«Είναι αλήθεια δραματικό να διαπιστώνει κανείς πως όσο σιμότερα στον άλλο άνθρωπο ζει ο καθένας τόσο και πιο ξένος στον άλλο άνθρωπο γίνεται, τόσο ασφυκτικότερη νιώθει τη μοναξιά του»
ιαπίστωνε ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στα τέλη του 20ου αιώνα θέλοντας να δώσει έμφαση στην ανεπίγνωστη αποξένωση των ανθρώπων ως κυρίαρχο στοιχείο του σύγχρονου τρόπου ζωής στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η σκέψη αυτή θα μας συντροφεύει για αρκετά χρόνια όπως φαίνεται και θα εκφράζει ολοένα και περισσότερο τη δυσχέρεια της επικοινωνίας, την ανωνυμία και την αποπροσωποποίηση των δικών μας ημερών, ημερών μιας άλλης κρίσης που βρίσκει σχεδόν τρομακτικές διαστάσεις στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλον καθημερινά.
Ο Γιώργος Τζάνερης στο ξεκίνημα της καινούργιας εικαστικής χρονιάς παρουσιάζει την πρώτη ατομική έκθεση στην Ελλάδα της γλύπτριας Ελένης Ζευγαρίδου σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Ίριδας Κρητικού. Οι Νοματαίοι της Ελένης Ζευγαρίδου, συλλογή από μικρά γλυπτά, ολόσωμα πορτρέτα ανθρώπων φτιαγμένα από ψημένο πηλό, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ένα συλλογικό έργο, δείγμα της ανθρώπινης κοινωνίας.
Στη βιτρίνα της γκαλερί, μια μικρόσωμη φιγούρα προσκαλεί τον επισκέπτη να μπει στο χώρο. Αυτή είναι, λοιπόν, η πρώτη « στιγμιαία γνωριμία» με τον πρώτο «νοματαίο». Αρχικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι μοιάζουν με σκίτσα στον πηλό, φιγούρες παγωμένες στο χρόνο, βασικό στοιχείο των οποίων είναι η γλώσσα του σώματος. Η καλλιτέχνιδα όμως στήνει στο κέντρο του εκθεσιακού χώρου ένα συλλογικό « αντί –μνημείο» , όπως αναφέρει και η ίδια χαρακτηριστικά, για την ανάδειξη όλων εκείνων που περνούν απαρατήρητοι στην καθημερινότητά μας, καθορίζοντας ωστόσο με την ενέργειά τους στην κοινωνία.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί ο μουσικός ψίθυρος που ντύνει τα βήματα του θεατή στο χώρο της γκαλερί. «Ήθελα ο επισκέπτης να έχει την αίσθηση ότι δεν είναι μόνος του στο χώρο. Να απολαύσει την περιήγηση του έχοντας την ιδέα ότι υπάρχει τριγύρω του και άλλος κόσμος που παρατηρεί όπως και εκείνος τα έργα» συμπληρώνει χαρακτηριστικά η ίδια η καλλιτέχνης που βρίσκεται εκείνη τη στιγμή κοντά μου ξεναγώντας με στην έκθεση.
Γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, η Ελένη Ζευγαρίδου, ύστερα από 28 χρόνια στον τομέα της επικοινωνίας και της διαφήμισης, αποφάσισε να στραφεί στην τέχνη. Το 2010-12 σπούδασε γλυπτική δίπλα στον Καθ. Sławomir Andrzej Mieleszko, διευθυντή του τμήματος μνημειακής γλυπτικής και τον Dr Wojciech Mendzelewski, στο Art Institute of Marie Skłodowska-Curie Πανεπιστήμιο του Λούμπλιν Πολωνίας.
Πριν από αυτή την περίοδο, για 10 χρόνια πειραματίστηκε με τη ζωγραφική, γλυπτική και με μικτές τεχνικές, στο εργαστήριο Τόπος Έκφρασης της Άννας Μάιλλη στην Αθήνα. Το 2015 ολοκλήρωσε τις σπουδές της λαμβάνοντας το δίπλωμα Master’s στην Σχολή Καλών Τεχνών του Λίνκολν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σήμερα είναι μέλος του Royal British Society of Sculptors. Τα γλυπτά της εκφράζουν το ενδιαφέρον της για την ανθρώπινη φύση, τις ανθρώπινες σχέσεις, τη γλώσσα του σώματος και την ατομικότητα.
- «Νοματαίοι» είναι ο τίτλος που επιλέξατε για την πρώτη ατομική σας έκθεση. Θα θέλαμε να μας πείτε πώς προέκυψε αλλά και πότε ξεκίνησε η ενότητα αυτή.
Ξεκίνησα να δουλεύω την ενότητα των «Νοματαίων» κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της μεταπτυχιακής μου εργασίας στην Αγγλία. Δούλεψα χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη φωτογραφικό υλικό που μάζευα αποθανατίζοντας κάθε άνθρωπο που κέρδιζε το ενδιαφέρον μου με το χαρακτήρα του. Αρχικά, έκρυβα μέσα μου ένα δισταγμό πιστεύοντας ότι δεν θα γινόταν αποδεκτή από την τότε ακαδημαϊκή κοινότητα μια τόσο «κλασσική» πρόταση, όπως θεωρούσα προσωπικά ότι ήταν. Ωστόσο, η υποδοχή που επιφύλασσαν στη δουλειά αυτή τόσο οι καθηγητές όσο και οι συμφοιτητές μου με εξέπληξε ευχάριστα από την πρώτη κιόλας στιγμή. Οι «νοματαίοι» είχαν μόλις κερδίσει το πρώτο τους κοινό.
Ο όρος «νοματαίοι» χαρακτηρίζει με απόλυτη σαφήνεια και ακρίβεια αυτό που αποτελούν οι φιγούρες της ενότητας που παρουσιάζουμε στην έκθεση. Πρόκειται για τη γλυπτική αναπαράσταση ανθρώπων ανώνυμων για το ευρύ κοινό αλλά επωνύμων για εμένα. Αναφερόμαστε λοιπόν σε κάποιους που έχουν όνομα, το γνωρίζουμε αλλά αποφεύγουμε να το πούμε, ομαδοποιώντας τες με κοινό παρανομαστή εμένα την ίδια.
Στράφηκα προς την τέχνη θέλοντας αρχικά να «εκτονώσω» δημιουργικά την ενέργεια που ένιωθα να έχω μέσα μου επιθυμώντας να εκφράσω τον εσωτερικό μου κόσμο. Στην πορεία μέχρι να κατασταλάξω στην γλυπτική έκανα 15 χρόνια ζωγραφική, μικτές τεχνικές, ακόμη και κόσμημα. Αφορμή για να ξεκινήσω τα πρώτα μου μαθήματα υπήρξε η επιθυμία να μάθω την εικαστική γλώσσα αναζητώντας την ευκαιρία επικοινωνίας με ανθρώπους που δεν μιλούσαμε την ίδια μητρική γλώσσα. Η ανάγκη λοιπόν να κοινωνικοποιηθώ σε ένα ξένο τόπο όπως ήταν αρχικά η Πολωνία και έπειτα η Αγγλία μου έδωσε το έναυσμα να διεισδύσω σε έναν κόσμο που σήμερα πλέον χαίρομαι για το χρόνο που μου δόθηκε να απολαύσω κάθε μικρή και μεγάλη στιγμή μέσα σε αυτόν. Σιγά-σιγά, τα υλικά, τα εργαλεία και οι ίδιοι οι άνθρωποι που με δίδασκαν άρχισαν να με γοητεύουν και να με κάνουν να αγαπάω όλο και περισσότερο την ενασχόληση με τη γλυπτική τέχνη παρόλη τη σωματική κούραση που εμπεριέχει. Ενδεχομένως, γυρίζοντας το χρόνο προς τα πίσω, να συνέβαλλε και το γεγονός ότι μεγάλωσα ως παιδί σε ένα οικιακό περιβάλλον με γλυπτά. Ξεκίνησα λοιπόν στην Πολωνία να δουλεύω προτομές και γλυπτά σε μεγάλη κλίμακα. Εκεί ουσιαστικά κατέκτησα τα εκφραστικά μου μέσα και πήρα τις πρώτες και βασικές γνώσεις για τη γλυπτική. Στη συνέχεια, είχα την ευκαιρία στην Αγγλία, να παρακολουθήσω μαθήματα μεταπτυχιακού επιπέδου. Η έρευνα με βοήθησε να προχωρήσω ακόμη ένα βήμα∙ κάθε παραγόμενο γλυπτό δεν έβρισκε απάντηση μόνο σε κάποια εσωτερική μου ανάγκη αλλά μπορούσε να υποστηριχτεί επιπλέον εννοιολογικά. Απέκτησα, λοιπόν, ευχέρεια στη θεωρητική υποστήριξη της δουλειάς μου και έμαθα να στηρίζω σε ένα «γιατί» καθετί που φιλοτεχνώ. Είναι σημαντικό να ξέρει κανείς γιατί κάνει 30 φιγούρες και δεν προχωράει σε κάτι άλλο, καινούριο.
Η επιμελήτρια της έκθεσης και ιστορικός τέχνης, Ίρις Κρητικού , παρατηρεί πως οι Νοματαίοι «μας μοιάζουν ενοχλητικά». Ποιοι είναι «νοματαίοι»; Από πού προκύπτει η έμπνευσή σας για τη δημιουργία των γλυπτών;
Η διαμονή μου στο εξωτερικό την περίοδο που ξεκίνησα τη σειρά επηρέασε σαφώς τον τρόπο με τον οποίο δούλεψα. Λόγω του ότι βρισκόμουν σε ένα περιβάλλον όπου δεν είχα πολλούς φίλους και γνωστούς να απευθυνθώ, αναζήτησα τα μοντέλα μου σε ανθρώπους κυρίως του πανεπιστημιακού μου περιβάλλοντος. Ζήτησα λοιπόν από τους καθηγητές έως τους βιβλιοθηκονόμους και τους καθαριστές εάν θα επιθυμούσαν να λάβουν μέρος σε αυτό το project και στη συνεχεία να ποζάρουν ο καθένας παίρνοντας την πιο αντιπροσωπευτική για αυτούς στάση σώματος.
Η ενότητα των «νοματαίων» έρχεται να σταθεί ως αφήγηση μιας ιστορίας καθημερινών ανθρώπων. Μέσα από την φιλοτεχνία των γλυπτών προσπαθώ να βγάλω από την αφάνεια- και να δώσω την πρέπουσα σημασία- στις μικρές ιστορίες καθημερινών ανθρώπων που διοχετεύουν στην μηχανή της κοινωνίας την ενέργεια τους. Κάποιοι από τους «νοματαίους» που συναντάει ο θεατής στην έκθεση είναι άνθρωποι εσωστρεφείς, άνθρωποι που ζουν διακριτικά, στο περιθώριο τηςκοινωνίας ενώ η προσφορά τους σε αυτήν είναι σημαντική. Το θεώρησα άδικο και θέλησα να τους τιμήσω, προβάλλοντας τους με μία θέση στη δική μου «κοινωνία» γλυπτών. Πιστεύω πως οι «νοματαίοι» είναι τόσοι όσοι οι διαφορετικοί χαρακτήρες των ανθρώπων. Αποτελεί για εμένα ένα project που θα μπορούσε να εξελιχθεί μέσα από προτάσεις σε οργανισμούς, επιχειρήσεις και διάφορους φορείς. Θα είχε ενδιαφέρον επί παραδείγματι να βλέπαμε σε ένα χώρο νοσοκομείου αντί για αφηρημένα γλυπτά, τη γλυπτική αναπαράσταση πραγματικών ανθρώπων που έχουν αφήσει το στίγμα τους μέσα από την εργασιακή τους απασχόληση στο συγκεκριμένο χώρο. Κάθε «νοματαίος» έρχεται να αναδείξει αυτούς που δεν φαίνονται, τους απλούς ανθρώπους που διαδραματίζουν μέσα στη σιωπηλή τους παρουσία, εντούτοις, ένα σημαντικό ρόλο στην κοινωνία. Κάθε γλυπτό θα έλεγα ένα πρόσχημα, μια αφορμή για να τους κοιτάξουμε και να τους δούμε στα μάτια.
Με αφορμή την έκθεση έχετε σημειώσει πως «οι Νοματαίοι είναι ένα συλλογικό αντί – μνημείο προς τους μη αναγνωρισμένους ανθρώπους, ένα έξοχο minument ολόσωμων εξατομικευμένων πορτρέτων». Τι αντιπροσωπεύουν για εσάς αυτά τα γλυπτά;
Η σχέση μου με αυτά τα γλυπτά είναι υποκειμενική και δεν έχει ενδιαφέρον αυτή καθεαυτή. Μέσω αυτών των έργων όμως ελπίζω ότι θα καταφέρω να επικοινωνήσω με ένα πιο ευρύ κοινό που θα εντοπίσει σε αυτά στοιχεία που το κεντρίζει, που το αφορά ενεργοποιώντας αναμνήσεις και δημιουργεί σκέψεις.
Στο αρχικό στάδιο δημιουργίας της ενότητας ένιωθα ότι κάθε φιγούρα που έφτιαχνα και τοποθετούσα τριγύρω στο εργαστήριο άρχιζε με τον καιρό να γίνεται οικεία, να εναρμονίζεται τόσο πολύ με το προσωπικό μου περιβάλλον ώστε να τολμώ να πω ότι γινόταν ένα νέο «φιλαράκι» για εμένα. Είναι μαγικό να περιτριγυρίζεσαι από τόσες διαφορετικές μεταξύ τους προσωπικότητες.
Νιώθω πολλές φορές ότι βρίσκομαι και εγώ μέσα σε αυτούς τους «νοματαίους». Προσπαθώ να βγάλω στο κάθε γλυπτό αυτό που με έχει κερδίσει σε καθεμία από τις προσωπικότητες που αντιπροσωπεύουν, τον τρόπο που βλέπω εγώ τους ανθρώπους αυτούς. Σε αυτό το πλαίσιο χτίζεται λοιπόν η επικοινωνία μου ως καλλιτέχνης με τον θεατή.
Γνωρίζοντας εκ των έσω αυτές τις φιγούρες και τις προσωπικότητες που αντιπροσωπεύουν δεν μπορώ να μπω σε αυτή τη γραμμή σκέψης και να μιλήσω για το τι είναι οικείο.
Ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο επέλεξα τα υποκείμενα της ιστορίας μου έχει να παίξει το δικό του ρόλο. Αντιλαμβάνεστε ότι είχα τόσο κόσμο γύρω μου, με διαφορετικό προφίλ ο καθένας και καθοριστικός παράγοντας για την τελική επιλογή ήταν το τι είδα να κρύβεται πίσω από την επίφαση. Κράτησα κάτι από το χαρακτήρα, κάτι από τη στάση σώματος που μου ήταν οικείο, ή με κέντρισε ως γλώσσα. Σχετιζόταν άμεσα επίσης με το εάν μου επικοινωνούσε κάποιος ανασφάλεια ή απόλυτη σιγουριά για τον εαυτό του. Οι αφανείς ήρωες, αυτοί που κανείς δεν τους παίρνει είδηση μου δημιουργούσαν κυρίως με τη συστολή που τους χαρακτήριζε μια ιδιότυπη οικειότητα. Είναι σημαντικό να αντιληφθεί ίσως κανείς ότι οι «Νοματαίοι» δεν είναι αντικείμενα αλλά είναι προσωπικότητες. Η ανθρώπινη φιγούρα βρίσκει έναν καθοριστικό ρόλο στο να γεφυρώνει ένα χάσμα επικοινωνίας. Στην έκθεση, ως θεατές έχουμε να κάνουμε με τη θεώρηση κάποιων προσωπικοτήτων και αυτό ακριβώς πιστεύω πως ανοίγει δρόμους επικοινωνίας με το περιβάλλον και έναν «διάλογο» τόσο με τους επισκέπτες όσο και με αυτόν που φιλοξενεί τα έργα στον ιδιωτικό του χώρο αλλά και με εμένα που τα έφτιαξα.
Ασφαλώς η ανθρώπινη φιγούρα από μόνη της γεφυρώνει το χάσμα στην αντίληψη ενός θέματος, επειδή μας είναι απολύτως οικεία και ταυτιζόμαστε με αυτή μπαίνουμε στη διαδικασία να κάνουμε σενάρια όπως αυτός τι σκέφτεται, πώς τον κοιτάνε οι άλλοι, πως τον κοιτάμε εμείς. Εκεί συνειδητοποιούμε πως έχουμε αρχίσει να τον κοιτάμε ως ζωντανό και αυτό εμπεριέχει μια μαγεία. Η αναπαραστατική γλυπτική για την οποία κάνουμε λόγο στην προκειμένη περίπτωση πιστεύω ότι ευνοεί στο να αναπτύξει ο επισκέπτης μια διαφορετική σχέση με τα έργα Το σκηνικό της αγοράς σου επιτρέπει να δημιουργήσεις τη δική σου ιστορία. Κοιτώντας τους «νοματαίους» προκύπτουν ερωτήματα και σκέψεις για το ποιες μπορεί να είναι αυτές οι φιγούρες που η τέχνη « πάγωσε» στο χρόνο. Ο ρεαλισμός μας ξαφνιάζει οικεία.
- Χαρακτηριστικό στοιχείο της δουλειάς που παρουσιάζετε στην έκθεση αποτελεί η μικρή κλίμακα των έργων. Σε τι εξυπηρετεί αυτή η επιλογή;
Κατά τη διάρκεια της μαθητείας μου στο εργαστήριο της γλυπτικής στο πανεπιστήμιο της Πολωνίας δούλευα τα έργα μου αποκλειστικά σε μεγάλη κλίμακα. Ξεκινώντας το μεταπτυχιακό ήθελα να δοκιμάσω τη μικρή κλίμακα την οποία και προτιμούσα και αποτέλεσε μια απόλυτα συνειδητή επιλογή. Στους περιπάτους μου στην Αγγλία βλέποντας τα γλυπτά του Tom Price άρχισα να σκέφτομαι για το πώς θα μπορούσα να μικρύνω σταδιακά το μέγεθος των έργων μου δίνοντάς τους μια υπόσταση στις φιγούρες που αφενός να μην τις περιορίζει σε κουκλάκια- μπιμπελό και αφετέρου να μην είναι σε τέτοιο μέγεθος που να αποκλείει την αγορά και την ένταξή τους σε ιδιωτικό χώρο.
Έχοντας η ίδια, όπως προανέφερα, μεγαλώσει σε ένα περιβάλλον με πολλά γλυπτά, θα ήθελα η γλυπτική να είναι πιο κοντά στον καθημερινό κόσμο, να κατορθώσει να μπει στα σπίτια του με την ίδια ευκολία που μπαίνουν και τα επιτοίχια έργα. Με λυπεί το γεγονός πως στο σπίτι του καθενός μας σπάνια βλέπουμε αγάλματα.
Η ένταξη των γλυπτών στον οικείο μας χώρο μας μαθαίνει πώς να συνυπάρχουμε και να μοιραζόμαστε τον χώρο αυτό με ένα έργο τέχνης. Δημιουργεί και ορίζει διαφορετικά τη σχέση του υποκειμένου προς αντικείμενο. Κάθε «νοματαίος» είναι μια φιγούρα με την οποία, εν δυνάμει, θα μοιραστούμε τον προσωπικό μας χώρο.
Έπειτα, πρόκειται για μια επιλογή που στηρίζεται στον απόηχο της ευαισθησίας που θα έπρεπε να δώσουμε στον άνθρωπο, στην ανθρώπινη ύπαρξη. Το μικρό μέγεθος των φιγούρων σε συνδυασμό με την ευθραυστότητα του υλικού δημιουργεί μια μυστήρια σύνδεση με το μυαλό μας που μας οδηγεί στην σκέψη ότι πρέπει να προστατέψουμε τη μικρή αυτή φιγούρα, τον μικρόσωμο «νοματαίο».
Η αλήθεια είναι ότι δουλεύοντας το project σκέφτηκα ότι θα με ενδιέφερε να εκφράσω ταυτόχρονα μια «κραυγή» για το βιβλίο και τη σχέση του με το σύγχρονο άνθρωπο. Νομίζω ότι θα ήταν μεγάλη απώλεια να χάσουμε την υλική υπόσταση των βιβλίων και επειδή οδεύουμε τα τελευταία χρόνια προς αυτή την κατεύθυνση ήθελα να κάνω μια ειδική μνεία στους αναγνώστες και στην ανάγκη να κρατήσουμε την αξία του βιβλίου. Πίσω από την πράξη της ανάγνωσης κρύβεται ασφαλώς και η μοναχικότητα. Το βιβλίο αποτέλεσε ένα στοιχείο που με βοήθησε στην επίτευξη του να δηλώσω την εσωστρέφεια των φιγούρων.
Αυτό με φέρνει σε ένα άλλο θέμα βέβαια. Η αίσθηση ακινησίας και σιωπής που εκδηλώνουν οι φιγούρες μου υπενθυμίζουν ως θεατή να σταθώ, να απολαύσω τη στιγμή. Το καθημερινό τρέξιμο και οι εντατικοί ρυθμοί που επιβάλλει ο σύγχρονος τρόπος ζωής, ώστε να προλάβεις όσο περισσότερα πράγματα γίνεται μέσα στη μέρα, σε οδηγεί δυστυχώς στο να χάνεις την ουσία.
Ιδιαίτερη εντύπωση στον επισκέπτη που εισέρχεται στο χώρο της γκαλερί προκαλεί το στήσιμο των έργων στο κέντρο του εκθεσιακού χώρου που δημιουργεί την αίσθηση της εγκατάστασης. Οι φιγούρες είναι τοποθετημένες η μια δίπλα στην άλλη ωστόσο χωρίς να μαρτυρούν την επιθυμία κοινωνικής επαφής. Αντίθετα, μοιάζουν εγκλωβισμένες η καθεμία στην ατομικότητα της.
Το στήσιμο των έργων είναι κάθε άλλο από μια χωροταξία αντικειμένων, μάλιστα θα έλεγα πως εμπεριέχει στοιχεία θεάτρου: ρόλους, δυνατότητα σκηνοθεσίας. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως όταν κάτι παρουσιάζεται σε μικρή κλίματα σηματοδοτεί ότι είναι κάτι που ελέγχεται πιο εύκολα. Μπορούμε να το μετακινήσουμε, να του αλλάξουμε θέση και αυτή η παράμετρος αφορά τόσο εμένα όσο και τον θεατή.
Αυτό που ο επισκέπτης συναντάει στο κέντρο της γκαλερί είναι μια μορφή της άλλοτε αρχαίας αγοράς, με σύγχρονους όρους. Πρόκειται για ένα σημείο συνεύρεσης, έναν κοινωνικό χώρο που άλλους θα τους «κλώτσαγε» και άλλους τους αγκάλιζε. Μια «πλατεία» γεμάτη από κόσμο όπου μπορεί να νιώσεις μόνος σου και ταυτόχρονα να είσαι ανάμεσα σε τόσους ανθρώπους. Το αίσθημα που πολλές φορές νιώθουμε ότι επικοινωνούμε με κάποιον χωρίς ωστόσο να έχει επιτευχθεί – σε βάθος και ουσία – η επικοινωνία.
www.elenizevgaridou.wordpress.com
Last modified: 14/02/2022