«Πρόκειται για ένα μεγάλο και θαυμάσιο σχέδιο για τη δημιουργία του πιο ωραίου ναού των τεχνών που υπήρξε ποτέ» είχε πει ο Γάλλος ποιητής Ζαν Ρεμπούλ για το Λούβρο λίγα χρόνια μετά την καθιέρωσή του ως μουσείο το 1793. Αρχικά, το Λούβρο θα ξεκινήσει ως φρούριο το 1190 για να μεταμορφωθεί στη συνέχεια, περί τα μέσα του 14ου αιώνα, σε βασιλική κατοικία. Έτσι, θα συνεχίζει να εξελίσσεται, να μεγαλώνει και να διακλαδίζεται προσαρμοζόμενο στις ανάγκες και στις επιθυμίες των εκάστοτε Γάλλων βασιλιάδων.
Ως μουσείο, θα ανοίξει τις πόρτες του για πρώτη φορά στις 10 Αυγούστου του 1793, μόλις λίγα χρόνια μετά τη γαλλική επανάσταση. Και θα γίνει τελικά ένα από τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου (60.600 τ.μ) με τη μεγαλύτερη επισκεψημότητα παγκοσμίως (9 εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως). Το Μουσείο των μουσείων.
Η τέχνη άρχισε να παίρνει θέση στα ενδότερά του ήδη από τη βασιλεία του Φραγκίσκου Α’ (1494 – 1547). Ο συγκεκριμένος βασιλιάς της Γαλλίας, ιδιαίτερα φιλότεχνος και επηρεασμένος από το αναγεννησιακό ρεύμα της εποχής του, θα φέρει κοντά του μεγάλους καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων και το Λεονάρντο ντα Βίντσι από τον οποίο θα αποκτήσει και την εμβληματική Τζοκόντα. Την ίδια περίοδο, θα περάσουν στην κατοχή του και έργα του Μιχαήλ Άγγελου, του Τιτσιανό του Ραφαήλ και άλλων σπουδαίων αναγεννησιακών καλλιτεχνών. Κάπως έτσι φαίνεται ν’ αρχίζει η βασιλική συλλογή έργων τέχνης που αποτελεί σημαντικό εκθεσιακό κομμάτι του μουσείου μέχρι και σήμερα.
Σαν να ρίχτηκε τότε ο σπόρος ενός δένδρου που θα αναρριχάται συνεχώς και θα καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο με το πέρασμα των αιώνων.
Και οι συλλογές θα μεγαλώνουν κατά τις επόμενες βασιλείες με κάποιους βασιλείς να επιμένουν περισσότερο από κάποιους άλλους. Ώσπου στα μέσα του 18ου αιώνα θα υπάρξουν οι πρώτες βλέψεις αξιοποίησης του Λούβρου ως μουσείου. Κάτι που θα πραγματοποιηθεί εξ’ολοκλήρου μετεπαναστατικά με την αρχική ονομασία «Κεντρικό Μουσείο των Τεχνών» έχοντας μια συλλογή περίπου από 660 έργα.
Το μουσείο από τότε δεν θα σταματήσει πότε να εμπλουτίζεται και να μεγαλώνει. Με τους Ναπολεόντειους πολέμους θα αποκτήσει πλήθος έργων απ’όλον τον κόσμου. Στη συνέχεια του 19ου αιώνα θα ακολουθήσουν οι αγορές και οι δωρεές όπως αυτή της Αφροδίτης της Μήλου από το Μαρκήσιο ντε Ριβιέρ το 1821. Οι ανασκαφικές αντιπροσωπείες σε διάφορες χώρες όπως στην Ελλάδα, στην Αίγυπτο, στην Τουρκία, στην Αλγερία και σε χώρες της Μέσης Ανατολής, θα αποτελέσουν ένα ακόμη σημαντικό μέσο εμπλουτισμού της συλλογής του. Στην Ελλάδα οι ανασκαφές γίνονται με τη συνεργασία της γαλλικής Σχολής Αθηνών από το 1846.
Και κάπως έτσι το μουσείο θα συνεχίσει την πορεία του και τον 20ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια του πολέμου θα εκκενωθεί για να ξανανοίξει τις πόρτες του αμέσως μετά.
Και οι συλλογές του θα συνεχίζουν να πληθαίνουν σε σημείο που θα προκύψει σοβαρό πρόβλημα έλλειψης χώρου. Πάντα όμως καινούργια έργα θα εισρέουν στο εσωτερικό του, θα στοιβάζονται στις αποθήκες του, θα αναρτώνται στις αίθουσες του, θα αλλάζουν κατά καιρούς θέση. Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, ο Γάλλος ποιητής Πωλ Βαλερύ, περιέγραφε το Λούβρο σαν «μια οχλαγωγία κατεψυγμένων πλασμάτων όπου το καθένα απαιτεί, χωρίς να το καταφέρνει, την ανυπαρξία όλων των άλλων».
Ένα συνονθύλευμα έργων λοιπόν που κάθε μέρα διασχίζεται από μία παρέλαση τουριστών. Αυτή η αναγκαία παρουσία των επισκεπτών που του δίνει τον απαραίτητο παλμό και το καθιερώνει σε καθημερινή βάση. Κι ας γίνεται η κατάσταση ορισμένες φορές ασφυκτική από τον τόσο κόσμο που απαθανατίζει το περιεχόμενό του με το πάθος της πρώτης και ίσως της τελευταίας φοράς. Και μαζί με τους τουρίστες σταθερή παρουσία και οι θαμώνες του, αφοσιωμένοι κάθε φορά σε κάτι νέο που ανακαλύπτουν. Και τέλος οι χιλιάδες εργαζόμενοι του, έχοντας αυτή την αξιοζήλευτη σχέση επ’ αορίστου χρόνου με τα έργα.
«Η ολοκλήρωση του Λούβρου δεν ήταν ένα καπρίτσιο της στιγμής, αλλά η πραγματοποίηση ενός μεγάλου σχεδίου υποστηριζόμενο από το ένστικτο της χώρας για πάνω από τρεις αιώνες», είχε πει ο Ναπολέων ΙΙΙ στα μέσα του 19ου αιώνα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σήμερα το μουσείο του Λούβρου έχει πλέον οικειοποιηθεί από όλες τις χώρες του δυτικού πολιτισμού, θεωρώντας το ως στέγη ενός σημαντικού μέρους της κληρονομίας τους. Δεν είναι πια δύναμη εξουσίας και κτητικότητας μιας χώρας και μιας δυναστείας. Παρ’ όλα αυτά, κατά καιρούς συνεχίζει να αμφισβητείται η εκεί παραμονή πολλών εκθεμάτων.
Ωστόσο, όλο αυτό το διάστημα, το Μουσείο του Λούβρου, που με το πέρασμα των χρόνων συνηθίζει να παίρνει ένα χαρακτήρα ολοένα και πιο διαπολιτισμικό, αποδεικνύεται μία γερή βάση αναρρίχησης αυτής της πολυ-διακλαδωμένης τέχνης που συστεγάζει στο εσωτερικό του.
Σήμερα, προσαρμοζόμενο πάντα στις απαιτήσεις και τις συνθήκες των καιρών του, πλαισιώνεται από τον πολυχώρο Carrousel, ένα εκτενές υπόγειο εμπορικό κέντρο με εστιατόρια, γκαλερί και καταστήματα στη διάθεση των χιλιάδων καθημερινών επισκεπτών του. Συνεχίζοντας έτσι να επιβεβαιώνει μετά από δύο αιώνες τα λόγια του Σαρλ Μπωντλαίρ: «Το Λούβρο είναι το καλύτερο μέρος για κουβέντα στο Παρίσι, είναι ζεστό, μπορούμε να περιμένουμε εκεί χωρίς να βαριόμαστε και είναι το κατάλληλο μέρος για τα ραντεβού μας».
Last modified: 23/02/2020