Η Φτώχεια μέσα από μεγάλα έργα τέχνης

Παγκόσμια ημέρα κατά της φτώχειας. Η ανθρώπινη δυστυχία όπως καταγράφηκε από ευαισθητοποιημένους καλλιτέχνες

Η φτώχεια διαχρονικά ως θεματογραφία άγγιξε τους περισσότερους καλλιτέχνες σε κάθε μορφή τέχνης. Αν και η φτώχεια είναι ρομαντική μονάχα στην τέχνη, οφείλουμε να παραδεχτούμε πώς κάποιες δεκαετίες νωρίτερα -ιδιαίτερά στη ζωγραφική- όλες αυτές οι εικόνες ήταν μια απελπισμένη και συγχρόνως καθαρή φωνή προς στην κοινωνία. Μια φωνή που στέλνουν «της γης οι κολασμένοι» στις μέρες μας με τον ίδιο δυνατό τρόπο.
Παραθέτουμε μερικά εμβληματικά έργα για την φτώχεια από την ιστορία της τέχνης. Παράλληλα δημοσιεύουμε το μνημειώδες διήγημα για τη φτώχεια «πατέρα στο σπίτι» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη  

Vincent van Gogh, «Οι πατατοφάγοι», 1885
Ο διάσημος καλλιτέχνης έζησε κάτω από άθλιες συνθήκες μεγάλες περιόδους της ζωής του. Ήταν αυτή η ανέχεια που ενέπνευσε πολλά από τα έργα του με κορυφαίο του πατατοφάγους. Ο Βαν Γκογκ (1853 -1890) έζησε ανάμεσα στους ανθρώπους της χειρονακτικής εργασίας που δούλευαν για ένα πιάτο πατάτες, όπως τα ταλαίπωρα μέλη αυτής της οικογένειας Ολλανδών εργατών της γης..   

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Πατέρα στο σπίτι

— Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.
— Χωρίς πεντάρα;
— Ναι.
— Και τι έγινε ο πατέρας σου;
— Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.
Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λάμπρους μεγάλους οφθαλμούς, ρακένδυτον. Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν τη αθωότητι μειδίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανοήση, τόσον ώστε οι άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το εκάλουν, και απέτεινον αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν’ ακούσωσιν από το στόμα του την απόκρισιν.
— Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.
Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ’ εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά πέντε εκλιπαρήσεις, και μετά τέσσαρας αποπομπάς, να λάβω δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι’ αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού, μοι συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού, φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.

Thomas Benjamin Kennington , «Ορφανά»
Με πίνακες όπως τα «Ορφανά» ο Κένινγκτον (1856 – 1916), απευθυνόμενος στο συναίσθημα του θεατή προσπάθησε να απεικονίσει τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής για τους φτωχούς στη Βρετανία. Κριτικοί τέχνης υποστηρίζουν ότι επηρεάστηκε από τον Ισπανό ζωγράφο Murillo που κι αυτός παρουσίαζε παιδιά του δρόμου.

Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν, έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και ατένίζον με είπε:
— Δο μ’ κι άλλη, μπάρμπα!

Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο παντοπωλείον της οδού Σ…, κατά την δυτικήν εσχατιάν της πόλεως. Πτωχαί γυναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ’ εσπέραν να κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δυο ή τρεις φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλάκις τριετή νήπια ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμένοι αι μητέρες των, με επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν’ αγοράσουν κασί ή λάι ή λυκάζι. Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί (σκουμβρί), άλλο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο ίδιος εσπλαγχνίζετο ενίοτε και έστελνε προπομπούς τους ιδίους του υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδίων, δια να φθάσουν ταύτα ασφαλώς εις την μητέρα των.
Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το είδος, το οποίον εστάλη ν’ αγοράση, και να είπη άλλα αντ’ άλλων.

Bartolomé Esteban Murillo «Νεαρός ζητιάνος» 1645
Έργο εμπνευσμένο από τη χωρίς όρια δυστυχία στους δρόμους της Σεβίλλης. Τον 17ο αιώνα, η Ισπανία είχε να αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα με τα εγκαταλειμμένα παιδιά που έπρεπε να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους. Ο νεαρός ζητιάνος προσπαθεί να απαλλαγεί από τις ψείρες που βασανίζουν το κορμί του. Στα πάμπολλα παιδιά του δρόμου που ζωγράφισε, πιθανόν ο καλλιτέχνης να έβλεπε τα παιδικά του χρόνια. Έμεινε ορφανός πολύ μικρός και μεγάλωσε με συγγενείς.

Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις κατά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το παιδί ποτέ δεν έπταιε.
Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και ύβριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή, όλο ξίκικα επώλει· μ’ αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το δεινότερον, έχανε καθ’ οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον παντοπώλην. Πλην δια τούτο είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος και να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και ολόκληροι λιμοκοντόροι. Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.

Αλλ’ ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι ποτέ πολυπράγμων, αλλ’ ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν, ως εικός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο γενικός θεματοφύλαξ των αλλότριων υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ’ όταν ευκαίρησεν, αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.

Gordon Parks, Flavio, 1961
Το περιοδικό Life έστειλε το διάσημο φωτογράφο Parks (1912 – 2006) στη Βραζιλία για να καταγράψει τη φτώχεια με επίκεντρο τις φαβέλες, τις περίφημες φτωχογειτονιές του Ρίο ντε Τζανέιρο. Εκείνη την εποχή,  ζούσαν στις φαβέλες περισσότεροι από 700.000 άνθρωποι. Γνώρισε τον Φλάβιο, ένα αγόρι που κουβαλούσε όλη τη βαρβαρότητα της φτώχειας. Το σπίτι του Φλάβιο ήταν όλο κι όλο τέσσερις τοίχοι από σάπια κομμάτια ξύλου και μια σκουριασμένη οροφή από τσίγκο. Σ’ αυτή την παράγκα η καθημερινή μάχη για τη ζωή χαρακτηριζόταν από στοργή, χιούμορ και αγριότητα.

Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.
Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ επί φιλοπονία. Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί τού επονούσεν αίφνης η μέση του, την Δευτέραν τού επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι διήρχετο εν κραιπάλη από το Σάββατον εσπέρας έως την Δευτέρα πρωί.
Η γυνή ήτο φιλεργός.Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν υποκάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον, προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας εκέρδιζεν εκείνος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της οικογενείας.
Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά εν κουτσουβέλι, ή κατσιβέλι, εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το εισόδημα ηλαττούτο. Η εργασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν’ απογαλακτίση εν μωρόν, και αρχίζουοα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα.

Νικόλαος Γύζης, «Τα ορφανά» 1871
Η μεγάλη ικανότητα του ζωγράφου στη σύλληψη και στην απεικόνιση του παιδικού κόσμου γίνεται φανερή στα πολλά σχέδια των τεσσάρων παιδιών του. Αν και τα περισσότερα έργα του ηθογραφικά, ο Νικόλαος Γύζης (1842 – 1901) δείχνει δίπλα στο χαρούμενο και αμέριμνο παιδικό κόσμο σκηνές με παιδιά σε θλιβερές καταστάσεις και σε ένδεια.

Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον φόρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.
Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε σπάσει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί, οσάκις είχε νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά, φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον, είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να την κρατήση αγάνωτην.

Hubert von Herkomer, δύσκολοι καιροί.
Ο πίνακας Hard Times (1885) φιλοτεχνήθηκε από τον Herkomer (1849 – 1914). Ο καλλιτέχνης δημιούργησε με αφοσίωση έργα από τις εξαθλιωμένες μάζες. Ποτέ δεν ξέχασε την απόλυτη φτώχεια των παιδικών του χρόνων και τα προβλήματα υγείας που βίωσε. Ο πίνακας είναι εμπνευσμένος από φτωχούς εργάτες – μετανάστες. Χρησιμοποίησε μια υπαρκτή οικογένεια εργατών τον James Quarry και τη σύζυγό του Annie να ποζάρουν με τους δύο γιους τους.  

Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα οποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και δι’ άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η μηχανή εκρατήθη.

Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος εντός.
Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς, ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς, κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ’ επιρροήν.
Κατ’ αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα, φέρων κρέας και μικρά τινα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να έρχεται ημέραν παρ’ ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ’ εκάστην, φέρων πάντοτε οψώνια.
Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη.
Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ’ ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε μάλιστα να ξενοκατιάζη.

Gustave Courbet, «Η Φιλανθρωπία ενός ζητιάνου στο Ορνάν»
Ο Courbet (1819 -1877) κατέχει σημαντική θέση στη γαλλική ζωγραφική του 19ου αιώνα ως καινοτόμος και ως καλλιτέχνης πρόθυμος να κάνει τολμηρές κοινωνικές δηλώσεις μέσα από το έργο του. Θεωρείται από τους πρωτεργάτες του ρεαλισμού. «Η Φιλανθρωπία ενός ζητιάνου στο Ορνάν» (1868) δείχνει κατά κάποιο τρόπο την αλληλεγγύη των φτωχών, καθώς ο ζητιάνος προσφέρει βοήθεια σε ένα φτωχό αγόρι. Μια βαθιά ανθρώπινη εικόνα του Gustave Courbet.

Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα. Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε ξανανταμώσει, αυτήν την παλαιάν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν από το σπίτι βραδιές βραδιές.
Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημά της ήτο ότι, ίσως, είχε πολιτέψει τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και καλήν. Ο κουμπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ήτο της αρχής ότι έπρεπεν ο ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υστεροβουλία, η λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλλιών και με το χώρισμα του ανδρογύνου.
Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται της τιμής σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής.

Giuseppe Pellizza da Volpedo «The Fourth Estate»
Η τέταρτη τάξη, ελαιογραφία του Giuseppe Pellizza da Volpedo (1868 -1907) φιλοτεχνημένη 1898 ως τος 1901. Απεικονίζει μια στιγμή από μια εργατική απεργία καθώς οι εργάτες με τους εκπροσώπους τους κατευθύνονται για να διαπραγματευθούν τα δικαιώματά τους. Ο πίνακας χαρακτηρίστηκε ως η πλέον δημοφιλής ιταλική σοσιαλιστική εικόνα. 

Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με σχισμένον υποκάμισον —και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα— ο Μανώλης έγινεν άφαντος. Επήγε να ενταμώση οριστικώς την παλαιάν του γνωριμίαν. Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του. Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος, ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς, κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην με προίκα.
Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.
Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά —το πέμπτον είχεν αποθάνει, ανακληθέν  ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και ανθούσιν εσαεί και τα άκακα νήπια— έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα παιδία, χωρίς πατέρα, και χωρίς κουμπάρον.
Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν! Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο ακριβής εις τα σταθμά, αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων χείλη, εις τον άλλον κόσμον.
Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:
— Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!

Francois Millet, «Σταχομαζώχτρες» (1857)
Οι «Σταχομαζόχτρες» του jean Francois Millet (1814 -1875) είναι ίσως το γνωστότερο έργο του Άγγλου καλλιτέχνη. Δύο αγρότισσες να μαζεύουν κόκκο – κόκκο τα στάρια που έπεσαν από τους θεριστές.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Last modified: 18/10/2022