Και η Φύση είναι ποιήτρια… Γι’ αυτό και άπλωσε με το δικό της τρόπο ένα άπιαστο μπλε ένδυμα πάνω στο τραχύ σώμα της Γης. Είπε: «Αυτό το μπλε θα περιέχει όλα τα χρώματα ώστε οι ζωγράφοι να με ερωτευτούν. Η Θάλασσα θα είναι το ποίημά μου».
Και να την, απλωμένη σαν κινούμενο κρεβάτι του οποίου τα σεντόνια – κύματα σκιαγραφούνται και σβήνονται, όπως εφήμερα λοφάκια και κοιλάδες που μόλις σχεδιάστηκαν με κυανή κιμωλία σε μια φανταστική φιλντισένια επιφάνεια… Κύματα με χίλιες φευγαλέες όψεις, εκπρόσωποι της ταλάντευσης και του πηγαινέλα… Της αναχώρησης και της επιστροφής σε υδάτινους μη-δρόμους. Κύματα σαν στιγμιαίες καμπυλωτές ανάσες μες στην αιώνια και ορατή αναπνοή των ωκεανών. Ιριδίζοντα κύματα που ακούραστα κι ευλύγιστα χορεύουν σε μεταβλητούς ρυθμούς ανάλογα με τις συνθήκες, ανάλογα με τη διάθεση. Ρυθμικά βήματα σε μια πίστα που σκαμπανεβάζει χωρίς σαφές περίγραμμα και αμετανόητη σβήνει κάθε ίχνος ώσπου τα πάντα, ακόμα και τα σκάφη, να χαθούν στον ορίζοντα αφήνοντας «λευκή-μπλε σελίδα» για να γραφτούν νέοι στίχοι του ποιήματος.
Θα σου πω μια ιστορία για την Θάλασσα, τον Κώστα και τον Τάσο – και για τις ζωγραφιές τους, που είδα σ’ ένα ονειρικό «σπιτάκι» στον Πόρο, με τ’ όνομα «Citronne».
Ή αν προτιμάς, θα σου πούμε όλοι μαζί αυτή την ιστορία. Δυο αγαπημένοι φίλοι, εγώ, και προπάντων οι ίδιες οι εικόνες τους που, αν ευκαιρήσεις να πεταχτείς στο νησί, σου μιλάνε κατευθείαν στην καρδιά και την κάνουν ευάλωτη πλημμυρίζοντάς την με ανέλπιστα συναισθήματα χαράς και ευγνωμοσύνης, κόντρα στα αδιέξοδα της σημερινής κοινωνικής ομίχλης.
«Ο Μαντζαβίνος είχε πει κάτι που μ’ άρεσε… Ότι η θάλασσά του χωρίζει τους ανθρώπους ενώ η δική μου τους ενώνει». Ακούγεται η φωνή του Κώστα Παπανικολάου σαν καλημέρα.
Εγώ μόλις έχω βουτήξει στην ατμόσφαιρα της κοινής τους έκθεσης και κολυμπώ γοητευμένη στα νερά των πινελιών τους.
Στου Τάσου το σύμπαν, η θάλασσα μου θυμίζει ένα σώμα χωρίς κεφάλι μα ικανό με κάποιο αόρατο στόμα να καταπίνει όντα, να τα κρύβει και να τα διαλύει στη δίνη του στομαχιού του. Ο «Μαντζαβινέικος» ωκεανός μου φαίνεται ιλιγγιωδώς ανησυχητικός. Και φοβούμενη κάποια απρόβλεπτη τιμωρία, αναρωτιέμαι αν έχω εγώ κάτι να κρύψω, αν πρέπει για κάτι να ντραπώ.
Σίγουρα αυτό το μπλε-μαύρο τέρας, θα αδιαφορήσει για το ανθρώπινο αμελητέο σύναισθημά μου, όταν οργισμένο, ξεσπάσει πάνω μου, μέσω μιας εξωφρενικής έκρηξης, της οποίας τα θραύσματα θα γίνουν τα χειρότερα υγρά λεπίδια που μπορεί ο νους να φανταστεί. Ακονισμένα, απειλητικά, σημαδεύοντας αδίστακτα την φθαρτή μου υπόσταση. Ωχ, θα με γεμίσουν πληγές πιο οδυνηρές και από τους πιο βαθιά «αγκυροβολημένους φόβους» μου. Τάσο, Τάσο, Τάσο! Το μπλε σου με καλεί, με ρουφάει… ίσως με εξαφανίσει. Όμως μου λες: « Άκου. Έχουν ενδιαφέρον ο φόβος και η λατρεία απέναντι στο ίδιο αντικείμενο.
Εμένα η θάλασσα μου δημιουργεί τη τρομακτική αίσθηση ότι σε αποκόπτει από τον κόσμο γύρω-γύρω. Αλλά δεν παύει όμως να μ’ αρέσει να την μυρίζω. Σαν μια γυναίκα που θέλω και με τρομάζει. Μια γυναίκα μανιασμένη. Μ’ αρέσει η θάλασσα μανιασμένη».
Ο Τάσος ο Μαντζαβίνος δίνει παράδοξες απαντήσεις στις αθόρυβες σκέψεις μου που γλιστράνε σιγανά, στα πιο ήρεμα ζωγραφικά ύδατα του Παπανικολάου. Εκεί, στο ντελικάτο χρωματιστό πεδίο του Κώστα, ξεχνιέμαι και νιώθω σχεδόν σωματικά τον τόπο που ακτινοβολεί. Εκείνος με την αφοπλιστική απλότητά του, μου παρουσιάζει ένα έργο που φαίνεται να λέει: «Είμαι μια θάλασσα χωρίς εξήγηση. Είμαι Θάλασσα κι εγώ». «Ναι, κι εσύ είσαι Θάλασσα», απαντώ εσωτερικά, «αναγνωρίζω το πρόσωπό σου των καλών ημερών. Και αν από σένα, τρομακτική, αγριεμένη και επικίνδυνη, προηγουμένως έψαχνα να ξεφύγω, τώρα πάλι σ’ εσένα καταφεύγω γιατί στα «πορτραίτα» του Κώστα, μου χαμογελάς και με λούζεις στο ειδυλλιακό σου φως».
Ο Τάσος πλησιάζει με επιπλέον απαντήσεις: «Η θάλασσα δημιουργεί φόβο στον έναν ενώ στον άλλον όχι. Για τον Κώστα, η θάλασσα ενώνει τους ανθρώπους και τους πολιτισμούς. Την κάνει ανθρώπινη και αυτό μου βγάζει μια αίσθηση ελευθερίας που εγώ δεν έχω. Δηλαδή βλέπω την έλλειψη ελευθερίας μου απέναντι σε κάτι που τόσο μ’ αρέσει. Στα έργα του Κώστα, βλέπω κάτι που εγώ δεν μπορώ να κάνω, γιατί τη θάλασσα την κάνω εγώ πάντα σαν το έρεβος. Αυτό και το αναγνωρίζω και το ζηλεύω. Είναι μια ωραία παραδοχή αλλά το σημείο αναφοράς και των δύο μας παραμένει η θάλασσα. Εκείνος είναι βουνίσιος, εγώ είμαι νησιώτης και την αγαπάμε με διαφορετικό τρόπο. Είναι μια ωραία γυναίκα που αρέσει και στους δυο. Αλλά το έναν τον φοβίζει. Κοινό σημείο αναφοράς μας είναι όμως αυτή η μοιραία γυναίκα». Ο Κώστας αμέσως συμπληρώνει «Και εγώ φυσικά ζηλεύω κάτι στις θάλασσες του Μαντζαβίνου. Το ακαριαίο! Τίποτα στον Τάσο δεν είναι περιγραφικό».
Να μην περιγράφουν, τούτο είναι αναμφίβολα ένα κύριο ζήτημα για τους δύο φίλους. Για αυτό και όταν ψιθύρισα στον εαυτό μου: «να δύο ζωγράφοι που κάνουν θάλασσες και όχι θαλασσογραφίες» άκουσα τις δύο φωνές τους να λένε την ίδια λέξη: «σωστό!». Ο Μαντζαβίνος αρχίζει να λέει για «το φάσμα της άμεσης έκφρασης» που τον ενδιαφέρει, «της άτεχνης, της αληθινής!», «το αφτιασίδωτο, ας πούμε». Και περιγράφει την αγωνία κάποιου που πασχίζει να ζωγραφίσει μια γίδα και την κάνει σαν σκύλο. «Εμένα αυτό με συγκινεί!» δηλώνει ο Τάσος.
Και με την ευκαιρία, ο Κώστας θυμάται τις πρώιμες προσπάθειές του στην απεικόνιση της κοινής τους αγαπημένης: «Όταν άρχισα να ζωγραφίζω τη θάλασσα συνειδητοποίησα ότι δεν γίνεται βλέποντάς την. Θα κάνεις μόνο στιγμιότυπα όταν το ζητούμενο είναι η συναίσθηση. Η θάλασσα έχει κάτι το χαώδες όπως είναι η ψυχή αλλά και το πολύ σαφές. Όταν ταξιδεύεις σε πλοίο το χειμώνα και την βλέπεις μαύρη και δυνατή, είναι σαφές ότι εκείνη είναι το μεγαλύτερο ον στη Γη και εσύ ένα σκουληκάκι. Όταν είναι καλοκαίρι, λαμπυρίζει, φαίνονται φυκιάδες μέσα στο τυρκουάζ και θες να μπεις μέσα, και όμως παραμένει αυτό το τεράστιο ον που δεν ζωγραφίζεται βλέποντας το. Έκανα κάτι ακουαρέλες στην Ύδρα και τότε συνειδητοποίησα ότι αυτό δεν ήταν ούτε το ένα εκατομμυριοστό από αυτό που ένιωθα απέναντι σ’ αυτό το θέαμα. Και έψαχνα να βρω έναν τρόπο να το βγάλω. Αλλά είναι τόσο μεγαλειώδες το ον αυτό! Με τη ζωγραφική παλεύεις πάντα με την θάλασσα». Ο Μαντζαβίνος συμφωνεί: «Η θάλασσα δεν ζωγραφίζεται εκ του φυσικού, τελείωσε! Θάλασσα είναι, όχι χωράφι». Και ο Παπανικολάου επαυξάνει: «Δεν ζωγραφίζεται βλέποντας. Δεν είναι ντουλάπι, να κάνεις και το πόμολο!». Τάσο και Κώστα, οι ωκεανοί σας δεν έχουν τίποτα να κάνουν με καρτ ποστάλ. Βαθιοί και αδιαπέραστοι όπως είναι οι ψυχές σας, με τραβάνε μ’ όλη τη θέλησή μου, στα αχαρτογράφητα νερά τους, από όπου δεν με πολύ πειράζει να μη βγω.
Σ’ ακούω Κώστα να λες: «Δεδομένο αποτέλεσμα να κυνηγήσεις και να πετύχεις δεν υπάρχει όταν μιλάμε για ζωγραφική της θάλασσας, παρόλο που έχουν γίνει εκατοντάδες ζωγραφιστές θάλασσες σε όλα τα έθνη και τους καιρούς. Το θέμα αυτό το ξαναπιάνεις εξ αρχής». Και αναρωτιέμαι ποια ανυπότακτη ανάγκη σε κάνει να τρέχεις πίσω απ’ ότι δεν χαρίζεται, ούτε καν για μια πόζα. Άρπαξε αυτή την θαλασσo-γυναίκα από τα μαλλιά και θα σου μείνει μόνο μια «νερουλή τρίχα» όταν, μ’ ένα κλυδωνισμό του ελικοειδούς κορμιού της, σου ξεφύγει σαν ρευστή Κυρία… Εσύ συνεχίζεις: «Μ’ αρέσουν οι θάλασσες που κάνανε στη Θήρα, στις αρχαίες τοιχογραφίες, όπου απλώς την συμβόλιζαν. Και στα βυζαντινά που είναι κωδικοποιημένη και όχι νατουραλιστική. Κώδικα πρέπει να βρεις, βασικά. Κλειδί στο μυαλό. Μ’ αρέσουν και οι ιμπρεσιονιστές που σέβονταν την ασάφεια, το μεγαλειώδες και το αχανές του ορατού κόσμου. Δεν το κλείνανε το έργο. Το άπλωναν. Και δεν εγκλώβιζαν το βλέμμα τους σε μια προσαρμογή στο θέμα, σε μια τεχνική… Αυτό για μένα είναι η διαφορά της ακαδημαϊκής Τέχνης με την πραγματική. Κάποιοι κάνουν καλλιγραφία της πινελιάς, λάθος! Η τέχνη είναι αναγωγή σ’ έναν κώδικα». Εσύ και ο Μαντζαβίνος βυθισμένοι στο θέμα σας… Σας χαίρομαι. Και θυμάμαι τώρα εγώ, στιγμές που ψάχνω πως να λειάνω τις «ανώμαλες ψυχικές επιφάνειές μου» που γδέρνουν ώρες-ώρες τον ενθουσιασμό και την ελπίδα μου. Και αναζητώ λοιπόν μια Αντιστοιχία. Κάτι να ανταποκρίνεται. Κάτι να δένει. Κάτι να μετουσιώνει την αγκινάρα μέσα μου σε λουλούδι. Κάτι. Και ακριβώς τώρα βλέπω πού θα μπορούσα και εγώ να βυθιστώ: σ’ ένα από αυτά τα κοινά σας έργα. Τα Μαντζαβινοπαπανικολέικα. Και διαπιστώνω πως εκεί μέσα, ναι, όλα εναρμονίζονται θαυμάσια. Και θέλω να παραμείνω μέσα στην ζωγραφιά που δημιουργήσατε μαζί. Να κατοικήσω σε μια τέτοια Χώρα της Συμφιλίωσης. Όπου να μην ψάχνω εκείνο που πάντα λείπει.
Σας ακολουθώ, σας παρακολουθώ…
Κώστας: «Λέγαμε να κάνουμε μαζί έργα γιατί κάνουμε παρέα και βριζόμαστε και αγαπιόμαστε και ξέρω εγώ τι… Κατεβήκαμε, παίξαμε, και ότι γίνει! Και είδαμε ότι βγαίνουν καλά».
Τάσος: «‘Όταν αρχίσαμε, δεν σκεφτόμασταν αν θα βγει κανένα αριστούργημα. Ας μας έβγαινε ότι ήθελε. Και αυτό ήταν το ωραίο, ότι δεν ήξερες τι θα βγει».
Κώστας: «Χωρίς να το υπολογίσουμε, κάναμε τέσσερα κοινά έργα. Με μπαλιές, λίγο σαν του τένις όταν ρίχνει ο ένας μια μπαλιά και δεν ξέρεις πως θα εξελιχθεί το ματς και δεν έχει σημασία αν θα νικήσει κάποιος γιατί είναι ωραίο το παιχνίδι. Το δοκιμάσαμε και εμείς και είδαμε ότι με μια-δυο μπαλιές, χωρίς να λέμε τίποτα, κάτι γινόταν. Για την πλάκα αρχίσαμε, αλλά φάνηκε πως τα έργα αυτά είχαν μια ανάσα καλή και για συνέχεια. Ξεκίνησα λοιπόν κάτι και είπα στον Μαντζαβίνο «παρ’ το και καν’ το». Μετά μου έφερε ο Τάσος ένα δικό του έργο και το πείραξα λίγο. Μετά το ξανά πείραξε αυτός, μετά εγώ… Βλέπαμε λοιπόν ότι κάτι γινόταν και συνεχίσαμε. Και όσο τα δουλεύαμε τόσο καλύτερα έβγαιναν».
Τάσος: «Εγώ κατ’ αρχάς ένοιωθα ότι μπορούσα να κάνω ότι ήθελα! Ένοιωθα οικειότητα. Όχι ότι έπρεπε να ζωγραφίσω «στο καλό τετράδιο». Δεύτερον, κατανόησα τον Κώστα. Βρήκα λύσεις στην ζωγραφική του. Βασική προϋπόθεση όμως, για να πάνε όλα καλά, ήταν η οικειότητα και η αποδοχή».
Μπήκα μέσα στα έργα σας. Εγκαταστάθηκα. Ιχνηλατώ τα βήματα σας…
Τάσος: «Όλοι ψάχνουν να βρουν πού έβαλες εσύ την πινελιά και αυτό δεν έχει νόημα… Εγώ προσωπικά δεν θυμάμαι τα δικά μου. Δεν τα βλέπω. Αλήθεια σου λέω, δεν έχουμε συνείδηση του ποια είναι τα δικά μας στοιχεία. Επειδή η ζωγραφική βγαίνει αβίαστα, δεν μπορείς να θυμάσαι τι είναι το δικό σου και τι δεν είναι. Εντάξει, αν το ψάξεις θα φανεί. Αλλά εγώ δεν το καταλαβαίνω. Και δεν ξέρω ποιο είναι το στοιχείο που με χαρακτηρίζει. Αν το ήξερα θα έβγαινε ψεύτικο. Θυμάμαι ας πούμε, ότι το καράβι το έκανα εγώ στην αρχή, αλλά ο Κώστας το άλλαξε και εγώ δεν το κατάλαβα».
Κώστας: «Δεν έχει σημασία ποιος έκανε τι διότι σ’ εμάς το έργο δεν είναι δούλος του θέματος. Είναι το ίδιο το θέμα. Οπότε αν είναι καλά δουλεμένο, το έργο διηγείται από μόνο του τι είναι».
Τάσος: «Ακριβώς. Αλλά αυτά προκύπτουν, δεν γίνονται με το στανιό. Και χρειάζεται να αποδέχεται ο ένας τον άλλον».
Κώστας: «Όταν λέμε αποδοχή εννοούμε ότι και κόντρα θα κάνεις στον άλλον, και θα του χαλάσεις κάτι αλλά θα τον σέβεσαι ενώ του το χαλάς. Και δεν τίθεται θέμα αν θα συμφωνήσουμε ή όχι. Είναι πέραν».
Τάσος: «Μέσα σ’ αυτό υπάρχει και μια πολύ βαθιά εσωτερικού τύπου ευγένεια και ας είμαστε πολύ διαφορετικοί».
Κώστας: «Αλλά μοιάζουμε στη ζωγραφική ως προς το «τι κυνηγοί είμαστε». Δεν κυνηγάμε τη φωτογραφική ακρίβεια, ούτε το να είμαστε δούλοι του θέματος. Κυνηγάμε το κραυγασμό, ο οποίος μας παρακινεί να κάνουμε ένα έργο ή δέκα. Και ότι βγει. Μοιάζουν οι θάλασσές μας στ’ ότι είναι ωμές. Όχι τόσο στη μορφή».
Τάσος: «Εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει αν ο Κώστας ή εγώ είμαστε καλοί ζωγράφοι ή όχι. Μ’ ενδιαφέρει η παραδοχή ότι σαν μαχητές στη ζωή έχουμε κάνει περίπου τα ανάλογα. Τον σέβομαι σαν έναν καλό σπαθιστή. Τον παραδέχομαι. Δουλέψαμε μαζί και εγώ ούτε με άλλον απλώς δίπλα μου δεν μπορώ να ζωγραφίσω».
Κώστας: «Εγώ δεν ανέχομαι κανέναν. Πόσο μάλλον να βάλει χέρι στο έργο. Εκτός από τον Μαντζαβίνο. Δεν φοβόμαστε ο ένας τον άλλον».
Τάσος: «Προσωπικά, δεν γνωρίζω ποια είναι η πραγματικότητα της θάλασσας. Η ήρεμη ή η μαύρη; Ερμηνείες είναι και οι δυο. Το θέμα είναι αν αναγνωρίζεις στον άλλον ότι και η δικιά του είναι Θάλασσα. Μια λέξη υπάρχει: αποδοχή».
Δεν σπέρνουν τίποτα στη Θάλασσα… Ίσως μόνο κάποια ερωτήματα που επιπλέουν και ανακατεύονται στα κύματα του ανείπωτου. «Πάντα τα έργα τα κάνουμε για να δούμε πως θα γίνουν. Άμα το ξέραμε, δεν θα τα κάναμε» μου λες Κώστα. Έτσι κι εγώ, μέσω των διαδρομών σας, συλλέγω μικρές γευστικές απαντήσεις σαν κόκκους αλατιού. Και με προσοχή, τις κλείνω σ’ ένα μπουκάλι που πετώ στην απεραντοσύνη του δημιουργικού Ωκεανού. Εξίσου βαθιά είναι η θάλασσα στην καταιγίδα και στη γαλήνη. Και τα νερά της γυαλίζουν τις ευαίσθητες καρδιές σαν να ήταν πολύτιμα πετράδια. Τα μαργαριτάρια ενός ατέλειωτου μπλε ποιήματος που περιέχει όλα τα χρώματα της ανθρώπινης ψυχής.
Ιούνιος 2013
Last modified: 19/12/2017