξίας του καλλιτεχνικού έργου. Η αντίθεση του Πικασσό προς τον προοπτικό χώρο, εξεδηλώθηκε σαν μια πολεμική, με σκοπό την καταστροφή του. Γιατί χάρη στην κυβιστική αναθεώρηση, ο χώρος αυτός θεωρήθηκε έκτοτε σαν αντιπνευματικό μέσο διατύπωσης του καλλιτεχνικού αισθήματος. Έτσι η καταστροφή του αναπαραστατικού χώρου της προοπτικής, έγινε ταυτόχρονα και έργο ανοικοδόμησης, αφού η προοπτική του χώρου, αντικαταστάθηκε από μιαν άλλην αξία, πνευματικώτερη και έγινε μια προοπτική χρόνου.
Έγινε δηλαδή το χρονικό εκείνο διάστημα το αναγκαίο για την κατασκευή του έργου τέχνης. Σ’ αυτό το διάστημα πραγματοποιείται μια νέα εικόνα, γέννημα νοητικό, κι ακόμα γέννημα επιθυμίας της συνείδησης για πρωτοβουλία και προτεραιότητα, όσο και ανυποταξίας απέναντι στη στενή διατύπωση του αντικειμενικού θεάματος, όταν αυτό κυριαρχείται από προκαταλήψεις και νόμους εκ των προτέρων καθορισμένους. Αυτή η ερμηνεία απλοποιεί τη προσπάθειά μας για να κρίνομε το έργο του Πικασσό και μας επιτρέπει να ιδούμε την ενότητα εξέλιξης του καλλιτέχνη που, εξωτερικά, παρουσιάζεται πολύπλοκη και αντιφάσκουσα. Αντίθετα, το έργο του εμφανίζεται τώρα στο σύνολό του, συγκροτημένο τέλεια, με μια θαυμαστή συνεκτικότητα.
Στα τελευταία δέκα χρόνια ο Πικασσό μας παρουσιάζει ένα νέο φαινόμενο της πλούσιας και πολύπλοκης ιδιοσυγκρασίας του. Σε μια περίοδο, που η Τέχνη εγκατέλειψε στη μεγάλη της πλειοψηφία τουλάχιστον, κάθε σύνδεσμο με το αντικειμενικό στοιχείο και απέκοψε με κάποιαν αλαζόνα κι άφρονα ανεξαρτησία, κάθε είδους επαφή με την παράδοση, ο Πικασσό πλησιάζειπερισσότερο με ιδιότυπο πάντα τρόπο του τους παλιούς μαίτρ.
Τούτη η προσέγγισή του προς μια παραδοσιακή πλαστική πειθαρχία που εξεδήλωσε, αποτελεί, φαίνεται γι’ αυτόν κάποια προοδευτική πρόθεση να ολοκληρώσει τη δραστηριότητά του. Είναι αλήθεια, άλλωστε, πως ποτέ ο Πικασσό δεν απομακρύνθηκε πραγματικά, από την πλαστική έκφραση του παρελθόντος.
Το μορφολογικό περιεχόμενο του έργου του στο σύνολό του, ξεκινούσε πάντοτε, σε κάθε εποχή του, από την βασική ιδέα, πως η Τέχνη στην ιστορική της πορεία, είναι μια διαρκής αλληλουχία και μια συνέχεια. Εκείνο που τον ξεχωρίζει από την παλιά έκφραση, είναι ότι μέσα στην βαθύτατη ουσία του παλιού έργου, εισάγει τους κραδασμούς και τις ζωντανές δυνάμεις της δικής του συγκίνησης. Ζωγραφίζει έτσι μια σειρά παραλλαγών από πίνακες παλιών μαίτρ, όπως του Βελάσκεθ, του Ντελακρουά, του Κράναχ, του Γκρέκο κ.ά. Μια εμβάνθυση, με αυστηρότητα και επινόηση. Εμβαθύνει μ’ επιμονή και, πείσμα και συγκίνηση στις παλιές μορφές της παράδοσης, και αυτό τον κάνει ποιητή, του δίνει τη δυνατότητα να μεταπλάσει την παλιά πλαστική γλώσσα σε μια νέα πολυτάραχη ρίμα.
Οι πολύμοχθες αυτές παραλλαγές του αποκτούν κάποια ιδιαίτερη σημασία αυτή τη στιγμή, γιατί αποδεικνύουν με τρόπο απτό σε μια καλλιτεχνική γενιά, που παραδέρνει δίχως έρεισμα στέρεο ανάμεσα στην όποια επιτυχία και στην κραυγαλέα κι ασθμαίνουσα αυτοδιαφήμιση, – πως η τέχνη είναι κατ’ εξοχήν πόνημα διαρκούς θυσίας για να μπορέσει να γίνει έπειτα ένα βέβαιο κι ασφαλές έργο και ποιητική πράξη.
Θα αποτελούσε ασυγχώρητο σφάλμα αν από την καλλιτεχνική ζωή του Πικασσό εκείνο που θα μας συγκινούσε προπάντων και που ίσως το θέταμε και ως μοναδικό μας σκοπό, θα ήταν η παγκόσμια φήμη που απέκτησε. Αναγνωρίζουμε στην περίπτωση του Πικασσό μιαν ιδιαίτερη εύνοια της τύχης. Κι αναλογιζόμαστε την τραγική ζωή του Βαν Γκόγκ, του Σεζάν ή του Ρέμπραντ, καθώς και όλων εκείνων που έζησαν και πέθαναν μέσα στην αθλιότητα, αφήνοντας τα λαμπρά τους έργα στην αιωνιότητα και τον παγκόσμιο θαυμασμό. Όταν σκεφτούμε μ’ αυτό τον τρόπο, βρίσκομε μέσα στη σύγχρονη ζωή του ανθρώπου, στην οποίαν αναπτύχθηκε, όπως ποτέ άλλοτε ίσως, ένας πεπερασμένος χώρος ζωής από τη γέννηση ως το θάνατο – γέννημα της λογικής αυτάρκειας – και που εν τούτοις κρύβει στα στενά της όρια ένα κάποιο ανθρώπινο μεγαλείο, την υπερβατική έννοια της διάρκειας και της αθανασίας, μόνο στα πνευματικά μας έργα.
Άλλοτε, ένας κοινός θρησκευτικός μύθος προεξέτεινε και μεγάλωνε την ανθρώπινη ζωή με την μετά θάνατο προσδοκία. Η συνειδητή μεγαλωσύνη των πνευματικών μας έργων είναι ότι μας καθιστά σήμερα κυρίους των πεπρωμένων μας. Η ιερή επένδυση του έργου τέχνης, αποτελεί μιαν ομολογία νίκης του πνεύματος ενάντια στη φθορά, που υπέστησαν οι αξίες του μύθου και της ποίησης, από τη σημερινή τεχνοκρατία. Το πεπερασμένο των τεχνικών μας ανακαλύψεων, παρ’ όλες τις ταχύτατες προοδευτικές τους εναλλαγές, ή ίσως και εξαιτίας τους αφήνει ανικανοποίητο το αίσθημα της διαρκείας που εκτρέφει η συνείδηση μας. Βαθύ κι ανεξιχνίαστο μυστήριο ετάραξε τις ανήσυχες συνειδήσεις των καλλιτεχνών. Ο Σεζάν πέθανε με την άλυτη απορία για την αξία και την εγκυρότητα του έργου του. Και το ανικανοποίητο οδήγησε τον Βαν Γκόγκ στην αυτοκτονία. Τους πρώτους αυτούς εξερευνητές της τέχνης ακολούθησε μια πλειάδα από ποιητές, καλλιτέχνες και, γενικότερα και πνευματικούς ανθρώπους. Πιστεύουμε πως αν, μια λυπηρή παρασπονδία που συντελέσθηκε στις μέρες μας, από τους καλλιτέχνες εκείνους, οι οποίοι αντικατέστησαν την πνευματική άσκηση και την πνευματική αναζήτηση με την όποια κοινωνική επιτυχία, ανέκοψε τη χθεσινή αυτή παράδοση των Μεγάλων, η Τέχνη θα επανεύρει τελικά τον πνευματικό της προορισμό. Η παρουσία του έργου του Πικασσό είναι η πλέον αποδεικτική μαρτυρία.
-
Ο Πάμπλο Πικάσο γεννήθηκε στη Μάλαγα της Ισπανίας στις 25 Οκτωβρίου 1873 και πέθανε στην πόλη Μουζέν της Γαλλίας στις 8 Απριλίου 1973 σε ηλικία 92 ετών. Ο σημαντικότερος, ίσως, εκπροσώπος της τέχνης του 20ού αιώνα, εισηγήθηκε μαζί με τον Ζωρζ Μπρακ τη σχολή του κυβισμού και θεωρείται σημαντικότατη η συνεισφορά του στη διαμόρφωση και εξέλιξη της μοντέρνας και σύγχρονης τέχνης.
-
Ο ζωγράφος Αλέκος Κοντόπουλος γεννήθηκε στη Λαμία το 1904 και πέθανε στην Αθήνα το 1975. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας με δασκάλους τους Δημήτρη Γερανιώτη, Γιώργο Ιακωβίδη, Νικόλαο Λύτρα και Παύλο Μαθιόπουλο. Ο Αλέκος Κοντόπουλος συνέγραψε το δοκίμιο το 1963 και περιλαμβάνεται στον τόμο «ενθύμιον ποιούμαι την τέχνην» (1971).
*Με εξαίρεση το μονοτονικό, προσπαθήσαμε να διατηρήσουμε επ’ ακριβώς τη γραφή του Αλέκου Κοντόπουλου.
Last modified: 25/10/2024