(…) Να περιμένεις μεγάλες στιγμές.
Να μην τις επιδιώκεις, να τις περιμένεις. Κι ύστερα να λες πως είσαι άτυχος και πως η ζωή ήταν άδικη μαζί σου.
Και να μη βλέπεις πως ακριβώς δίπλα σου συμβαίνουν αληθινές δυστυχίες που η ζωή κλήρωσε σε άλλους ανθρώπους.
Σ’ εκείνους που δεν το βάζουν κάτω και αγωνίζονται. Και να μην μαθαίνεις από το μάθημά τους.
Και να μη νιώθεις καμία φορά ευλογημένος που μπορείς να χαίρεσαι τρία πράγματα στη ζωή σου, την καλή υγεία, δυο φίλους, μια αγάπη,
μια δουλειά, μια δραστηριότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι δημιουργείς, ότι έχει λόγο η ύπαρξή σου.
Να κλαίγεσαι που δεν έχεις πολλά. Που κι αν τα είχες, θα ήθελες περισσότερα.
Να πιστεύεις ότι τα ξέρεις όλα και να μην ακούς.
Να μαζεύεις λύπες και απελπισίες, να ξυπνάς κάθε μέρα ακόμη πιο βαρύς. Λες και ο χρόνος σου είναι απεριόριστος
Οδυσσέας Ελύτης, Το παράπονο
Η ζωή δεν τελειώνει με μια ήττα αποδεικνύει η έκθεση που διοργανώθηκε στη μνήμη της εικοσιδυάχρονης φοιτήτριας της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών που έφυγε από τη ζωή το Φεβρουάριου του 2014.
«Ανακοινώνεται ότι η φοιτήτρια του Τμήματος Εικαστικών Τεχνών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών του Η’ Εργαστηρίου Ζωγραφικής Ευγενία Ζάππα του Ευάγγελου απεβίωσε».
Ήταν η ανακοίνωση που βρήκαν τη Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου οι φοιτητές και οι καθηγητές της Α.Σ.Κ.Τ. στον πίνακα ανακοινώσεων της Γραμματείας.
Η απώλεια ενός τόσο νέου κοριτσιού, ιδιαίτερα ταλαντούχου, με ακέραιο χαρακτήρα, μιας απόλυτα συνειδητοποιημένης και ήρεμης παρουσίας, δεν άφησε κανέναν χωρίς να τον αγγίξει∙ τους σημάδεψε όλους.
Η Ευγενία Ζάππα έφυγε από τη ζωή αφήνοντας πίσω της τα έργα που πρόλαβε να δημιουργήσει κατά τη διάρκεια των σπουδών της. Ανάμεσά τους λοιπόν θα δει κανείς στην έκθεση ασκήσεις,«σπουδές» όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στις λεζάντες που τα συνοδεύουν, που η νεαρή φοιτήτρια δεν είχε την ευκαιρία να τις δει να εκθέτονται.
«Μην ενοχλείτε τον καλλιτέχνη. Τα έργα». Αυτό ήταν το τελευταίο γραπτό μήνυμα στο χώρο του εργαστηρίου που άφησε η Ευγενία πριν αποδράσει από εκεί δύο μέρες μετά τις εξετάσεις του 5ου εξαμήνου, στα μισά της σπουδαστικής της διαδρομής, αναφέρει ο Καθηγητής και διευθυντής του Η’ Εργαστηρίου Ζωγραφικής του τμήματος, Τάσος Χριστάκης.
Η Ευγενία σηματοδότησε στα έργα της τις φυσικές και πνευματικές αρετές του χαρακτήρα της διδάσκοντας σε όλους τη σχέση της με το χρόνο, μια σχέση απόλυτα συνειδητή και προετοιμασμένη. Η ποιότητα του έργου της αφήνει πίσω ένα διάφανο μειδίαμα παρηγοριάς σε όλους εκείνους που αντιλαμβάνονται το κενό από την απουσία της.
Η ώρα είναι οκτώ παρά και έξω από την Γλυπτοθήκη Γρηγοριάδη στο Νέο Ηράκλειο έχει ήδη μαζευτεί κόσμος. Κυρίως νέοι , φοιτητές και φοιτήτριες της Α.Σ.Κ.Τ. Μπαίνοντας μέσα αντιλήφθηκα ότι η αίθουσα είχε αρχίσει ήδη να γεμίζει.Ένα παράξενο συναίσθημα ήταν αυτό που με διαπέρασε από την πρώτη στιγμή καθώς αντίκρισα το έργο που ήταν τοποθετημένο ακριβώς απέναντι από την είσοδο της αίθουσας. Κατέβηκα τα σκαλιά και πλησίασα προς αυτό. Ρώτησα με έκπληξη την υπεύθυνη του χώρου για το εάν ήταν προσωπογραφία της νεαρής Ευγενίας. Μου απάντησε πως ήταν έργο της ίδιας. Επρόκειτο για μια γυναικεία φιγούρα, για ένα νεαρό κορίτσι, με ύφος θλιμμένο, μελαγχολικό. Ήταν ένα πρόσωπο όμορφο που έκφραζε όμως ένα παράπονο. Ένα γλυκό παράπονο. Μια ελεγειακή φιγούρα στα μάτια της οποίας λησμονείται ένα όνειρο, μια ελπίδα.
Λευκό και μαύρο. Πλαστικό και χαρτί. Φως και σκοτάδι. Πνευματικότητα και υλικότητα. Μια απουσία που καταφέρνει να γεμίσει μέσα από τη δημιουργία. Και εκεί καταλαβαίνει κανείς τι είναι το έργο ως μορφή ύλης.Για όποιον κατάφερε πίσω από τις κατασκευές και τις πινελιές της νεαρής καλλιτέχνιδας να δει την ψυχή που έχει κρύψει μέσα σε αυτά. Στη λιτότητα των χρωμάτων, στο γκρι αλλά και το πράσινο με το οποίο επιλέγει να χρωματίσει την καθημερινότητα. Μελαγχολία και ελπίδα μοιράζονται τον ίδιο χώρο. Ένα παπούτσι, ένα τραπέζι, ένας αναπτήρας και μια κούπα. Αντικείμενα που σου φέρνουν στο νου τη δική σου πραγματικότητα που θεωρείς τόσο δεδομένη και βιάζεσαι να την χαρακτηρίσεις ρουτίνα.
Σπουδές πάνω στην οργανικότητα της φόρμας. Σπουδές πάνω στη ζωή και την επιμονή θα έλεγα. Όρεξη για δημιουργία ακόμα και αν το τέλος υπάρχει εκεί σαν σκοτεινό τούνελ, σαν μια μαύρη πινελιά, σαν ένα μαύρο χαρτί, ασχημάτιστο. Η Ευγενία ήξερε να παλεύει με την ύλη, να της δίνει μορφή, να εφαρμόζει τις ιδέες της και να προσπαθεί. Τα έργα της χαρακτηρίζονται από μια σιωπή. Πώς μπορεί βέβαια κανείς να δει τη σιωπή σε ένα έργο; Ίσως μέσα από την απλότητα, από μια λιτότητα στην επιλογή των χρωμάτων και των σχεδίων, από συγκρατημένες αλλά και συγχρόνως σίγουρες πινελιές.Ίσως να επρόκειτο απλά για την απουσία της από το χώρο, από αυτή τη μέρα που ήταν αφιερωμένη σε εκείνη χωρίς εκείνη.
Όσο περνούσε η ώρα η αίθουσα γέμιζε. Χαμογελαστά πρόσωπα, νέοι αλλά και μεγαλύτεροι σε ηλικία στέκονταν μπροστά στα έργα. Άλλοι συζητούσαν ενώ άλλοι απλά κοιτούσαν σκεφτικοί.
Λίγα λουλούδια αφημένα πάνω σε ένα λευκό πάγκο που βρισκόταν στο πίσω μέρος της έκθεσης θύμιζαν ότι κάποιος πραγματικά έλειπε όμως τίποτα δεν θα ήταν ικανό να μετατρέψει αυτή τη βραδιά σε μια βραδιά θλίψης.
Το λόγο που η νεαρή φοιτήτρια έφυγε από τη ζωή δεν τον έμαθα και δεν τον αναζήτησα.
Ένιωθα σαν να είναι ένα κοινό μυστικό που κρατούσαν οι γύρω μου στο χώρο, όσοι την ήξεραν από αυτούς που είχαν σπεύσει να επισκεφτούν την έκθεση από την πρώτη κιόλας μέρα των εγκαινίων της.
Τα συναισθήματα ήταν πραγματικά ανάμεικτα. Μελαγχολία ξέροντας ότι επρόκειτο για μια κοπέλα τόσο νέα αλλά και αισιοδοξία νιώθοντας μέσα από τα έργα της και την οργάνωση αυτής της βραδιάς αυτό που συνηθίζουμε τόσο τυπικά πολλές φορές να λέμε «η ζωή συνεχίζεται». Εγώ θα το άλλαζα λίγο κάνοντας το «η ζωή δεν τελειώνει με μια ήττα». Η Ευγενία Ζάππα απουσίαζε, τα έργα της όμως ήταν εκεί. Και αν ο θάνατος ήρθε να πάρει μακριά έναν άνθρωπο, εκείνη φρόντισε πριν φύγει να δώσει ζωή στα έργα της.
Φεύγοντας κοίταξα για άλλη μια φορά τα έργα. Έσκυψα και πήρα έναν από τους καταλόγους που είχαν ετοιμάσει σχετικά με την έκθεση. Είναι συγκινητικό αν μη τι άλλο να κρατάει κανείς στα χέρια του τον κατάλογο από τα εγκαίνια της πρώτης ατομικής έκθεσης μιας καλλιτέχνιδας που η ίδια δεν πρόλαβε να παρευρεθεί.
Είμαι 22 ετών και αγαπώ τα εικαστικά, τη τέχνη.
Είμαι 22 ετών και θέλω να κερδίσω μια θέση ανάμεσα σε όλους αυτούς που παλεύουν εδώ και καιρό και προσφέρουν σε αυτό το χώρο. Με όσες γνώσεις έχω, με όσες γνώσεις αποκτήσω στη συνέχεια, με τη δύναμη και τη θέλησή μου. Θέλω να δώσω κάτι καινούριο σε όλον αυτό το χώρο.
Ίσως το βλέπω ιδεαλιστικά και δεν πατάω τα πόδια μου γερά στην πραγματικότητα.
Ίσως είμαι ουτοπική σε κάποιο σημείο όμως αν δεν ξεκινήσεις από μια ουτοπία, από ένα όνειρο όταν είσαι νέος δεν θα φτάσεις ποτέ στο να κάνεις πράγματα, στο να δώσεις.
Η σκληρή προσέγγιση της ζωής και του κόσμου, της καθημερινότητας, λες και προστάζει το να είναι όλα σάπια, γήινα, τρωτά, φθαρτά, αλλά συγχρόνως και χωρίς ούτε μια πινελιά ονείρου, ελπίδας, δύναμης, κουράγιου, δικαιώματος σε κάτι καλύτερο που μπορεί και να υπάρχει, ο κόσμος αυτός δεν θα είχε αύριο.
Ξέρω ότι θα τα καταφέρω γιατί αρκεί το να θέλεις κάτι πάρα πολύ.
Έμαθα να φοβάμαι τη ζωή και όχι τη σκιά του θανάτου.
Έμαθα να δημιουργώ το φως που θα κερδίσει το σκοτάδι.
Έμαθα την αιωνιότητα και την έκρυψα σε λίγες γραμμές, αυτές που θα βλέπουν όλοι δίχως εμένα. Έμαθα να ζω ακόμα και χωρίς να υπάρχω.
Μαρία Ξυπολοπούλου
Πινακοθήκη Γρηγοριάδη, 27 Μαΐου 2014
Last modified: 19/09/2022