Η γαλλική επανάσταση, γέννησε αυτόματα την ανάγκη της απεικόνισης και της εξύμνησης των γεγονότων που τη σημάδεψαν, την επέβαλαν και την καθιέρωσαν. Ήταν γεγονότα ύψιστης σημασίας για το δυτικό κόσμο. Ο παλμός ήταν έντονος κι ο λαός αποφασισμένος. Σαν ποτάμι που μετά από αιώνες έσπασε το φράγμα και ξεχείλισε. Δεν υπήρχε γυρισμός. Ήταν έτοιμος να γράψει ιστορία, με αίμα και …με χρώματα.
Σε αυτό πρωτοστάτησε ο Γάλλος ζωγράφος (1748 – 1825), συμμετέχοντας στα γεγονότα ως επαναστάτης και ως καλλιτέχνης.
Άμεσα εμπλεκόμενος με το επαναστατικό κίνημα, αφιέρωσε όλη του την τέχνη στην υπηρεσία της επανάστασης. Πιστός στη νεοκλασική τεχνοτροπία, ακολουθώντας τις φόρμες που είχε διδαχτεί στη Ρώμη, «πάντρεψε» το μεγαλείο, την αυστηρότητα και την ευγένεια των ελληνικών και ρωμαϊκών χρόνων, με τις ιστορικές εξελίξεις και τα πρόσωπα της εποχής του.
Οι ήρωες, δεν έρχονταν πια από το μακρινό παρελθόν, αλλά ήταν σύγχρονοι ομοϊδεάτες και συνοδοιπόροι του.
Όπως ο Γάλλος πολιτικός, σημαντική μορφή της επανάστασης, Ζαν Πολ Μαρά (1743 – 1793), του οποίου η δολοφονία θα χαραχτεί στην ιστορική μνήμη, κυρίως μέσω του ομώνυμου έργου του Νταβίντ (αρχική εικόνα). Ο συγκεκριμένος πίνακας αποτελεί ένα από τα αριστουργήματά του καλλιτέχνη και είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της καινοτομίας του καιρού του. Ο «σύγχρονος» για τον καλλιτέχνη αγωνιστής, αναπαριστάται αμέσως μετά τη δολοφονία του, νεκρός στην μπανιέρα του, με την ίδια διάθεση που μέχρι πρότινος, παρουσιαζόταν ένας άγιος, ένας μάρτυρας. Για πολλούς άμεση είναι η σχέση (και πιθανή επιρροή) με το αποκαθηλωμένο σώμα του Ιησού στο έργο του Καραβάτζιο: Η Αποκαθήλωση – 1600/4.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αναφορά του Μπωντλέρ για το συγκεκριμένο έργο: «Σκληρός σαν τη φύση, αυτός ο πίνακας έχει όλο το άρωμα του ιδανικού. Ποια ήταν λοιπόν αυτή η ασχήμια που ο άγιος Θάνατος έσβησε τόσο γρήγορα; Ο Μαρά μπορεί πλέον να αψηφήσει τον Απόλλωνα, ο θάνατος μόλις τον φίλησε στα ερωτευμένα χείλη και αναπαύεται μέσα στην ηρεμία της μεταμόρφωσής του. Υπάρχει σ’ αυτό το έργο συγχρόνως κάτι τρυφερό και οδυνηρό. Στον κρύο αέρα του δωματίου, πάνω στους κρύους τοίχους, γύρω από αυτήν την κρύα και μακάβρια μπανιέρα, μία ψυχή ακροβατεί».
Η σύλληψη του καλλιτέχνη και η πολύμηνη κράτησή του από τους αντεπαναστατικούς το 1794, τον σημαδεύει βαθύτατα και βάζει τέλος στην ενεργή επαναστατική του δράση. Σε αυτό το διάστημα επιμελείται και την αυτοπροσωπογραφία του, στην οποία αποτυπώνει μία «στωική ανησυχία». Μία συγκρατημένη επαγρύπνηση για το πολιτικό γίγνεσθαι που πάντα θα επηρεάζει την αισθητική των έργων του.
Από το 1804, ορίζεται και επίσημος ζωγράφος του αυτοκράτορα Ναπολέοντα. Χαρακτηριστικό έργο της εποχής αυτής είναι «Η στέψη του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Ι και της Αυτοκράτειρας Ζοζεφίνας» (1805-7), το οποίο και θα ανακηρυχτεί το καλύτερο έργο εθνικού θέματος, της δεκαετίας.
Ο Νταβίντ, με τις επιβλητικές αναπαραστάσεις, σε μέγεθος, σε τεχνική, και σε λεπτομέρεια, ήθελε να κάνει τον επισκέπτη να νιώσει παρών στα ιστορικά αυτά γεγονότα και να τον κινητοποιήσει.
Γι’ αυτόν το λόγο μάλιστα συνήθιζε να τοποθετεί απέναντι από τα έργα έναν μεγάλο καθρέφτη. Έτσι οι θεατές μπορούσαν να «αντιληφθούνε» τον εαυτό τους σαν προέκταση του έργου, λες και συμμετέχουν ενεργά σε αυτό.
Από την αρχή μέχρι και το τέλος, ο Νταβίντ έμεινε πιστός στην τέχνη του. Τιμώντας σε κάθε του έργο την κληρονομιά των ένδοξων ελληνικο-ρωμαϊκών χρόνων, επικεντρωνόταν στο παρόν και σε αυτό απευθυνόταν∙ αντιμετώπιζε το παρόν σαν μια ένδοξη ιστορική στιγμή. Και συγχρόνως, οι κλασικές του φόρμες, «επηρεασμένες» από το παρόν, σαν να έπαιρναν ζωή, σαν να αποκτούσαν ένα ρεαλισμό που τόσο θα αναζητηθεί από τους συνεχιστές του.
Ο παλμός της γαλλικής επανάστασης, αντήχησε στο αγέρωχο ζωγραφικό ύφος του Νταβίντ. Μια εποχή που ο λαός κατάλαβε τη δύναμή του. Ωστόσο, μέσα στις μάχες και στις αιματοχυσίες θα ατενίζει πάντα την επιθυμητή γαλήνη και αγαλλίαση, όπως μας επιβεβαιώνει και το τελευταίο του μεγάλο έργο, «Ο Άρης αφοπλίζεται από την Αφροδίτη και τις Χάριτες» (1824).
Ο Ζακ –Λουί Νταβίντ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 30 Αυγούστου του 1748 και έφυγε από τη ζωή στις 29 Δεκεμβρίου του 1825. Τα τελεταία χρόνια της ζωής του ζούσε στις Βρυξέλλες, όπου και ετάφη. Η καρδιά του μεταφέρθηκε και ετάφη στο κοιμητήριο του Παρισιού Περ Λασέζ.
Μια άλλη ανάγνωση
Το 1950 ο Ρενέ Μαγκρίτ «ξαναδιαβάζει» τον πίνακα του Ζακ Λουί Νταβίντ «Κυρία Ρεκαμιέ» (1802). Στον πίνακα αυτό ο Νταβίντ είχε δώσει, με τη σειρά του, τη δική του ανάγνωση στο γλυπτό του Αντόνιο Καβόνα, Παολίνα Μποργκέζε.
Από τον Μαγκρίτ η φρεσκάδα, η τρυφερότητα, και η γοητεία της διάσημης κυρίας Ρεκαμιέr, μετασχηματίζονται σε ένα άψυχο, άκαμπτο, αινιγματικό φέρετρο. Μια άποψη που εκπλήσσει το θεατή με το ασυνήθιστο αλλά και πολύ ρεαλιστικό μήνυμα του. Ο ύμνος στην ομορφιά και στα νιάτα, έχει γίνει μια μοιραία υπενθύμιση θανάτου. Μέρος από το φόρεμα της κυρίας Ρεκαμιέ, είναι το μόνο ίχνος της προηγούμενης ύπαρξης.
*Να θυμίσουμε ότι ο Μαγκρίτ «μεταμόρφωσε» σε φέρετρα και τη Κυρία Ρεκαμιέ του Φρανσουά Τζεράρντ, αλλά και τις τρεις φιγούρες στο «Μπαλκόνι» του Εντουάρντ Μανέ
Last modified: 03/03/2020