Στα τέλη της δεκαετίας του ’60, στις ακτές των Ηνωμένων Πολιτειών και στις μητροπόλεις της δυτικής Ευρώπης, συνέβη μια κοσμογονία σε ολα, σχεδόν, τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής. Οι μέχρι τότε περιποιημένοι και πειθαρχημένοι νέοι επανεφηύραν τον εαυτό τους εκ βάθρων: ροκ μουσική, αριστερισμός, ναρκωτικά (από το απλό τσιγαρλίκι έως τις ψυχεδελικές ουσίες) και -κυρίως (με τη βοήθεια του θαυματουργού χαπιού)- μια απόλυτη απελευθέρωση της σεξουαλικότητας και συνακόλουθους πειραματισμούς: χλευασμός της μονογαμίας και (ασφαλώς) της οικογένειας, το όργιο (η παρτούζα) και, ακόμη, ένα δύσκολο ταμπού αυτό της αμφισεξουαλικότητας, άρχισαν να αποτελούν το mainstream και όχι την εξαίρεση. Την εποχή που το «Καλοκαίρι της Αγάπης» στο Σαν Φρανσίσκο το 1967, τα μουσικά φεστιβάλ του Μοντερέι και του Γούντστοκ, ο Μάης του ’68 και η (σύντομη) «Άνοιξη της Πράγας» τα έβαζαν σε εφαρμογή μέχρι να τα συντρίψει βίαια η δολοφονία στη συναυλία των Rolling Stones το 1969, οι δολοφονίες από την ομάδα του Charles Manson την ίδια χρονιά και η κατάπνιξη των κινημάτων στην Ευρώπη. Όλα αυτά ήταν μακρινά για την Ελλάδα, που τα παρακολουθούσε κάτω από τη στρατιωτική δικτατορία που ξεκίνησε τον Απρίλιο του ’67. Το μοτίβο του Sex, Drugs and Rock’n’roll δεν εφαρμόστηκε ποτέ στη χώρα, τουλάχιστον όχι μέχρι την πτώση της Χούντας το 1974, όμως και τότε τη θέση αυτών των δυτικών παρακμιακών τρόπων πήρε η έντονη πολιτικοποίηση.
«Εκτρώσεις κι ασημαντότητες»: να τι είναι συχνά ο έρωτας, γράφει ο Raoul Vaneigem. Ο φόβος να γίνει με δύο ή δέκα πρόσωπα ένας δρόμος απαράλλαχτος και πασίγνωστος, ο δρόμος του ξεμοναχιάσματος, απειλεί με την παγερή του συγκατάβαση τις ερωτικές συμφωνίες. Αυτό που απελπίζει δεν είναι η απεραντοσύνη της ανικανοποίητης επιθυμίας, αλλά η αντιπαράθεση του νεογέννητου πάθους στο κενό του. Η άσβηστη επιθυμία να γνωρίσει κανείς παθιασμένα πάμπολλα όμορφα κορίτσια γεννιέται με άγχος και με φόβο αγάπης, έτσι που φοβάται τελικά ότι δεν θα λυτρωθεί ποτέ του από συναντήσεις αντικειμένων¹. Ο Μίνως Αργυράκης, μέχρι εκείνη την εποχή ήταν γνωστός ως ένας σκιτσογράφος, γύρω από τον κύκλο του Μάνου Χατζιδάκι με τον οποίον ενεπλάκη σε εξώφυλλα δίσκων και παραστάσεις αλλά και από τις καυστικές καρικατούρες των αστών της πλατείας Κολωνακίου, των κυριών με τα σκυλάκια και τα γελοία καπέλα, καμιά φορά ανάλογα με τους ανάλογους σκιτσογραφικούς σαρκασμούς της βερολινέζικης κοινωνίας του μεσοπολέμου από τον Georg Grosz. Και, ίσως, σήμερα ακόμη, οι περισσότεροι τον θυμούνται γι’ αυτή του την πλευρά, αγνοώντας μια από τις σημαντικές πτυχές μιας ελλαδικής ψυχεδελικής τέχνης, ενός σκληρού μοντερνισμού τελικά αλλά και της πιο γραφικής απεικόνισης της σεξουαλικότητας στα ντόπια εικαστικά. Όμως δείγματα αυτής της δουλειάς δείχτηκαν σπανιότατα². Ο Αργυράκης, πολύ μεγαλύτερος (γεννημένος το 1920) από τους νεαρούς hippies που άρχισαν να καταφτάνουν στην Αθήνα και τα νησία των Κυκλάδων μετά το ’67, γρήγορα τους αγκάλιασε και τους στέγασε στο σπίτι του που έγινε, λίγο πολύ, η κατ’ εξοχήν «βίλα των οργίων και της μαριχουάνας».
Και μέσα απ’ αυτά, άρχισαν ν’ αλλάζουν τα μέχρι τότε μικρά και πειθαρχημένα σκίτσα του αλλά και, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, ο ίδιος ως προσωπικότητα. Σε συνθήκες ασκητικής απομόνωσης και αποχής, φιλοξενούμενος από τον γλύπτη Τάκη και κάτω από την πιεστική προτροπή του να οδηγήσει τη δημιουργικότητά του στα όρια, ο Μίνως Αργυράκης θα κάνει την πιο σημαντική και μνημειώδη σειρά της ζωής του. Στα ερωτικά/διαστημικά έργα (1968) εμφανίζεται μια σειρά από τελείως καινούργιες κατευθύνσεις στη δουλειά του: οι νέες δυνατότητες σεξουαλικής ελευθεριότητας του τέλους του ’60, η ψυχοδηλωτική διεύρυνση, παράλληλα με το όραμα του διαστήματος το οποίο μοιάζει τότε να παίρνει το δρόμο του με τον πρώτο άνθρωπο στο Φεγγάρι την επόμενη χρονιά. Η έκκληση για διαστημική συνουσία εμφανίζει έναν αριστοφανικό πριαπισμό, ένα ακσιονιστικό όργιο, έναν συμπαντικό βιασμό. Δεν θα έχει συνέχεια, ούτε η διαστημική ουτοπία, ούτε η διαστημική κατεύθυνση στη δουλειά του Αργυράκη. Όμως αυτή η σειρά θα αποτελέσει μια τομή, χωρίς προηγούμενο ή επόμενο στην ελληνική τέχνη. Αυτά τα έργα μοιάζουν να απέχουν έτη φωτός από τη σατιρική ηθογραφία και το χατζιδακικό πνεύμα της Οδού Ονείρων, μέσα από τα οποία τον γνώριζε η αθηναϊκή κοινωνία. Πάνε και οι σχέσεις με τον (προκάτοχό του) Μποστ ή τον (επίγονο) Αντώνη Κυριακούλη. Τα ερωτικά/διαστημικά φέρουν ελάχιστο Μποστ και πάρα πολύ underground comix του Σαν Φρανσίσκο, σωματικές χειρονομίες του Arnulf Rainer και ψυχεδελικές εκρήξεις της εποχής. Πολύ ταραγμένης, πράγματι, εποχής. Μια ζωή έξω από κάθε νόρμα, αγνόησε κάθε κοινωνική ή ηθική απαγόρευση και είχε ανάλογη κατάληξη.
1.Raoul Vaneigem, Traité de Savoir-Vivre à l’ usage des jeunes générations, [ελλ. μτφρ. Σ. Βελέντζας, Άκμων, χ.χ., σ. 42]
2.Βλ. έκθεση “Μεγάλη Αναταραχή: 5 Ουτοπίες στο ’70, λίγο πριν-λίγο μετά”, Πάτρα Πολιτιστ. Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2006.
Last modified: 19/12/2017