Δυο γυναίκες αγάπησα στα παιδικά μου χρόνια. Τη μάνα μου και μια γυναίκα που στεκόταν απέναντι απ’ το παράθυρο μου. Μέρα νύχτα – εκεί. Με μια μεγάλη μαντήλα να σκεπάζει το κεφάλι της και με την άκρη του χιτώνα της στο χέρι να σκουπίζει τα δάκρυα. Μια γυναίκα από μάρμαρο που την στεφάνωναν δυο φορές το χρόνο. Περνούσα καλά μαζί της. Δεν με πίεζε να φάω, δεν μ’ έστελνε σε δουλειές, δεν με μάλωνε, δεν μ’ έβαζε να κοιμηθώ με το ζόρι.
Άλλωστε τα μεσημέρια του καλοκαιριού όπως ξάπλωνα στο γρασίδι απέναντι της, μ’ έπαιρνε ο ύπνος και το απόγευμα ξυπνούσα στο κρεβάτι μου. Πώς γινόταν αυτό δεν το κατάλαβα ποτέ!
Μ’ άφηνε να της κάνω ό,τι ήθελα: ψηλάφιζα τις πτυχές από το φόρεμα της, ανέβαινα στον ώμο της, έπαιζα με τα γυμνά δάχτυλα των ποδιών και μερικές φορές έπαιρνα λάσπη και της έφτιαχνα παπούτσια.
Πολλοί περαστικοί σταματούσαν να τη δουν κι εγώ κολλούσα δίπλα τους για να ακούσω τι έλεγαν. Άλλοι την έλεγαν Παναγία, άλλοι μάνα που σκέφτεται τα παιδιά της, άλλοι Ελλάδα που κλαίει τους νεκρούς. Μόλις έφευγαν καθόμουν στα πόδια της κι έφτιαχνα τις δικές μου ιστορίες. Την σκεφτόμουνα να βγάζει βόλτα το «Χριστούλη», την έβλεπα να αποχαιρετά τα αγόρια του χωριού που χορεύοντας με τους ήχους του ζουρνά έφευγαν φαντάροι, να ανάβει κεριά στα μνήματα στους ξύλινους σταυρούς με τις φωτογραφίες φαντάρων.
Στο μεγάλο προθάλαμο της κοινότητας είχαν αναρτήσει εικόνες στρατιωτών. Δεν ήξερα γιατί. Στις ιστορίες που έφτιαχνα στο μυαλό μου αυτοί οι στρατιώτες ήταν τα παιδιά της.
Είχαμε κι εμείς φωτογραφίες με στρατιωτικά. Ο ένας ήταν ο πατέρας μου και ο άλλος ο θείος μου, που χάθηκε όταν υπηρετούσε. Πολλά χρόνια πριν γεννηθώ. Όταν ρώτησα τη μάνα μου γιατί δεν είναι η φωτογραφία στην κοινότητα, μου απάντησε ότι αυτός είναι αδερφός του πατέρα μας και πέθανε στο στρατό από αρρώστια πριν αρχίσει ο πόλεμος.
Αυτή η γυναίκα σιγά σιγά με σημάδεψε. Όταν μετά από χρόνια οι γνωστοί και φίλοι με ρωτούσαν πώς και κόλλησα αυτή την τρέλα για την Τέχνη δεν είχα καμιά απάντηση. Μέχρι που κάποια στιγμή επιστρέφοντας στο χωριό, είδα ότι η γυναίκα έλειπε από τη θέση της. Με ελαφρά την καρδία κάποιος «άρχοντας» την μετέφερε στη γειτονιά του!… Το χωριό μου έχασε το τοπόσημο του. Πήγα και την βρήκα κρυμμένη σ’ ένα πάρκο, μακριά από τα μάτια του κόσμου. Λες και ήθελαν να κρύψουν τη γυναίκα που θρηνεί τους εκατοντάδες ήρωες του χωριού μας.
Χάιδεψα τα πόδια της, την αγκάλιασα, την γνώρισα στα παιδιά μου και στη γυναίκα μου κι εκεί πήρα την απάντηση γιατί αγαπάω τόσο πολύ την Τέχνη.
Αρχική εικόνα: Φωτογραφία τραβηγμένη από το παράθυρό μου. Ο πατέρας μας με το μεγάλο μου αδερφό.
Last modified: 05/10/2023