Απρόβλεπτα, το ακάλεστο Παράδοξο ορμά σαν αναπόφευκτη γροθιά στις βεβαιότητες του σκιαγραφημένου Σύμπαντός μας. Με κύρος, η ακαταμάχητη λάμψη του αντιμιλά στις μουτζουρωμένες προκαταλήψεις. Διότι ο ποικιλόμορφος κόσμος όπου περιπλανώνται οι ανυποψίαστοι δεν είναι εύληπτος. Αποκρυπτογραφείται από τους «ερμηνευτές σημάτων». Ξετυλίγεται μπροστά στους διψασμένους ερευνητές με ιδανικά παντογνωσίας και απαντήσεων στα αέναα Γιατί. Μα ξαφνικά, σαν ξένο στοιχείο, το Παράδοξο χτυπά την ορθογώνια πόρτα της Λογικής που τείνει να ορίζει το καθετί. Ξένο λοιπόν ή παράξενο το Παράδοξο; Μήπως εμείς οι ίδιοι, συχνά τόσο αποξενωμένοι από τον εαυτό μας και τους άλλους, δεν είμαστε παρά μόνο ένας ιλιγγιώδης γρίφος; Ένα αλλόκοτο, εύθραυστο και θνητό ανθρωπομορφικό σύμπλεγμα αντιθέσεων που παραδόξως αυτοδοξάζεται ως «συνειδητοποιημένο ον»; Ένα ευάλωτο ον που, όταν χάνει κάθε πίστη, στρέφεται ολόκληρο σε προσευχές, βουτηγμένο σαν ένα κομμάτι ζάχαρης στο απύθμενο φλιτζάνι της παραδοξότητάς του;
Μέσα από τα έργα τους, οι δημιουργικές ιδιοσυγκρασίες ανακαλύπτουν, ανασυνθέτουν και ίσως κατανοούν περισσότερο το παζλ του Είναι τους. Η Τέχνη αρθρώνει συμβολικές έννοιες με την χροιά μιας εσωτερικής φωνής της οποίας οι αποχρώσεις προϋπάρχουν των περιγραφικών λέξεων. Εκεί τα «εννοώ» ταυτίζονται με χρωματικές αισθήσεις και συνθετικούς παλμούς. Έτσι και η ηχώ του μυστηριώδη ψυχισμού του Κωνσταντίνου Μίχαλου φωλιάζει στις οπτικές φράσεις της συναρπαστικής ζωγραφικής του, προσφέροντας «κουβέντες-ομολογίες» σε προσηλωμένα μάτια.
Διότι, αν για αρκετούς δημιουργούς το κύριο ζήτημα της Τέχνης ισοδυναμεί με την φανέρωση-αποδέσμευση προσωπικών οραμάτων για να τα δουν οι Άλλοι (ενώ εκείνοι συνεχίζουν πέρα από αυτά την αναζήτησή τους), κάποιοι, όπως ομολογουμένως ο Μίχαλος, βρίσκουν στο καλλιτεχνικό ταξίδι μια ασύγκριτη ευκαιρία για αυτογνωσία.
Ευαίσθητα δυνατός, εκτεθειμένος, απογυμνωμένος σαν ερπετό που έχασε το δέρμα του, μα αριστοκρατικά ντυμένος με τον παράδοξο εξπρεσιονισμό του, ο Μίχαλος παρατηρεί νέες ψυχικές πτυχές που αντανακλώνται στα ίχνη των ζωγραφικών πράξεών του. Ωκεανός και Γη ουτοπικά αναμεμειγμένοι… Αφομοιωμένες εικαστικές περιοχές του «Κάτω Πάνω» και του «Πίσω Μπροστά»… Επιμηκυμένο αισθαντικό περιβάλλον… Σύνορα πουθενά σ’ αυτό τον επεκτατικό παράδοξο εξπρεσιονισμό, χωρίς κραυγαλέα χρώματα αλλά με αινιγματικά μοβ και μαύρα, βαθιά κόκκινα και μπλε. Δυναμικές χειρονομίες, που όμως έχουν χάρη και φινέτσα… Χαλιναγωγημένες εκρηκτικές εικόνες… Αδιάλειπτα, ο Χώρος – Χρόνος του Παραδόξου τροφοδοτεί την Πραγματικότητα με παλλόμενες ποιητικό-μεταφυσικές συχνότητες. Εκεί όπου οι διαστάσεις διογκώνονται και οι αποστάσεις σχετικοποιούνται, πρωτάκουστες προοπτικές σχεδιάζονται με αλλιώτικα σχήματα γεννώντας νέες φόρμες.
Παράλληλα μηνύματα «αποκτούν Αλήθεια» όταν μια εικαστική έρευνα ουσιαστικά συνδέεται με την μελέτη της ψυχής. Πώς η φιγούρα που κατοικούσε τα παλιότερα έργα τον Μίχαλου, προοδευτικά αποϋλοποιήθηκε έως την πλήρη συγχώνευσή της με το τοπίο, σε μετέπειτα έργα; Ποιας υπαρξιακής και πλαστικής εξέλιξης ήταν ο ατάραχος δείκτης; Και ποια ήταν η πιο λαίμαργη οντότητα; Το ακατανίκητο τοπίο που αφομοίωσε την αγνή φιγούρα; Ή η περήφανη ανθρώπινη μορφή που μέσα στην άνεση της απλώθηκε σε όλο τον τόπο έως να μετουσιώσει κάθε κύτταρό του; Ποιος έγινε ο άλλος; Κανείς. Ο Μίχαλος μάς παρουσιάζει το αποτέλεσμα μιας ολικής όσμωσης. Το κορμί έγινε Γη. Τα Στοιχεία, μέλη σώματος. Και η φιγούρα – ανώτερη – άγγιξε το Πέραν του ανθρωπομορφικού περιβλήματός της, χαρίζοντας συνάμα ένα πρόσωπο στο αναγεννημένο τοπίο. Ένα πρόσωπο του οποίου το πνευματικό-συμπαντικό ύφος εναρμονίζεται χαρισματικά με τα «χτισμένα» και ορθολογικά χαρακτηριστικά του.Το αφοπλιστικό πρόσωπο της Τέχνης του Παραδόξου. Και εδώ μας δείχνει το «καλύτερο προφίλ» του: το εκφραστικό ένστικτο, το δημιουργικό πάθος, η ζωτική ανάγκη υπέρβασης των ορίων, πλην όμως συνοδευόμενα από την λιγομίλητη Λογική – μια Κυρία «με τρόπους», ελαφρώς ελεγκτική, αλλά καλοπροαίρετη φίλη για την αποφυγή χασίματος σε δαιδαλώδεις ψυχικούς λαβύρινθους. Ο Μίχαλος χαρίζει απλόχερα μορφή και τροφή στις μπερδεμένες μας αντιφάσεις, ενώ τρέφεται ο ίδιος μέσω μιας συναισθηματικής ζωγραφικής, αγκαλιασμένης, «ερωτευμένης» με το Μέτρο που συγκρατεί χωρίς να πιέζει, συμβουλεύει χωρίς να γειώνει και προστατεύει από την ανώριμη υπερβολή.
Παραδόξως, η φιγούρα επανέρχεται δριμύτερη στα πρόσφατα έργα του Μίχαλου, πλαισιωμένη από έναν διάφανο κύβο που, χωρίς να την περιορίζει, την τονώνει ως ηθικό στήριγμα, φορτίζοντάς την με ισχύ και ορθή συνείδηση, ενόψει της επόμενης δραπέτευσής της στην χώρα του «πού και ποιος είμαι». Περιμένοντας καρτερικά αυτό το λυτρωτικό κάλεσμα, κινείται, τεντώνεται, ανυψώνεται στον κύβο-κουκούλι της. Παραδόξως, μέσα και έξω από αυτό. Πανταχού παρούσα. Παραδόξως, με ένα χρυσό φόντο στο κάτω μέρος μιας σύνθεσης, απ’ όπου παίρνει φόρα για να εκτοξευτεί ψηλά προς ένα άλλο φως. Παραδόξως, ένα «θερμό-ψυχρό» φως στο οποίο τρυπώνουν ενδιάμεσοι τόνοι. Και αυτή η ανθρώπινη σάρκα, κόκκινη σαν το αίμα, αλλά όχι τόσο γδαρμένη, όσο ολοζώντανη και τολμηρή, χωρίς επιδερμίδα-ασπίδα που θα συνέχεε τα συγκινησιακά αισθητήρια της… Ανεπαίσθητα, η δημιουργική περιπέτεια ώθησε τον πρωταγωνιστή της στο διάπλατο πεδίο της ανακτημένης αισιοδοξίας.
Οι καιροί κυλάνε, οι ώρες τρέχουν… Έχοντας βγει, στο τέρμα του χρόνου, από το πυκνό δάσος των ψυχοσυνθετικών αναταράξεων, τι θα έχουμε λύσει ως προς το πολυσχιδές νοητικό πλάσμα που ατελώς και με κάποιο εγωισμό πρεσβεύουμε; Όταν απελευθερωμένοι σαν τον Κωνσταντίνο Μίχαλο και μόνοι στις λεωφόρους του πνευματικού ουράνιου τόξου μας, θα ψάχνουμε πια ένα παγκάκι-συμπέρασμα για να συνοψίσουμε το προσωπικό χρωματολόγιό μας, τι αρμονικές ισορροπίες θα έχουμε πετύχει; Ένα είναι σίγουρο. Στον μακρόσυρτο δρόμο του γνώθι σαυτόν, πιο ταπεινοί και σοφοί, θα αντικρίσουμε την εκτυφλωτική ακτινοβολία του κατεξοχήν Παραδόξου: πρέπει να χαθείς εξολοκλήρου για να βρεθείς ξανά.
Last modified: 18/04/2022