Δημιουργεί έργα μινιατούρες προσφέροντας «καταφύγιο της παιδικής μας ηλικίας»…
Συνέντευξη στην
Δρ Εύα Κέκου, Ιστορικό Τέχνης
-
Γιατί πιστεύετε ότι στην εποχή μας αποτελεί περισσότερο από ποτέ αναγκαίο το βλέμμα να στραφεί στη λεπτομέρεια αλλά και να στραφεί στην «ουσία» που πολλές φορές βρίσκεται σε μικρότερη κλίμακα από αυτή που ψάχνουμε και αναζητούμε;
Δεν γνωρίζω εάν είναι περισσότερο επιτακτική η ανάγκη στροφής στη λεπτομέρεια σήμερα ή χθες, παρότι προσωπικά δυσκολεύομαι να αποπειραθώ άλλον τρόπο ματιάς, όσο με θυμάμαι. Εστιάζω εκεί, ίσως και από δική μου αδυναμία, στα μικρά και στα σημεία. Σε μικρές αφηγήσεις και κομματάκια ενός ευρύτερου παζλ. Με τα μεγάλα, χαόνομαι.
Βομβαρδιζόμαστε συχνά από μεγάλα (σχήματα, μεγάλες μορφές, μεγάλες ιδέες και μαζικές κουλτούρες) που πολύ απέχουν από τις πραγματικότητές μας και τις ανάγκες αυτών. Επιβάλλονται σχήματα, πολιτικά και αισθητικά, σχεδόν από πανδημική μόδα, ακόρεστη τάση για κατανάλωση και λιγότερο από εσωτερική ανάγκη.
Ίσως κάπου εκεί στην υπερπληθώρα, η λεπτομέρεια να κρύβει κάποιο φως. Μια κάποια εναλλακτική, πιο προσιτή και ανθρώπινη θέλω να πω. Ή ίσως να χρειάζονται απλά καί τα δύο, καί το δάσος καί το δέντρο, για εξισορρόπηση. Αν και με απωθεί λίγο η λέξη.
-
Με ποιο τρόπο οι γλυπτικές εγκαταστάσεις σας μικρής κλίμακας συνδέονται με το ενδόμυχο, το ακραιφνές και το εσωτερικό και δημιουργούν μία νέα αφηγηματική συνθήκη;
Η σύνδεση ξεκινάει, έτσι και αλλιώς, από μία μικρή κυριολεξία: Το μικρό, θέλει να πας κοντά για να το δεις. Αλλιώς εύκολα το προσπερνάς. Το μικρό, ξεπροβάλλει και αποκαλύπτεται, μόνο εάν κι εφόσον θες κι εσύ να το αποκαλύψεις (αυτό θέλει!). Θα το βρεις όταν σκαλίσεις μια ρωγμή, ένα σπιρτόκουτο, ένα κουτί. Ή ένα συρτάρι. Λέω συρτάρι, γιατί αυτό που συνήθως μας αγγίζει, φυλάσσεται κάπου διακριτικά χωρίς να φωνάζει, σαν να ήτανε από πάντα εκεί. Κάπως καλά φυλαγμένο. Σχεδόν λησμονημένο. Σαν αρχαιολόγοι, τα ανακαλύπτουμε πάλι απ’ την αρχή, και αρκεί μια μικρή φλεβίτσα, να τραβήξει όλη μας την προσοχή. Απλά γιατί έχουμε ανάγκη κάπου να επιστρέψουμε και κάπου να πάμε, σε μια αφήγηση που καλούμαστε να συμπληρώσουμε, αφού κι η ίδια, είναι μια στάλα, τόση δα μικρή, σχεδόν αχνή. Ε, μετά, Το ανακάλυψες, το αφουγκράστηκες, το αγάπησες. Είναι ο καθρέφτης σου, είναι μια μικρή πηγή. Παραθυράκι σε άλλα, μεγαλύτερα. Παράθυρο πάντως. Και αν πούμε λιγάκι αυθαίρετα ότι αγαπάμε τα παράθυρα, κάτι καλό θα συντελείται με το άνοιγμά τους, δε μπορεί.
-
Ο παιγνιώδης χαρακτήρας των έργων σας παραπέμπει στο «καταφύγιο της παιδικής μας ηλικίας» που αποτελεί μία αναφορά στη Μνήμη ως εργαλείο αλλά και την ανα-μνηση σε ένα δευτερογενές επίπεδο. Με ποιο τρόπο η τέχνη που δημιουργείται είναι ένας «Νέος χώρος» για εσάς διάδρασης, επικοινωνίας ή και καταφύγιο για εσάς;
Η επιμονή στη λεπτομέρεια, στα μικρά μεγέθη, στα μικρά γενικώς, με βοηθάει να τα καταλάβω. Και αυτά, και τα επόμενα, τα μεγαλύτερα. Να τα πιάσω με όρεξη και περιέργεια πάλι απ’ την αρχή. Είναι μια διαδικασία μαγική. Δεν ξέρω κατά πόσο ισχύει το ίδιο και για τον θεατή, παρότι μας το εύχομαι. Είναι φοβερό αν σκαλίσεις πίσω στο χρόνο και στα σκοταδάκια σου, πόσα πράγματα μικρά και μεγάλα θα βρεις να ντραπείς. Πράγματα που αν τα φωτίσεις, τα βλέπεις σχεδόν υπέροχα. Συμφιλιώνεσαι, τα εκμυστηρεύεσαι, γελάς.
Στο τέλος τα αγαπάς, και αυτά και τους φίλους-άγνωστους μαζί, με τους οποίους θαρραλέα τα κοιτάς. Θαρραλέα, όχι γιατί ήτανε τίποτα δύσκολο. Θαρραλέα, γιατί μέσα στο χάος και στη βιασύνη της εκάστοτε εποχής (όλες βιαστικές μου φαίνονται), έκανες από κοινού τον κόπο να τα δεις και να τα κατονομάσεις. Να τα μοιραστείς. Εκεί ακριβώς αρχίζουν χίλιες κι αμοιβαίες αφηγήσεις, κουκουλωμένες μέχρι τότε στο βαθμό που μέναν άγνωστες. Τις συλλέγω, ευτυχής!
-
Ποια ψυχαναλυτική διάσταση θα δίνατε στη δουλειά σας;
Δεν είμαι μάλλον η κατάλληλη να ερμηνεύσω κατά αυτόν τον τρόπο τη δουλειά μου. Θα έλεγα όμως, με κάποιο θράσος, πως έστω στη μικρή της κλίμακα, μας κλείνει το μάτι ελαφρά και μας «σιγοντάρει» να αγαπήσουμε τα μικρά και τα ομορφάσχημα, τις απουσίες που μας στοίχισαν, τις θολές αμφιβολίες μας και τα αόρατά μας. Αποτελούμαστε και από αυτά. Αυτά που κάπως τα θελήσαμε αόρατα ως ελαφρώς ντροπιαστικά. Και άσημα. Και που κάπου κάπου εικονοποιούνται, στιχοποιούνται, μοιράζονται, τραγουδιούνται. Απελευθερώνονται και μας φέρνουν πιο κοντά.
-
Με ποιο τρόπο η έκφραση με εικαστικά μέσα λειτουργεί έναντι της έκφρασης με το Λόγο ( γραπτό ή προφορικό);
Όλο και λιγότερο διακρίνω τα όρια μεταξύ εικαστικού και γραπτού ή προφορικού ή άλλου Λόγου. Νομίζω τελικά ότι όλα μας τα λόγια, οι γραφές, οι εικόνες, οι μουσικές, και τα άναρθρα ακόμα, ο ήχος, ο ρυθμός, οι τέχνες όλες, αποδομούνται και επαναδομούνται για να επικοινωνήσουν κάτι. Κάτι που τελικά δεν χωράει να «ειπωθεί» ξάστερα και να εξαντληθεί ολόκληρο πουθενά. Συχνά, ούτε στην άμεση επαφή μας και αλληλοδιάδραση.
Εξάλλου ο λόγος παράγει εικόνα και η εικόνα λόγο, συνειρμικά: Ένας μικρός γύψινος άνθρωπος, μινιατούρα, 10 εκατοστά, κρατάει μια λευκή βαλίτσα και δεν πάει πουθενά. Δεν την κρατάει ακριβώς. Το χέρι του είναι αποκομμένο από το σώμα, κολλημένο πάνω στη χειραποσκευή, κι αυτή είναι κολλημένη στο λουστραρισμένο μικροσκοπικό δάπεδο. Τον βλέπουμε πάντα πλάτη, είναι κυρτός, φοράει καπέλο, και καθώς είναι γλυπτό, δεν θα γυρίσει να μας δει κατά πρόσωπο ποτέ και πουθενά.
Το παραπάνω, πέρα από μικρό γλυπτό/κατασκευή (και την απλή περιγραφή του), θα μπορούσε να είναι και μια φωτογραφία, μια ζωγραφιά. Και μια ταινία, ή ένα μικρό κι ας μέτριο ποίημα. Σε κάθε περίπτωση είναι μια αφήγηση. Θέλω να πω, η εκάστοτε επιλογή «λόγου», είναι το εργαλείο με το οποίο πασχίζουμε (όχι πάντα επιτυχημένα) να φτάσουμε τον άλλον. Να βρούμε κοινό τόπο, παρελθόν, παρόν ή προορισμό. Να συν-κατοικίσουμε για λίγο μια ιστορία. Και να φτιάξουμε ουτοπίες καμιά φορά. Μιας κι από δυστοπίες χορτάσαμε.
-
Ποια η σχέση της δουλειάς σας με το θέατρο;
Φαίνεται αλληλοεμπεριέχονται. Σε μια περιστρεφόμενη σκηνή που καταργεί κλίμακες και μεγέθη. Που φωτίζει την αφήγηση πιο πολύ κι ας κρατάει μόνο λίγο, με μέσο τις μικρές ή μεγάλες εντάσεις που βγαίνουν από το παραμύθι, το ρυθμό, τον ήχο, το χρώμα, και το φως. Στο θέατρο και πάνω στη σκηνή, ζουν κι ερμηνεύουν οι ηθοποιοί, κάτι που όσο και να το προσπαθούν τα μικροσκοπικά γλυπτά μου από μόνα τους, δυσκολεύονται. Και στα δύο πάντως, υπάρχει μια παραδοχή γλυκιάς απάτης. Το παραμύθι που λέω. Στο εργαστήρι μου όταν δουλεύω, ξεχνάω πως τα γλυπτά μου δεν μιλούν. Τους μιλάω εγώ, και κατά τόπους σαν να μου απαντούν. Κάποιες φορές γέρνουν το κεφάλι και κοιτούν, ή χορεύουν με τη μουσική. Τα χορεύω εγώ, για την ώρα, αλλά μου αρκεί που πρώτη απ’ όλους το πιστεύω, πως δειλά δειλά έστω περπατούν. Μετά έρχεται κι ο θίασος κάποιου θεάτρου, να τα πιστέψει και αυτός, και οι μικροί μου ήρωες βγαίνουν στη μεγάλη Σκηνή και στα χέρια μαγικών ηθοποιών. Με το κοινό παρόν. Και ξαναζωντανεύουν. Όπως έγινε στην παράσταση «Η Μικρή Μέσα στο Σκοτεινό Δάσος», όπου μέσα από τη σκηνοθεσία του Παντελή Δεντάκη, τα μικρογλυπτά γίνανε οι μικροσκοπικοί ήρωες πάνω στη σκηνή, αλλά και τα μεγάλα πλάσματα μέσα στη γιγαντο-οθόνη/ προβολή που τη συνόδευε. Αντίστοιχη εμφάνιση έκαναν πρόσφατα και στην Όπερα του Ροσσίνι «Η Πολιορκία της Κορίνθου», σε σκηνοθεσία της Ροδούλας Γαϊτάνου, με εμένα παρούσα να τα χορογραφώ ζωντανά, και με τη χρήση μαγνητών, στη δράση του έργου.
Δεν ξέρω εάν έχω ζήσει στη δουλειά μεγαλύτερη συγκίνηση από αυτό το «ζωντάνεμα» των ηρώων-γλυπτών. Στο κεφάλι μου, και στο εργαστήρι μου θέλω να πω, μίνι θεατράκια ήτανε από πάντα τους, σιωπηλοί ήρωες κάποιου έργου, αλλά χωρίς αυλαία και κοινό.
-
Γνωρίζω ότι εργάζεστε τα τελευταία χρόνια ως εκπαιδευτικός στη πρωτοβάθμια βαθμίδα. Με ποιο τρόπο η επαφή σας αυτή κοινωνικά ανατροφοδοτεί το εικαστικό σας έργο;
Τα παιδιά είναι έργα τέχνης μινιατούρες από μόνα τους. Δεν ξέρω πώς αλλιώς να το πω. Σου απελευθερώνουν σίγουρα υλικό, καθώς αφιλτράριστα, και σου αποδομούν μ’ ένα χαμόγελο τον Λόγο που ήξερες ως τώρα ως ορθό. Είναι ανεμοστρόβιλοι. Ακούγεται ενθαρρυντικό, αλλά δεν είναι πάντα, για τον απλό λόγο ότι σε ξεζουμίζουν χρονικά και ενεργειακά σε βαθμό τραγελαφικό. Δεν σου απομένει πάντα χρόνος και ενέργεια για το μετά, για του εργαστηρίου τον λόγο τον εικαστικό. Σου αρκεί που έχεις δει τον Νικόλα 6 χρονών, να πετάει στο προαύλιο και να σου λέει πως «φίλοι μου είναι τα ερπετά και τα πουλιά». Κουνάει πάνω κάτω τα χέρια του απλωτά. Σου αρκεί που μέχρι το τέλος της ημέρας πετάς κι εσύ μαζί με 300 άλλα παιδιά. Το μετουσιώνεις αργότερα όλο αυτό; Θέλω να πω, ναι, μπορείς, αλλά δεν είναι αυτοσκοπός. Αρκεί που πάλι πέταξες.
Και λέω πάλι, γιατί και στο εργαστήρι σου το καλλιτεχνικό, όταν βρίσκεις χρόνο, μέσα σου συχνά πετάς. Έτσι κι αλλιώς. Διαλέγεις, ανάλογα τις ανάγκες σου, το πώς.
-
Ποιοι οι προβληματισμοί που γεννά η επαφή σας με τη κοινωνία με αυτό το τρόπο–ως μία καλλιτεχνική πρακτική πεδίου;
«Συναντιέμαι» όλο και πιο πολύ με ανθρώπους και ομάδες ανθρώπων, που έχουν ανάγκη την τέχνη ως δημιουργία και συνδημιουργία, ως φαντασία, αλλά και ως πρόταση εναλλακτική. Το συναντιέμαι σε εισαγωγικά, γιατί δεν συναντιέμαι με πολλούς από την αρχή της πανδημίας, αν εξαιρέσεις τα παιδιά. Και όμως, με αφορμή μια εικόνα και μια δουλειά, ακόμα και στα μίντια, ανοίγει διάλογος, γίνεται μοίρασμα, πατάμε ο ένας του αλλουνού κουμπιά. Γίνεται ζύμωση θέλω να πω. Πού θα οδηγήσει όλο αυτό δεν το γνωρίζω τελικά, αλλά έχει ενδιαφέρον και προχωράει δυναμικά. Και όπως πάντα τα ωραία βρίσκουν εμπόδια απανωτά, κι έχεις μια πολιτεία να στριμώχνει τα καλλιτεχνικά, να τα υποδαυλίζει εργασιακά, να μη βρίσκει τρόπους να τα αφήσει να πλεύσουν λίγο στ’ ανοιχτά. Στην Ελλάδα ίσως περισσότερο, αλλά και παντού διαχρονικά, η τέχνη μοιάζει δυσανάλογα μεγάλη του εκάστοτε θεσμού και περι-ορισμένου χώρου που την «φιλοξενεί». Νιώθω γι αυτήν όπως νιώθω και για τα παιδιά μέσα στο σχολείο. Θέλουν να πετάνε και δεν πολυχωράνε, έχει κάγκελα και πρόγραμμα παντού, το καταφέρνουν κάπως στα κλεφτά.
-
Με ποιο τρόπο βιώσατε την ακραιφνή συνθήκη των επανειλημμένων lockdown; Με ποιο τρόπο αυτή η συνθήκη σας επηρέασε θετικά ή αρνητικά και τί σας έκανε να αντιληφθείτε; Θεωρείτε ότι με ένα τρόπο δημιουργήθηκαν νέες συνδέσεις και δίκτυα μέσα από το «κενό» ή αντιθέτως το ήδη υπάρχον κενό έγινε πιο αισθητό;
Λόγω ιδιοσυγκρασίας αλλά και μιας παράξενης παραμορφωμένης αίσθησης χρόνου από την οποία πάσχω από παιδί, ομολογώ δεν κατάλαβα πολύ τις διάρκειες έστω των λοκντάουνς. Ή μάλλον δεν κατάλαβα αρχικά την απομόνωση. Σχεδόν την ήθελα. Συνέπεσε με μια χρονική στιγμή που είχα ανάγκη να κλειστώ για λίγο μέσα και να μη δω άνθρωπο. Θυμάμαι χαρακτηριστικά που το είχα εκμυστηρευτεί σε φίλο απ΄ το τηλέφωνο «κάτι να γίνει και να μη μπορώ να δω κανέναν για μήνες». Κι έσκασε η πανδημία κι έχω να δω κόσμο άφοβα δυο χρόνια. Δεν το εννοούσα προφανώς έτσι, και δεν εννοούσα να σφραγιστεί ο κόσμος όλος με ένα πέπλο πένθους και πρωτόγνωρης ακινησίας και μη επαφής. Αλλά θέλω να πω, όταν δουλεύεις στο εργαστήρι και γράφεις και παίζεις και σημειώνεις, περνάν έτσι κι αλλιώς οι μήνες και χάνεις τη μέρα και τη νύχτα, γίνονται όλα ένα ακόμα άχρονο γεμάτο κεφάλαιο. Η τέχνη και η ζωή, συνεχίζει εκεί μέσα αβλεπί. Μου λείψανε παρ’ όλα αυτά κάποιοι άνθρωποι που αγαπώ πολύ, και που ξαφνικά μεταπηδήσαν στην κατηγορία «εύθραυστοι». Εύθραυστες γίνανε και οι βόλτες και οι συνευρέσεις μας και το κοινό τραπέζι μια Κυριακή. Εύθραυστη δεν βρήκα να γίνεται η ανάγκη και η λαχτάρα για επικοινωνία στην ουσία της, σε αυτό αισθάνομαι πως οι περισσότεροι είμαστε τυχεροί. Την αποζητάμε και παλεύουμε και την βρίσκουμε με ευφάνταστους τρόπους και επιμονή. Και υπομονή, και ας μας τελειώνει. Έγινε κατά κάποιο τρόπο η ανάγκη μας για επαφή και ζύμωση, περισσότερο επιτακτική. Μέχρι τότε, μέχρι να ξανα-ανοίξει πλήρως η ζωή (;) έχω τις μινιατούρες μου και τα 400 παιδάκια που προστέθηκαν την εβδομάδα με τα σχολεία. Νομίζω ποτέ ξανά δεν είχα υπάρξει τόσο εξ’ ορισμού κοινωνική..
-
Μία ευχή σας για το μέλλον!
Δεν θα πρωτοτυπήσω. Ειρήνη, υγεία, φαντασία, επιμονή και αγάπη. Αγάπη τρελή κι αδέσποτη, τραγουδιστή. Να μη ντρέπεται, να διεκδικεί.
Αρχική εικόνα: Κλειώ Γκιζελή, φωτ. Αλέξανδρος Κορομηλάς
Last modified: 17/03/2022