Η Ειρήνη Μπαχλιτζανάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Σπούδασε Ιστορία της Τέχνης στο University College London (UCL) και Καλές Τέχνες στο Central Saint Martins College of Art and Design και στο Chelsea College of Art and Design στο Λονδίνο. Έχει πάρει μέρος σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό ενώ τον Οκτώβριο του 2015 πραγματοποίησε την πρώτη της ατομική έκθεση στην Αθήνα. Παράλληλα με την καλλιτεχνική της πρακτική ασχολείται και με την επιμέλεια εκθέσεων. Από το 2011 ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Γνωρίσαμε τη δουλειά της νεαρής καλλιτέχνιδας στη γκαλερί Elika στην πρώτη ατομική έκθεση της «Emergent Qualities». Στην έκθεση παρουσιάστηκαν μια σειρά από νέα έργα όπου οι έννοιες του σχεδιασμού (design), του χειροτεχνήματος (craft) και του γλυπτού, συνδυασμένες, συμβάλλουν στη δημιουργία υβριδικών αντικειμένων, τα οποία μεταβάλλουν τις συνήθεις σχέσεις μεταξύ φόρμας και χρήσης, όπως και ανατρέπουν την αντίληψή μας στην πρόσληψη του οικείου.
Η έκθεση στο σύνολό της θίγει ζητήματα αξιών εγείροντας διαλόγους μεταξύ επιδεξιότητας, καλλιτεχνικής ικανότητας και αντίστοιχης καλλιτεχνικής αξίας, ενισχύοντας την υπάρχουσα προβληματική σχετικά με τα όρια τέχνης και τεχνουργήματος, χειροποίητου και ready made, μεμονωμένου χειροτεχνήματος και σειριακών αντιτύπων.
Πώς προέκυψε η ιδέα να ασχοληθείς με το craft & design;
Είναι κάτι που έγινε σταδιακά, πάντα με ενδιέφεραν ιδιαίτερα διάφορες πτυχές όλου αυτού που περιγράφουμε ως craft, είτε πρόκειται για το κομμάτι της δεξιοτεχνίας, είτε για το χειροποίητο, το διακοσμητικό, ή και για μεθόδους παραγωγής συνυφασμένες πιο πολύ με το τεχνούργημα. Σίγουρα ρόλο παίζουν και οι δικές μου αναφορές στη λαϊκή τέχνη και παράδοση λόγω της καταγωγής μου από τη Σκύρο. Παράλληλα με γοητεύει πολύ και το κατασκευαστικό κομμάτι. Άρχισα να εντάσσω όλα αυτά τα στοιχεία στη δουλειά μου και εντέλει η οικειοποίησή τους έγινε ένας από τους κεντρικούς της άξονες μαζί με το συνδυασμό τους με στοιχεία που προέρχονται από ένα πιο βιομηχανικό πλαίσιο.
Emergent Qualities. Ο τίτλος της έκθεσης υπήρξε δική σου επιλογή;
Ο τίτλος προέκυψε από την παραποίηση του όρου «emergent properties» (αναδυόμενες ιδιότητες) που περιγράφει τις νέες ιδιότητες που έρχονται στην επιφάνεια μέσα από την αλληλεπίδραση στοιχείων ως τα μέρη ενός συνόλου, ενός συστήματος που είναι διαφορετικό από το σύνολο των μελών του. Κατέληξα σε αυτόν όταν συζητώντας τα έργα με φίλους αρχίσαμε να παρατηρούμε τις ποιότητες των έργων, κυρίως αυτές που έρχονται στο προσκήνιο όταν αυτά παρουσιάζονται το ένα δίπλα στο άλλο, όταν πέρα από αυτόνομες φόρμες αποτελούν και τα επί μέρους στοιχεία μιας ενιαίας εγκατάστασης – κατάστασης στον εκθεσιακό χώρο. Κάποιος αναφέρθηκε στον όρο αυτό και μας αρέσε γιατί μιλάει γι αυτό το «παραπάνω» του συστήματος που στην προκειμένη περίπτωση είναι η ίδια η έκθεση. Ο τίτλος λοιπόν, αναφέρεται ποιητικά πιο πολύ στα στοιχεία αυτά που προκύπτουν από τη σχέση μεταξύ των έργων, από ολόκληρο το σύνολο.
Τα αντικείμενα λοιπόν αποτελούν το βασικό υλικό της δουλειάς σου. Πώς καταλήγεις στην τελική επιλογή των αντικειμένων που θα χρησιμοποιήσεις ή, διαφορετικά, από πού προέρχονται τα αντικείμενα αυτά;
Συχνά είναι αντικείμενα που βρίσκω τυχαία, αντικείμενα που έχουν περάσει σε μια κατάσταση αχρησίας. Πολλές φορές τα κρατάω για καιρό στο εργαστήριο χωρίς να ξέρω αν και πώς θα τα χρησιμοποιήσω. Στα έργα της έκθεσης και γενικά στην πιο πρόσφατη δουλειά μου δεν χρησιμοποιώ τα ίδια τα αντικείμενα αλλά συνήθως αυτά αποτελούν τη βάση γι αυτά που φτιάχνω η ίδια. Έτσι έχουν προκύψει τα γλυπτά που είναι βασισμένα στους πορσελάνηνους μονωτήρες της ΔΕΗ και τα έργα που βασίζονται σε μοτίβα από διακοσμημένα ξυλόγλυπτα. Σε αυτήν την έκθεση έχω δουλέψει παράλληλα και με υλικά τα διάφορα χρηστικά αντικείμενα που είναι μέρος του εργαστηρίου, όπως οι διάφορες ταινίες, τα δετικά ασφαλείας και τα ράφια ντέξιον.
Πώς μπορεί να ενταχτεί το παραδοσιακό στοιχείο στη σύγχρονη τέχνη; Ένας σύγχρονος καλλιτέχνης μπορεί να νοηματοδοτήσει εκ νέου το παραδοσιακό στοιχείο;
Νομίζω ποικιλοτρόπως, αναλόγως με την πρόθεση. Άλλωστε διανύουμε μια περίοδο που όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν τέτοια στοιχεία στη δουλειά τους και χωρίς να είναι κάτι καινούριο συμβαίνει νομίζω λίγο πιο απενοχοποιημένα και με μια μεγαλύτερη αίσθηση ελευθερίας, είτε πρόκειται για τα υλικά, είτε για τεχνοτροπίες που είναι συνυφασμένες με την λαική και παραδοσιακή τέχνη. Σε αυτό το πλαίσιο η οικειοποιησή αυτών των στοιχείων σημαίνει ταυτόχρονα και την επανανοηματοδότησή τους.
Παρατηρούμε ότι κάποια από τα εκθέματα επαναλαμβάνονται σε διαφορετική τεχνοτροπία. Τι οδήγησε στην επιλογή αυτής της επανάληψης;
Πράγματι υπάρχουν και φόρμες και μοτίβα που επαναλαμβάνονται, ή στο ίδιο έργο ή σε διαφορετικά έργα. Σε ένα βαθμό η επαναληψιμότητα αυτή είναι αποτέλεσμα της διαδικασίας της αντιγραφής που αποτελεί σημείο εκκίνησης για τα περισσότερα από τα έργα που παρουσιάζονται είτε είναι η αντιγραφή ενός αντικείμένου, είτε μιας φόρμας, είτε κάποιου άλλου στοιχείου. Την ίδια στιγμή σχετίζεται άμεσα με την έννοια του διακοσμητικού, αλλά και με τη σειριακή παραγωγή. Και τέλος έχει κι έναν λειτουργικό ρόλο στο διάλογο μεταξύ των έργων.
Ποιά είναι η σχέση επικοινωνίας των υβριδικών αυτών έργων με το κοινό της έκθεσης;
Στο πώς αντιλαμβάνεται ο θεατής τα έργα και στο πώς συνδιαλλέγεται μαζί τους παίζει ρόλο ο διαρκής διάλογος μεταξύ αυτού που είναι αναγνωρίσιμο με μια ‘πρώτη ανάγνωση’ και που αργότερα υπονομεύεται αλλά καταφέρνει ταυτόχρονα να παραμείνει οικείο, ή αντίστροφα, του παράξενου που αποκρυπτογραφείται μεν αλλά δεν μπορεί και να κατηγοριοποιηθεί πλήρως. Αυτές οι συνεχείς μετατοπίσεις, τόσο στο κάθε έργο ξεχωριστά, όσο και στο σύνολο της έκθεσης ελπίζω δημιουργούν μια ένταση και ορίζουν σε ένα βαθμό την εμπειρία του θεατή.
Κατά πόσο πιστεύεις ότι υπάρχουν ευκαιρίες σήμερα για έναν σύγχρονο καλλιτέχνη και επιμελητή;
Ευκαιρίες πάντα υπάρχουν αλλά είναι μάλλον λίγες και για τους περισσότερους, καλλιτέχνες, επιμελητές, θεωρητικούς, για όλους αυτούς που εμπλέκονται σε όλο αυτό, ανεξαρτήτως ιδιότητας, τα πράγματα είναι δύσκολα. Η τρέχουσα συγκυρία έχει διαμορφώσει ένα διαφορετικό σκηνικό από αυτό που υπήρχε προγενέστερα. Από τη μία πλευρά, υπάρχει σαφώς μια έντονη κινητικότητα που πριν δεν υπήρχε (προγράμματα φιλοξενίας καλλιτεχνών και ξένοι καλλιτέχνες που αποφασίζουν να έρθουν να περάσουν λίγο καιρό στην Αθήνα, artist-run spaces και παρόμοιες πρωτοβουλίες, νέες διοργανώσεις, η documenta που…έρχεται). Υπάρχει ενέργεια και διάθεση και πολλές καλές δουλειές, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει μια βάση για να το υποστηρίξει όλο αυτό και να το συντηρήσει μακροπρόθεσμα. Είναι δύσκολο χωρίς κάποια θεσμική υποστήριξη να συγκροτηθεί ένας δυνατός πυρήνας για τη σύγχρονη τέχνη στην Ελλάδα καθώς και να συνεχιστούν οι όποιες πρωτοβουλίες αναλαμβάνονται κυρίως από ιδιώτες και τους ανθρώπους του καλλιτεχνικού χώρου.
Ξεκίνησες με θεωρητικές σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης στο UCL(University College London) και στη συνέχεια πέρασες στο πρακτικό καλλιτεχνικό κομμάτι(Central Saint Martins και Chelsea College of Art and Design). Έχοντας λοιπόν «δοκιμάσει» και τις δύο αυτές ιδιότητες, του επιμελητή – ιστορικού και του καλλιτέχνη, θα ήθελα να σε ρωτήσω, πώς πιστεύεις ότι ορίζεται η σχέση μεταξύ του καλλιτέχνη και του επιμελητή.
Το πρώτο μου πτυχίο ήταν εντελώς θεωρητικό και στην ουσία με την επιμέλεια άρχισα να ασχολούμαι μέσα από την καλλιτεχνική μου πρακτική και σαν προέκταση αυτής, και ταυτόχρονα συγκυριακά πιο πολύ επειδή από τότε που επέστρεψα στην Ελλάδα δουλεύω σε χώρους όπου «στήνουμε» εκθέσεις. Για εμένα έχουν ενδιαφέρον και οι δύο αυτές πλευρές. Η επιμέλεια είναι μια απίστευτα δημιουργική διαδικασία και ο επιμελητής έχει ένα φοβερό αίσθημα ευθύνης δημιουργώντας κάτι δικό του χρησιμοποιώντας το έργο κάποιου άλλου. Και για τον καλλιτέχνη είναι εξίσου σημαντική μια στενή συνεργασία με κάποιον που θα δει και θα «δουλέψει» το έργο του απ’ την αρχή και χρειάζεται σίγουρα εμπιστοσύνη. Οι ισορροπίες είναι λεπτές, πρόκειται για μια όμορφη αλλά ταυτόχρονα δύσκολη σχέση και απαιτεί για να πάει καλά νομίζω αλληλοσεβασμό και μια ανοιχτή προσέγγιση κι απ’ τις δυο πλευρές.
Last modified: 31/10/2015