Κι όμως με το έργο τους άνοιξαν παράθυρα στην ανθρώπινη ψυχή…
Δυο καλλιτέχνες που μοιράζονται κάποια περισσότερα πράγματα εκτός από τα γενέθλια τους. Ο Ολλανδός Βίνσεντ βαν Γκογκ και ο Ισπανός Φρανσίσκο Γκόγια αν και γεννήθηκαν και οι δυο στην ίδια ημερομηνία – 30 Μαρτίου – η καριέρα τους αποκλίνει σημαντικά. Ο Γκόγια γεννήθηκε το 1746 και ο Βαν Γκογκ 107 χρόνια αργότερα, το 1853.
Ο Γκόγια από τούς σημαντικότερους και πιο αναγνωρισμένους καλλιτέχνες της εποχής του πέθανε σε ηλικία 82 ετών, αφήνοντας ένα γόνιμο έργο. Η αυτοκτονία του Βαν Γκογκ, στα 37 του χρόνια, ήταν η κατάληξη μιας ζωής γεμάτης αμφιβολίες, φτώχεια και εμπορική αποτυχία.
Σήμερα, λίγα πράγματα γνωρίζουμε για τον ψυχικό κόσμο του Γκόγια, αντίθετα με τον Βαν Γκογκ που η ψυχική του διαταραχή είναι γνωστή σε όλους εξ αιτίας των επιστολών που έστελνε στον αδελφό του Τεό. Θα λέγαμε ότι οι επιστολές είναι εξ ίσου διάσημες με τα ζωγραφικά του έργα.
«Η ιστορία του Βαν Γκογκ δεν είναι η ματιέρα, η παλέτα, τα πινέλα του, αλλά η ιστορία μιας μοναχικής καρδιάς που παγιδεύτηκες πίσω από τους τοίχους μιας σκοτεινής φυλακής. Λαχταρούσε και υπέφερε χωρίς να ξέρει γιατί… Μέχρι που μια μέρα είδε τον ήλιο και στο φως του αναγνώρισε το μυστικό της ζωής. Πέταξε προς τον ήλιο και έλιωσε στις ακτίνες του», γράφει για τον Βαν Γκογκ ο εμβληματικός συλλέκτης της μοντέρνας ζωγραφικής και κριτικός Βίλχεμ Ούντε.
Μετά από πολλά χρόνια κάποιοι προσπάθησαν να εμβαθύνουν και να διαγνώσουν αυτή την ψυχική κατάσταση του Βαν Γκογκ ενώ άλλοι αναρωτήθηκαν γιατί ο Γκόγια, ένας αριστοτέχνης πορτρετίστας είχε την τάση να δημιουργεί έργα φρίκης, μαγείας, αποτρόπαιες εικόνες όπως «Οι συμφορές του πολέμου» ή σειρά από 14 ελαιογραφίες «Μαύροι Πίνακες» που συνέπεσε με την επιδείνωση της υγείας του και το θάνατό του λίγα χρόνια αργότερα.
Ίσως στην τρέλα, υπάρχει ένα μικρό κοινό έδαφος. Ο συγγραφέας της ιστορίας της τέχνης, E.H. Gombrich γράφει για τα σκληρά τα χαρακτικά που εκφράζουν τις σκοτεινές ψυχικές πτυχές του Γκόγια.
Ο «Γίγαντας», ένα έργο γύρα στα 1818 «απεικονίζει ένα από τα πιο βασανιστικά όνειρά του- τη μορφή ενός γίγαντα που κάθεται στην άκρη του κόσμου… Το τέρας κάθεται μέσα σ’ ένα φεγγαρόλουστο τοπίο, σαν ένας κακός εφιάλτης. Στοχαζόταν άραγε ο Γκόγια τη μοίρα του τόπου του, την καταπίεση του από τους πολέμους κι από την ανθρώπινη μωρία; Ή δημιουργούσε απλώς μια ποιητική εικόνα; Αυτή η σύνθεση συνόψιζε το πιο εντυπωσιακό αποτέλεσμα της απομάκρυνσης από την παράδοση – ότι ο καλλιτέχνης ήταν πια ελεύθερος να εκφράσει πάνω στο χαρτί τα προσωπικά του οράματα, μια ελευθερία που ως τότε ανήκε μόνο στους ποιητές».
Και για τον Βαν Γκογκ γράφει ο E.H. Gombrich: «Ο Βαν Γκογκ χρησιμοποίησε τις χωριστές πινελιές όχι μόνο για να διασπάσει το χρώμα, αλλά και για να εκφράσει τον δικό του πυρετό. Σε μία από τις επιστολές του από την Άρλ περιγράφει την έμπνευση του «οι συγκινήσεις είναι καμιά φορά τόσο δυνατές, που δουλεύει κανένας χωρίς να έχει συνείδηση πώς δουλεύει…κι οι πινελιές ακολουθούν η μία την άλλη με συνέπεια και συνοχή, όπως τα λόγια σε μια κουβέντα ή σ΄ ένα γράμμα.
Εάν λαμβάναμε σήμερα μια επιστολή όπως αυτή, θα σκεφτόμασταν ότι ο αποστολέας πολύ πιθανόν να πάσχει από μανιοκατάθλιψη ή διπολική διαταραχή. Ωστόσο, τι θα λέγαμε για έναν παλαιότερο διακεκριμένο καλλιτέχνη που θα μας παρουσίαζε ζωγραφιές από οράματα ακρωτηριασμένων σωμάτων, φτερωτά τέρατα ή γυμνές μάγισσες;».
Ο Μισέλ Φουκώ αναφερόμενος στον Γκόγια είχε θυμίσει ιστορίες που επικρατούσαν στην εποχή του για φαντάσματα, μάγισσες, νεκροί που κρεμόντουσαν σαν κλαδιά από τα δένδρα. Κι αναρωτήθηκε μήπως απλά τα έργα είναι μνήμες ενός παλαιότερου κόσμου.
Είναι κάτι περισσότερο από τυχαίο ότι μερικές από τις πιο διάσημες και προβληματικές εργασίες των δύο καλλιτεχνών προέκυψαν στις περιόδους τρέλας.
Ο Γκόγια αφού πάλεψε με μια άγνωστη ασθένεια, έχασε ολοκληρωτικά την ακοή του σε ηλικία 47 ετών. Μοιραία ακολούθησε η βαθιά κατάθλιψη. Στη συνέχεια απομονώθηκε σ’ ένα εξοχικό σπίτι γνωστό ως «Έπαυλη των κωφών» (Quinta del Sordo).
Αν και δεν είναι τα πιο διάσημα έργα του, «Οι Μαύροι Πίνακες», που δημιούργησε σε περιόδους μεγάλης απομόνωσης είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντες και προκλητικοί. Παρουσιάζουν αλλόκοτες μάγισσες, σκοτάδια και φρικιαστικές σκηνές που μεταδίδουν πραγματικά το ωμό συναίσθημα ενός βαθιά ανήσυχου ανθρώπου σαν να μας υποχρεώνουν να αντιμετωπίσουμε το κακό που κατοικεί μέσα μας.
Ο Βαν Γκογκ φιλοτέχνησε τη διάσημη «Starry Night» κατά την παραμονή του στο άσυλο για τους ψυχικά ασθενείς στο Σεντ Ρεμί. Ισχυρίζονται κάποιοι ότι η ζωγραφική του επηρεάστηκε από την digitalis, ένα φάρμακο που χρησιμοποιούσαν για την αντιμετώπιση επιληπτικών κρίσεων και μανίας. Η ουσία αυτή ενίοτε βυθίζει τους ασθενείς σε παραισθήσεις με φωτεινές αποχρώσεις του κίτρινου και του πράσινου που μοιάζουν με φωτεινές δίνες κάτι σαν ένα ηλιακό φωτοστέφανο, ένα σπιράλ. Η εξημμένη φαντασία του μεταμορφώνει το νυχτερινό τοπίο σε ένα συμπαντικό πανόραμα.
Είναι κρίμα που ο Βαν Γκογκ και ο Γκόγια αναγκάστηκαν να παλέψουν με τους δαίμονες τους σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Ωστόσο μπορούμε να πούμε ότι το έργο αυτών των τιτάνων της τέχνης μας ανοίγει παράθυρα στην ανθρώπινη ψυχή.
Περισσότερο, λοιπόν, από τα κοινά γενέθλια οι δύο καλλιτέχνες μοιράζονται την ικανότητα να εκφράζουν την ψυχική κατάρρευση. Βέβαια είναι πιο εμφανής η ανικανότητα του Βαν Γκογκ να διαχωρίσει το έργο του από την τρέλα του. Αυτό ήταν και η αιτία που «εγκατέλειψε» τόσο νωρίς τον κόσμο παίρνοντας μαζί και το ταλέντο του πολύ πριν εξαντληθεί.
Last modified: 14/04/2020