Ευθύμιος Ευθυμιάδης: Ένα παιδί μπορεί να ανατρέψει τα πάντα

Ήρα Παπαποστόλου
Ιστορικός και κριτικός τέχνης

Τα παιδιά του Πολέμου θα είναι οι δραπέτες του παιχνιδιού… επιλέγοντας
για συμπαίχτη την αθωότητα

Παιχνίδια, σχισμές δέντρων, όνειρα και μνήμες, λαμαρίνες σε φάση οξείδωσης, φράχτες, αιωρήσεις, αινιγματικοί μηχανισμοί, πρόσωπα της θλίψης αλλά και της ευτυχίας*συγκεντρώνονται στους καμβάδες του Ευθύμιου Ευθυμιάδη.
Η μεικτή τεχνική του αποδίδει υφές, που στηρίζονται στη διαφοροποίηση της χρωματικής ύλης. Τελάρα, άλλα εντελώς επίπεδα και άλλα ανάγλυφα, εντυπωσιάζουν με την απόδοση των θεμάτων τους, αλλά και με τη χρήση έντονων χρωμάτων, που ήταν σχεδόν απόντα στις προηγούμενές του ενότητες.
Φιγούρες ανάμεσα στην παιδική και την εφηβική ηλικία, παιδιά της δικής μας καθημερινότητας, μα και παιδιά πρόσφυγες, απεικονίζονται με περίσσια ευαισθησία: πότε μόνο το πρόσωπο πότε το σώμα ολόκληρο. Δεν είναι παρά οι αναίμακτοι ήρωες του σήμερα, βγαλμένοι από την επικαιρότητα. Τι αναζητούν άραγε αυτές οι τρυφερές οντότητες; Μήπως, όταν χάνονται μέσα στη σχισμή κάποιου δέντρου, ψάχνουν τις ρίζες τους; ‘Όταν εμφανίζονται πίσω από περιφράξεις και δοκάρια, είναι εγκλωβισμένες εκεί ή είναι κι αυτό ένα από τα πολλά τους τεχνάσματα;
Γιατί, οι πρωταγωνιστές στους πίνακες του Ευθυμιάδη, μοιάζουν να έχουν συνεχώς στο μυαλό τους το παιχνίδι και τη μουσική. Από εκεί και οι παρτιτούρες, οι νότες, τα κλειδιά του σολ, οι σαΐτες, τα αεροπλανάκια, τα puzzle, τα ηλεκτρικά τρένα και οι κύβοι του Rubik είτε πρόκειται για ανέμελα πλάσματα που ζουν σε ειρηνικό περιβάλλον είτε για βασανισμένα πιτσιρίκια χωρών σε εμπόλεμη κατάσταση: «Τα παιδιά του Πολέμου θα είναι πάντα οι δραπέτες του παιχνιδιού, οι φαντασιακοί πιλότοι της αντιβαρύτητας – μιας εξύψωσης σχεδόν ουτοπικής – που στη ζωγραφική επιφάνεια βρίσκει άμεση εφαρμογή. Τα αδύναμα παιδιά της Ειρήνης, με το πανίσχυρο βλέμμα ικανό να μετακινήσει βουνά σ΄ ένα χώρο αστικής εγκατάλειψης, θα προσπαθούν διαρκώς να ανασυνθέτουν την πραγματικότητα με όρους δικούς τους, επιλέγοντας για συμπαίχτη την αθωότητα», λέει χαρακτηριστικά ο ζωγράφος.
Πρόκειται για πνεύματα δημιουργικά, ονειροπόλα, με έντονη διαίσθηση, που δείχνουν σεβασμό στη φύση κι εκδηλώνονται σοφά, δυσανάλογα με την ηλικία τους, απέναντι στην αναπόδραστη σκληρότητα ενός επικίνδυνου κόσμου. Για κορίτσια και αγόρια του ρίσκου που, στο επέκεινα μιας μελαγχολικής μέρας – με το κρυφτό ανάμεσα στα χαλάσματα μοναδική εγγύηση Φυγής – περιμένουν πανέτοιμα, τη σειρά τους για δράση, οπλισμένα με τηλεκινησία: τη Νόηση που υποτάσσει την ‘Ύλη!
Στα έργα του Ευθυμιάδη η φθορά συνυπάρχει με την ομορφιά, η οποία τελικά υπερισχύει. Δεν πρόκειται παρά για τη σκληρή αλήθεια σε συνδυασμό με τη χαρά της ζωής. Είναι οι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Είναι επίσης, οι δύο όψεις που περιγράφει σε δοκίμιό του το 1919 ο Giorgio De Chirico στο περιοδικό Valori Plastici : «Κάθε πράγμα έχει δύο όψεις: τη συνήθη, που είναι αυτή που βλέπουμε όλοι οι άνθρωποι γενικά, και την άλλη, τη φασματική ή μεταφυσική, που δεν μπορούν να δουν παρά τα σπάνια άτομα σε στιγμές διαύγειας και μεταφυσικής αφαίρεσης».
Ως σύγχρονος ζωγράφος, λοιπόν, μιας άλλης προσέγγισης, ο Ευθυμιάδης έρχεται με τον ιδιόμορφο ρεαλισμό του να μας θυμίσει αυτές τις τόσο σημαντικές πλευρές της ύπαρξης. Αλλά και να μας προτείνει μια λύση αισιόδοξη, αφού ακόμη και στην καταστροφή ένα παιδί μπορεί με την αυθεντικότητά του να ανατρέψει τα πάντα.
«Οι έφηβοι παίχτες θα συμπληρώνουν τα puzzle σαν ψηφίδες μιας εικόνας που μας κρατούν ανολοκλήρωτη, κρύβοντας με πονηριά στην τσέπη τους το τελευταίο κομμάτι», λέει ο ίδιος. «Θα συνομιλούν βυθισμένοι σε έκσταση με την παγκόσμια ψυχή, πέρα από στείρες διδαχές ενηλίκων, μακριά από όλες τις θρησκείες, καταγγέλοντας ταυτόχρονα με τον ελεύθερο τρόπο τους τις λογικές συμβάσεις, κοιτάζοντας με τα μάτια μιας απορίας πανανθρώπινης. Θα διατηρούν στην ακινησία του ζωγραφισμένου καμβά την κίνηση, μαζί με την εκεχειρία που φευγαλέα τους δόθηκε. Θα συγκρούονται συμβολικά, γνωρίζοντας εξαρχής τί μέλλει γενέσθαι. Θα αφουγκράζονται, πεσμένοι στο χώμα, τον παλμό της ζωής. Θα είναι οι αιώνιοι δον Κιχώτες, στη μέση του δρόμου, χωρίς άλογο και δόρυ, φορώντας πανοπλίες αυτοσχέδιες. Θα ανταλλάσσουν τα χρώματα όπως τους βώλους τους, σκάζοντας τσιχλόφουσκες με μιαν αναίδεια υπέροχη, που γυρεύει από εμάς αποκωδικοποίηση».

 

Last modified: 02/10/2017