Η παραστατική ζωγραφική δεν γίνεται παρελθόν, δεν κλείνει το δρόμο προς τους νέους ορίζοντες του Μοντριάν
Μια άγνωστη περίοδο του διάσημου καλλιτέχνη Πητ Μοντριάν (1872-1944) φέρνει στο φως η έκθεση που πραγματοποιείται αυτήν την περίοδο στο Παρίσι, στο μουσείο Μαρμοτάν. Μια έκθεση θα λέγαμε αποκαλυπτική, και η οποία επικεντρώνεται στην περίοδο της αναπαραστατικής του ζωγραφικής, από τα πρώτα του δημιουργικά χρόνια έως το κατώφλι της αφαιρετικής ζωγραφικής, γύρω στο 1914, της οποίας θεωρείται και ένας από τους «πατέρες».
Από την αρχή η έκθεση μας προϊδεάζει τοποθετώντας ένα πρώιμο έργο του καλλιτέχνη κατεξοχήν αναπαραστατικό, μία νεκρή φύση που δημιούργησε στα 19 του χρόνια, δίπλα σε ένα από τα πρώτα αφαιρετικά του έργα του 1914. Και η έκθεση ικανοποιεί στη συνέχεια την επιθυμία και περιέργειά μας να ακολουθήσουμε το ενδιάμεσο, τη διαδρομή, την εξέλιξη, στα πρόθυρα της μετάλλαξης. Που ίσως και να ήταν, αφού ο Πητ Μοντριάν μαζί με τους συγχρόνους του Βασίλι Καντίνσκι, Φράντισεκ Κούπκα, Φράνσις Πικάμπια, Φερνάν Λεζέ και Ρομπέρ Ντελωναί, θα θέσει τη ζωγραφική σ’ ένα εντελώς νέο πρίσμα… αυτό της αφαίρεσης. Νέα προοπτική και σημαντική πρόκληση για τα χρόνια που θα έρθουν.
Η πορεία του, το πλούσιο παραστατικά προγενέστερο έργο του που παρουσιάζεται στην έκθεση, φανερώνει πώς η «αφαίρεση» του έργου του, στην οποία θα καταλήξει και θα υπερασπιστεί με πάθος και προσήλωση, φαίνεται να είναι στην ουσία μια μεγάλη συμπύκνωση ενέργειας. Η σχέση του τόσο με το σχέδιο όσο και με το χρώμα, στα αναπαραστατικά του έργα, είναι τόσο δυνατή και «θυελλώδης», που τα αφαιρετικά του έργα μοιάζουν λυτρωτικά. Διέξοδοι χειμάρρων. Που τελικά τιθασεύονται, μεταλλάσσονται, μεταμορφώνονται. Βρίσκουν τη θέση τους, με τάξη και ισορροπία, ανάμεσα σε οριζόντιες και κάθετες γραμμές, με χρώματα καθαρά. Ακλόνητα και αδιαμφισβήτητα. Δυνατά μέσα στην ηρεμία της «τάξης» τους.
Είναι σημαντική η συμβολή του Μοντριάν στην ιστορία της τέχνης. Διεύρυνε μια νέα εικαστική γλώσσα και άνοιξε νέους ορίζοντες στην αισθητική αντίληψή μας.
Τα πρώτα έργα της νιότης του, τοπία με αναφορές στην παράδοση της ολλανδικής τέχνης του 17ου αιώνα, αρχίζουν ήδη να ξεχωρίζουν με τον ιδιαίτερο «χειρισμό» των γραμμών, καθέτων και οριζοντίων, που γίνονται έτσι προάγγελοι του μετέπειτα έργου του. Επίσης από πολύ νωρίς θα δείξει τόλμη με τα χρώματα, αποφεύγοντας τη μίμηση της πραγματικότητας, χρησιμοποιώντας το χρώμα ως ακόλουθο του συναισθήματος αλλά και με συμβολική ιδιότητα.
Επίσης από νωρίς ο Μοντριάν θα ασπαστεί και τον θεοσοφισμό, δόγμα που εμφανίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, αναζητώντας το «θείο» μέσα στην ύλη και στον υπάρχοντα κόσμο. Γεγονός που θα επηρεάσει τις αναζητήσεις του πέρα από το «φαίνεσθαι», έντονα πνευματικές, προς το εσωτερικό βίωμα.
Ανήσυχος ως ζωγράφος, θα πειραματιστεί με τα κυρίαρχα από τα ευρωπαϊκά ρεύματα του καιρού του, όπως με το φωβισμό που θα τον καθορίσει για μεγάλο διάστημα, άλλα και με τον κυβισμό του Πάμπλο Πικάσο και του Ζωρς Μπράκ. Πάντα όμως παραμένει σε μια αναζήτηση εσωτερική, πριν περάσει στην καταλυτική της αφαίρεσης. Με τον όρο νεοπλαστικισμός, θα υποστηρίξει πλέον μια απελευθερωμένη τέχνη από οποιουδήποτε είδους συμβάσεις, με καθολικό χαρακτήρα, απευθυνόμενη σε όλους και εκφράζοντας την κοινή αλήθεια.
Ορισμένα παραστατικά έργα του 1916/17, όπως η σειρά με τους τρεις ανεμόμυλους και η φάρμα Duivendreht του 1916 που παρουσιάζονται στην έκθεση, είναι πλέον σαν ένα είδος παρένθεσης στην αφαιρετική του πορεία.
Μεγάλος υποστηρικτής του υπήρξε ο ολλανδός συλλέκτης Salomon Slijper (1884 – 1971), του οποίου πρωτίστως βλέπουμε τη συλλογή στη συγκεκριμένη έκθεση. Από τη στιγμή που θα ανακαλύψει το έργο του Μοντριάν γύρω στο 1914, και για πολλά χρόνια ακόμη, ο Slijper θα είναι ο βασικός αγοραστής του. Όμως το ενδιαφέρον του επικεντρώνεται κυρίως στην παραστατική ζωγραφική του Μοντριάν με λίγες εξαιρέσεις αφαιρετικών έργων.
Η έκθεση κλείνει με το διασημότερο ίσως αφαιρετικό έργο του ζωγράφου, «Σύνθεση σε κόκκινο, κίτρινο, μαύρο, γκρι και μπλε» (1921). Η επιγραφή που το συνοδεύει επισημαίνει ότι το 1930 ο Μοντριάν χαλάει τη σχέση του με το βασικό του συλλέκτη και φίλο, Slijper, ο οποίος τον παροτρύνει να δημιουργήσει παραστατικά έργα διακόπτοντας την αφαιρετική του περιπέτεια. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι υστερόχρονα ο Slijper παραδέχτηκε τη σημαντικότητα και την ουσία αυτών των έργων, λέγοντας χαρακτηριστικά το 1958 για το έργο «Σύνθεση σε πλέγμα 8» : «Μου πήρε πολλά χρόνια για να καταλάβω ότι το δέλεαρ αυτού του πίνακα βρισκόταν στην άκαμπτη επιθυμία του Μοντριάν να φτάσει μέχρι και το βάθος της ύπαρξης».
Ένα λουλούδι κάθε μέρα: Εντούτοις, είναι αξιοσημείωτο ότι μέχρι το τέλος, στην καθημερινότητά του, ο Μοντριάν συνέχιζε να ζωγραφίζει /σχεδιάζει ένα λουλούδι κάθε μέρα, με την πώληση του οποίου καταφέρνει να βγάζει τα προς το ζην. Αλλά και σαν άσκηση, όπως επισημαίνεται στην έκθεση· σαν μια σχέση ανάγκης με την πραγματικότητα και την αναπαράστασή της πριν ο ζωγράφος ξαναπιάσει τον νέο κόσμο που ο ίδιος άνοιξε… Η παραστατική ζωγραφική δεν γίνεται ποτέ παρελθόν, ούτε «κλείνει το δρόμο» προς τους νέους ορίζοντες του Μοντριάν.
Τα «κρυφά» του τριαντάφυλλα και χρυσάνθεμά του, δίπλα σ’ένα από τα πιο γνωστά αφαιρετικά έργα παγκοσμίως, μας επιβεβαιώνουν για τη συνειδητή απόφαση του, την ελευθερία του ως ζωγράφος –με όποιο τίμημα-, να επιλέξει, να πιστέψει και να ακολουθήσει το δρόμο που του όριζε η εσωτερική του φωνή… ανοίγοντας έτσι νέους δρόμους για όλους, δημιουργούς και θεατές, να επικαλούνται πλέον το σύνολο των αισθήσεων, και να μαθαίνουν να αφήνονται στο άγνωστο… που τελικά ίσως και να μην είναι τόσο.
Last modified: 24/10/2019