Γράφει η Εύα Κέκου,
ιστορικός τέχνης/επιμελήτρια
«Προτίμησα να κάνω μια ζωγραφική ανοιχτή σε επιρροές, να μην είναι προσχεδιασμένο το αποτέλεσμα και τα έργα να προκύπτουν μέσα από το διάλογο με καταστάσεις και ιδέες …» έτσι λιτά και ξεκάθαρα ο Δημήτρης Φόρτσας σκιαγραφεί στην Εύα Κέκου, το σκεπτικό της δουλειάς του και την εικαστική του πορεία. Μια γόνιμη και ενδιαφέρουσα που ξεκινά από το χώρο της ζωγραφικής και συνεχίζεται στη γλυπτική και στο design.
Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τη τέχνη;
Από τα παιδικά μου χρόνια μου άρεσε η ζωγραφική. H αγάπη αυτή ενισχύθηκε από το σχολικό περιβάλλον, το οποίο νομίζω ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο ώστε μετέπειτα να θέλω να γίνω ζωγράφος.
Πώς ανακάλυψες την έφεσή σου στη τέχνη και μέσα από ποια στάδια και τεχνικές αυτή σχηματοποιήθηκε και ταυτοποιήθηκε με τη τέχνη της γλυπτικής αρχικά, αλλά και της ζωγραφικής και του design;
Δεν μπορώ να πω ότι ανακάλυψα την έφεσή μου στην τέχνη. Ωστόσο, η επιμονή μου να κάνω ζωγραφική, σίγουρα δυνάμωσαν την αγάπη μου για την τέχνη. Μετά τις σπουδές ζωγραφικής που έκανα με τον ζωγράφο Θόδωρο Πάντο, πραγματοποίησα δυο εκθέσεις που ήταν με έργα ζωγραφικής. Ξεκίνησα με μια παραστατική εξπρεσιονιστική γραφή και σιγά σιγά πέρασα σε έργα αφαιρετικά και γεωμετρικά. Η αφαίρεση αυτής της περιόδου είχε να κάνει με τις αντιθέσεις των χρωμάτων και των υλικών, όπως για παράδειγμα επιφάνειες αδρές, προσθήκη σιδήρου κ.α. Αυτή η σειρά των έργων ολοκληρώθηκε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 80. Μετά επανήλθα στο χρώμα και το τελάρο. Σε γενικές γραμμές άφηνα τα ίδια τα έργα να με οδηγήσουν. Η γλυπτική ήταν μια εξέλιξη της ζωγραφικής μου δουλειάς. Από κάποιο σημείο κι έπειτα, θεώρησα ότι μπορούσα να εκφράσω καλύτερα αυτό που ήθελα, μέσα από τη γλυπτική, παρά με τη ζωγραφική. Ένιωθα ότι τα έργα με τη γλυπτική αποκτούσαν άλλη δυναμική και κατεύθυνση. Η ενασχόλησή μου με το χρηστικό αντικείμενο λειτούργησε, κατά κάποιο τρόπο, ως εισαγωγή στη γλυπτική. Επιπλέον όμως, μου εξασφάλιζε την επιβίωση, δίνοντάς μου έτσι τη δυνατότητα να ασχοληθώ με την τέχνη.
H γλυπτική από τη μία αποτελεί δίνοντας μία καθόλα υλική και πραγματιστική διάσταση στη τέχνη. Από την άλλη, το design και τα αντικείμενα προσδίδουν μία «καθολική» διάσταση στη τέχνη αποτελώντας την πιο προσιτή εφαρμογή της τέχνης στη θεωρία, αναπλάθοντας τα δεδομένα του ευ ζήν. Με ποιο τρόπο ακουλουθείτε τις δύο αυτές διαδρομές στη δουλειά σας ως προσέγγιση, τεχνική και με ποιο τρόπο θεωρείτε ότι συνδέονται( εφόσον) συνδέονται;
Στην εποχή μας βλέπουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής του design και της γλυπτικής να είναι πολύ κοντά. Κυρίως στην αρχιτεκτονική, έχουν υλοποιηθεί ιδέες της γλυπτικής σε μεγάλες διαστάσεις. Το ίδιο ως ένα βαθμό έχει γίνει και με το design. Βλέπουμε γενικά ότι όλα συνδέονται με κοινά σημεία. Σε όλα αυτά τα χρόνια δουλειάς, έχουν υπάρχει ιδέες και σχέδια που αρχικά προορίζονταν να γίνουν γλυπτά, όμως τελικά πήραν μορφή και στο χρηστικό αντικείμενο. Βέβαια δεν επρόκειτο για μια απλή μεταφορά, καθώς υπάρχουν επιπρόσθετες παράμετροι ως προς τη λειτουργικότητα του αντικειμένου. Κατά βάση ήθελα να έχει συνάφεια η γλυπτική και το χρηστικό αντικείμενο που κάνω. Στην περίπτωση που το αντικείμενο προορίζεται για συγκεκριμένο χώρο, τότε μπαίνει και ο παράγοντας χώρος, οπότε είναι απαραίτητη η συνεργασία μου με τον αρχιτέκτονα, τον διακοσμητή ακόμα και τον χρήστη.
Η δουλειά σας κυρίως η γλυπτική επικεντρώνεται γύρω από την έννοια της αντίθεσης αλλά και της συμπληρωματικότητας. Πώς αντιλαμβάνεστε εσείς αυτή την έννοια; Ποιά ήταν η αφετηρία σας ερευνητικά για αυτή τη δουλειά; Και με ποιο τρόπο θεωρείτε ότι ως καλλιτέχνες το έργο σας λειτουργεί συμπληρωματικά ως προς τη δική σας καλλιτεχνική αλλά και προσωπική εξέλιξη.
Η βασική ιδέα των γλυπτικών έργων ξεκίνησε στις αρχές του 90 και είχε ως πυρήνα την ανάδειξη της δύναμης της φύσης. Στα πρώτα μου έργα ήθελα να τονίσω την εσωτερική δύναμη των ραμμάτων και την ενέργεια που εκδηλώνεται από τα μέσα προς τα έξω. Πάνω σ’ αυτήν την ιδέα προστέθηκε και η έννοια της μετάλλαξής από μια κατάσταση σε μια άλλη, καθώς επίσης και ιδέες όπως ο διάλογος των αντιθέτων, το κενό και το πλήρες, το μικρό και το μεγάλο, το πανομοιότυπο και το διαφορετικό και ο αέναος κύκλος της ζωής.
Δυο άλλες κυρίαρχες έννοιες στο έργο μου είναι οι έννοιες της αντίθεσης και της συμπληρωματικότητας. Πρόκειται για δύο στοιχεία που συναντάμε στην ίδια τη φύση. Ωστόσο, προσπαθώ αυτές τις ιδέες να τις αποδώσω με τρόπο συμβολικό και όχι αναπαραστατικό. Γι’ αυτό το λόγο επιλέγω γεωμετρικά σχήματα, στα οποία παρεμβαίνω, τα αλλάζω, διατηρώντας όμως την ανάγνωση της αρχικής τους φόρμας.
Τώρα, ως προς την καλλιτεχνική και προσωπική μου εξέλιξη, πιστεύω ότι κατά την παραγωγή ενός έργου τέχνης, αναπτύσσεται μια διαλεκτική σχέση μεταξύ του καλλιτέχνη και του ίδιου του έργου, η οποία επηρεάζει ταυτόχρονα τόσο τη συνείδηση του καλλιτέχνη όσο και το ίδιο το έργο. Βέβαια, θα ήθελα να επισημάνω ότι αυτό που εν τέλει έχει σημασία είναι το τελικό έργο και όχι τόσο οι ιδέες που ενυπάρχουν σ’αυτό.
Το φάσμα της δουλειά σας στη ζωγραφική εκτείνεται τόσο χρονολογικά όσο και περιεχόμενο σε ένα ευρύ φάσμα από το 1980 εώς σήμερα. Πώς θα σχολιάζατε ο ίδιος εσείς τη πορεία σας αυτή, δίνοντας μας κάποια στοιχεία για την εξαιρετική κοσμηματογράφηση στο Θέατρο Απόλλων στην Ερμούπολη Σύρου;
Ως αρχή μου είχα να μην εγκλωβιστώ σε ένα τρόπο γραφής, προκειμένου να είναι αναγνωρίσιμο το έργο μου σαν μια γραμμική εξέλιξη. Προτίμησα να κάνω μια ζωγραφική ανοιχτή σε επιρροές, να μην είναι προσχεδιασμένο το αποτέλεσμα και τα έργα να προκύπτουν μέσα από το διάλογο με καταστάσεις και ιδέες. Αυτό πιστεύω είχε ως αποτέλεσμα να υπάρχουν αρκετά διαφορετικές περίοδοι στη δουλειά μου …
Η κοσμηματογράφηση του θεάτρου Απόλλων στη Σύρο ήταν μια πολύ ενδιαφέρουσα περίοδος. Την δεκαετία του 80. Είχα ήδη εργαστεί σε νεοκλασικά κτίρια της Αθήνας για τη συντήρηση και αποκατάστασή τους και είχα αποκτήσει μια εμπειρία πάνω στο διάκοσμό τους. Το 1987 ο αρχιτέκτονας Πέτρος Πυκιώνης, μου ζήτησε να συνεργαστούμε στη μελέτη αποκατάστασης του θεάτρου. Ο διάκοσμος του θεάτρου είχε ουσιαστικά καταστραφεί και έπρεπε να μελετήσουμε και να προτείνουμε την νέα εκδοχή του διάκοσμου του θεάτρου, βασιζόμενοι στα ελάχιστα στοιχεία που είχαν διασωθεί. Μετά από τη μελέτη, και αφού πέρασαν 10 χρόνια, μου ζητήθηκε να αναλάβω την εκτέλεση του έργου. Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου έργου δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Η εμπειρία για τέτοια ανάλογα έργα δεν υπήρχε και ο χρόνος για να ανοίξει το θέατρο ήταν πιεστικός. Από την πλευρά μουχρειάστηκε να καταβάλω αρκετή προσπάθεια, ώστε το αποτέλεσμα να είναι ποιοτικά ανάλογο και δεμένο με το κτίριο, τόσο ως προς την ιστορικότητά του όσο και ως προς το ρόλο του ως θέατρο.
Ποιά ήταν η μέχρι τώρα εμπειρία σας από την επαφή σας με το κοινό σε ατομικό επίπεδο αλλά και μέσα από τη σειρά ετών και τις εκθέσεις σας; Πόσο σημαντική είναι η «έκθεση» των έργων σας και ο «διάλογος»με το κοινό στη διαδρασιακή επικοινωνία που επιβάλλει η μοναχικότητα της τέχνης με έμμεσους και σύνθετους τρόπους πολλές φορές;
Η έκθεση των έργων είναι κάτι που ολοκληρώνει μια προηγούμενη προσπάθεια. Βέβαια, γνωρίζουμε ότι ένας μικρός μόνο αριθμός ανθρώπων θα δει το έργο μας. Εντούτοις η πραγματοποίηση μιας έκθεσης είναι σημαντική για τον καλλιτέχνη και ως καταγραφή του γεγονότος αυτού καθαυτού. . .
Ο διάλογος με το κοινό, υποψιασμένο ή μη, παίζει σίγουρα το ρόλο του. Πάντα με απασχολεί η σχέση του έργου με τον άνθρωπο που θα το δει και πάντα προκύπτει το ερώτημα αν μέρος από που αυτό που θέλω να πω με το έργο μου προσλαμβάνεται έστω και έμμεσα από τον θεατή. Είναι γεγονός ότι έργα περισσότερο αφαιρετικά είναι ανοιχτά σε πολλαπλές ερμηνείες ανάλογα με τον θεατή.
Πώς αντιμετωπίζετε την έννοια της «κρίσης» τόσο κοινωνικά όσο και ατομικά. Με ποιό τρόπο αυτό σας απασχολεί ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη και πως αυτό αποτυπώνεται στη δουλειά σας; Αποτελεί, εν τέλει η κρίση ένα εμπόδιο ή ένα τρόπο ανεύρεσης άλλων δρόμων και διεξόδων τόσο ως προς τη παραγωγή αλλά και την έκφραση;
Η κρίση, όπως αυτή αποτυπώνεται στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια, σαφέστατα με έχει επηρεάσει, όπως, πιστεύω, και το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας. Οι καλλιτέχνες είναι και αυτοί θύματα αυτής της κατάστασης, όπου η επιβίωση γίνεται πραγματικά μια πολύ δύσκολη υπόθεση. Ζούμε μια βίαιη περίοδο και βιώνουμε την αδικία σε μεγάλη ένταση και έκταση. Η κατανόηση αυτής της κατάστασης και η δράση ενάντια σ’ αυτό που γίνεται, είναι κάτι που θεωρώ απαραίτητο.
Μπορεί η κρίση να δημιουργεί πολλά προβλήματα στους ανθρώπους αλλά στην ίδια την τέχνη και την καλλιτεχνική έκφραση συμβαίνει συχνά μια περίοδος κρίσης να τροφοδοτεί τέχνη και να γίνεται αφορμή για έργα, με διαφορετική ματιά και περιεχόμενο, που ως δυναμική μπορούν να φέρουν το καινούργιο, λειτουργώντας ως καταλύτες και επιταχύνοντας αλλαγές στην τέχνη. Θεωρώ ότι στη δουλειά μου δεν έχει αποτυπωθεί ακόμα η κατάσταση αυτή. Ωστόσο, υπάρχουν σκέψεις και σχέδια που θα επιχειρήσω να υλοποιήσω.
Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;
Τα μελλοντικά μου σχέδια είναι να μπορέσω να ολοκληρώσω ορισμένα έργα που έχω ξεκινήσει εδώ και αρκετό καιρό. Αν δεν γίνονται τα έργα στο χρόνο τους και μείνουν για αρκετό διάστημα, κινδυνεύουν να μείνουν ατελείωτα γιατί νέες ιδέες μπαίνουν και «διεκδικούν» το να πάρουν μορφή. Σίγουρα πάντως ένα έργο που έχω ξεκινήσει και θέλω να το ολοκληρώσω μέσα στο 2015 είναι ένα γλυπτικό έργο για την πλατεία της ιδιαίτερης μου πατρίδας, στο Ελληνοχώρι του Έβρου.
Last modified: 07/06/2015