Μέχρι να μην σε κατακλύζουν οι ενδοιασμοί…
Μέχρι να νιώσεις έτοιμος να δείξεις ποιος είσαι στο φως.
Μέχρι να επιτρέψεις το βλέμμα των άλλων να ντύσει τη γυμνωμένη ψυχή σου, με όποιες ερμηνείες και φαντασιώσεις.
Μέχρι να απελευθερωθείς από τον εαυτό σου…
Περιμένεις.
«Δεν έχει κυκλοφορήσει πολύ η δουλειά μου. Θέλω να είναι μια έκπληξη για τους ανθρώπους που την ξέρουνε από πριν. Αυτό θέλω να δείξω»
Την ώρα που φωνές, κραυγές, μολότοφ ράγιζαν τακτικά το εύθραυστο “κέλυφος μιας διαταραγμένης πόλης”…
Που οι απελπισμένοι της Χώρας, σαν τρελαμένα μυρμήγκια, έτρεχαν πανικόβλητοι για να σωθούν περισσότερο από τον εαυτό τους παρά από τα νέα μέτρα…
Που ο καθένας έψαχνε οπουδήποτε να γίνει κάτι, μήπως, κάπως…, ο Γκέντση Ρούτσης, πειθαρχημένος, συγκεντρωμένος και υπομονετικός, για μια πενταετία περίπου ζωγράφιζε, κοιτώντας κατάματα τον Χρόνο μέχρι Εκείνος να του πει: “Τώρα”.
«Δούλευα πολύ αλλά δεν ένιωθα ακόμα έτοιμος για έκθεση. Δεν ήμουν σίγουρος».
Μαθαίνω πως η δουλειά του Γκέντση δεν έχει αλλάξει τόσο σε σχέση με παλιότερα. Αντιλαμβάνομαι όμως πως τα έργα που μου δείχνει είναι μια εξέλιξη αυτής. Μου εξηγεί: «είναι πιο σίγουρες οι φόρμες καταρχάς, και είναι δουλεμένες χωρίς περιοριστικό χρόνο». Και σκέφτομαι, το ότι να χτυπιέσαι σε κατάσταση επείγουσας ανάγκης για να δημιουργήσεις κάτι μήπως και δεν προλάβεις, είναι το ίδιο αξιολύπητο με το να παρακαλάς να σ’ επισκεφτούν σε μίση ώρα, οι απίθανοι «θεοί-delivery» της «έμπνευσης-πακέτο». Τι μετράει; Να παράγουμε καθημερινά σαν τον φούρναρη τα ψωμιά; Να στριφογυρνάμε σαν τις μέλισσες ψάχνοντας τη γύρη; Να κυνηγάμε σαν τις δαιμονικές μας εμμονές απίθανες διαφωτίσεις; Ο Ρούτσης είναι κάθετος. Το έργο τέχνης πρέπει να παρουσιαστεί όταν θα είναι έτοιμο και μόνο. Όποτε και να ‘ναι αυτό.
Στο γεμάτο διάστημα όπου αναζητεί ο ζωγράφος τις ενδείξεις των δικών του μελλοντικών διαδρομών… Την περίοδο που ανακαλύπτει μέσω των διαισθήσεών του το έναυσμα των δημιουργικών του οραμάτων, οι επιρροές των Μaîtres ανεπαίσθητα χάνονται μέσα σε “ευγενικές ομίχλες” που του επιτρέπουν προοδευτικά να κατανοήσει ο ίδιος ποιος είναι και τι θέλει να πει. Έτσι, οι Fauves και ο Matisse, το Art Nouveau και ο Klimt, η Αναγέννηση, η ζωγραφική των αγγείων αλλά και η Pop Art ψιθύρισαν κάποια μυστικά τους στον Γκέντση και τον άφησαν εν τέλει να γίνει ο μόνος άρχοντας του καλλιτεχνικού του πεδίου.
Και να’ μαι τώρα, η τυχερή, που απολαμβάνω αυτή την αμεσότητα στα έργα του. Μου μιλούν… Με καλούν: “Μαρίνα, έλα να γνωριστούμε”.
«Αυτή η αμεσότητα,» επισημαίνει ο Γκέντση, «είναι αποτέλεσμα πολύ ψαξίματος και δουλειάς».
Έξω είναι μακριά τώρα για μένα. Στο άντρο του νέου αυτού ζωγράφου, η επικαιρότητα μοιάζει με θολή ανάμνηση. Και όμως ο Γκέντση την σχολιάζει μονίμως. Και με τη φωνή του. Και μέσω των έργων που μου δείχνει ένα – ένα. Τον ακούω ενώ οι απέραντα γοητευτικές εικόνες του με κερδίζουν όλο και περισσότερο: «ζούμε όλοι οι άνθρωποι σ’ αυτή τη κρίση, σ’ αυτό το χρόνο. Πρέπει όλοι να σκεφτόμαστε το πώς θα ζήσουμε. Είναι υπαρκτό θέμα, δεν είναι φιλοσοφικό ζήτημα. Χρειάζεται να το σκεφτούμε πρακτικά. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, εμείς υποτίθεται ότι είμαστε καλλιτέχνες, αν και δεν ξέρω πώς θα εξελιχθεί αυτό. Σε ογδόντα χρόνια θα δούμε αν είναι αλήθεια ή όχι. Αυτά τα έργα τα φτιάχνω ζώντας την κρίση και ναι, σχολιάζω και στα έργα μου και στην καθημερινότητά μου. Υπάρχουν ανησυχίες, υπάρχουν προβληματισμοί αλλά δεν θέλω να γίνομαι χυδαίος. Το χυδαίο δεν μ’ εκφράζει, δεν μου λέει τίποτα. Το χυδαίο ξεκινάει από το να βρίσεις άσχημα για οτιδήποτε. Στην κρίση που είμαστε βλέπω πάρα πολλή χυδαιότητα. Αλλά δεν σκεφτόμαστε τι έχουμε κάνει για να φτάσουμε εδώ».
Ξέρεις Γκέντση, αν είναι κάτι που με συμφιλιώνει με τις δύσκολες μέρες, είναι όταν ξαφνικά συναντιέμαι με την ελπιδοφόρα γλώσσα μιας φινετσάτης προσωπικότητας, της οποίας η φαντασία αναδιοργανώνει καλλιτεχνικά το απερίγραπτο και ψυχοφθόρο χάος στο οποίο βρισκόμαστε. Και όταν τα μάτια μου μπορούν να εστιάσουν στην προφανή ομορφιά που γεννιέται δίπλα στη λάσπη, νιώθω ευγνώμων διότι μπορώ ακόμα να συγκινηθώ, σε μια εποχή όπου κυριεύουν ο κυνισμός και η αδιαφορία. Γκέντση, με ακαταμάχητη χάρη, μας αποκαλύπτεις κρυμμένες πτυχές της πραγματικότητας, την οποία μεταλλάσσεις σε μια ιδιαίτερη και δυνατή οπτική ποίηση. Οι δημιουργίες σου επιβάλλουν τους κανόνες τους στους ακαθόριστους τόπους των φανταστικών φυγών μου. Και μέσω εσένα, προσεγγίζω ένα σύμπαν εκπληκτικών όψεων που σίγουρα αντανακλά τους συναρπαστικούς χώρους της εσωτερικότητάς σου.
Εσύ συνεχίζεις και λες: «Δεν μ’ αρέσει καθόλου αυτή η στάση τού “κάνω πράγματα εύκολα, και τα λέω όλα πολύ εύκολα” και τώρα ξαφνικά είμαστε όλοι αγανακτισμένοι, και είμαστε όλοι αντίθετοι με το οτιδήποτε, αλλά κανένας από εμάς δεν σκέφτεται – βάζω και τον εαυτό μου μέσα- τι κάναμε. Λοιπόν, είμαστε όλοι άσχημα. Άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, πάντως είμαστε όλοι άνθρωποι που προσπαθούμε να κάνουμε κάτι με τη ζωή μας, μέσα σ’ αυτό το χάλι. Το θέμα ποιο είναι; Θα καθόμαστε και θα κλαίμε τη μοίρα μας; Εγώ όχι. Κοιτάς το πρόβλημα, το αντιμετωπίζεις και πάμε παρακάτω. Δεν γίνεται να σταματούν τα πράγματα. Χρειάζεται να συνεχίζουμε, χρειάζεται να κάνουμε. Μπορεί να είναι ηλίθια, μπορεί να είναι εξαιρετικά καλά, μπορεί να είναι χωρίς νόημα, αλλά έχει πολύ μεγάλη σημασία το να κινείσαι και να κάνεις πράγματα. Για αυτό είμαστε φτιαγμένοι».
Η κομψότητα περιλούζει τη δουλειά του Ρούτση. Πολυτελείς αντιθέσεις, ποτέ “εύκολες”, ούτε συνηθισμένες, γεννούν πολύ προσωπικές συνθέσεις όπου το Ωραίο, γνήσιο και επιβλητικό, αρνείται εντυπωσιασμούς, υπεροψίες ή αλαζονείες. Ο Ρούτσης παραμένει σοβαρός μες στο ζωογόνο αισθησιασμό των εικόνων του όπου η πνευματικότητα συνομιλεί με τον πιο καθαρό και ορθό εικαστικό λόγο.
Γκέντση, πού είναι η κρίση που αναφέρεις στα έργα σου; Εγώ βλέπω χαρά και ευθυμία. Αντίθετος στο γκρίζο της εποχής, μου χαρίζεις χρώματα και σχήματαπου απαλύνουν την ψυχή μου και μαλακώνουν την καρδιά μου. Το “έξω” δεν είναι τώρα μακριά για μένα, όπως έλεγα πριν. Το “έξω” άλλαξε πρόσωπο μέσω του βλέμματός σου και τώρα το δέχομαι μέσα μου σαν μια ενθαρρυντική κουβέντα. Τι είδες και δεν βλέπαμε; Βγήκες, παγίδευσες το αόρατο και το ακούμπησες με μαεστρία, σε δεκτικούς μουσαμάδες που σήμερα κοιτάμε και συνειδητοποιούμε πως συχνά κλεινόμαστε σε σκοτεινά “ψυχολογικά κουτιά” αμηχανίας και φόβου.
Δεν θα ‘ταν όμως απλό να σε κλείσουν εσένα σ’ ένα τέτοιο κουτί. Εσύ δείχνεις να εντοπίζεις ενστικτωδώς την όποια χαραμάδα φωτός μέσα στο μαύρο θέατρο των “παραιτούμενων”. Παλεύεις ενάντια στο σημερινό εξευτελισμό της υπόστασής μας, με όπλο το πινέλο σου και την αποφασιστικότητα των νικητών.
«Το εύκολο θα ήταν να ζωγραφίσω μια πορεία με ανθρώπους που πετάνε πέτρες και λοιπά. Δεν μ’ αρέσει το εύκολο. Τη μαυρίλα την βλέπουμε κάθε μέρα γύρω μας, δεν θέλω να την βλέπω και στα έργα μου. Ψάχνω το αντίδοτο. Τα θέματά μου δεν περιγράφουν την κρίση. Προσπαθώ να περάσω στη λύση. Δυσκολίες θα περνάμε πάντα. Ας βρούμε κάτι να μας κινεί. Άλλα ενδιαφέροντα».
Και εγώ ως Μαρίνα, θεατής και συντελεστής αυτής της παράφωνης σύγχρονης εποχής, αναμένω καλλιτέχνες που θα με βοηθήσουν να ξανασκεφτώ την πραγματικότητα μέσω μιας φυσικής εναρμόνισης με το εξιδανικευμένο όραμά τους.
Καλλιτέχνες ικανούς να φωτίσουν τους κακοτράχαλους δρόμους της αντίστασής μου.
Όταν κάποιοι “παράγοντες” φροντίζουν να κρύψουν τα σκουπίδια τους, μαζί με την αποστέρηση και την εκποίηση της ύπαρξής μας κάτω από το χαλί τους, άλλοι, δημιουργοί, μέσα στη διαύγειά τους, μας φέρνουν ανέλπιστα πιο κοντά στην ουσιαστική ψυχική μας υπόσταση.
Αποκρύπτουν μια άλλη αληθινή όψη των πραγμάτων και απελευθερώνουν ότι αθώο και καθαρό συναίσθημα μας είχε απομείνει.
Νιώθοντας ξανά ζέστη στην καρδιά, βρίσκουμε πάλι την αξιοπρέπειά μας.
Κοιτάω ξανά και ξανά τα έργα του Γκέντση και συνειδητοποιώ για ακόμη μια φορά, πως η Τέχνη ανασυγκροτεί ότι διαλυμένο. Στην καθημερινή ρουτινιάρικη ζωή, σαν κομπάρσοι, σκορπιζόμαστε, παρασυρόμαστε από τις έννοιες. Από τα “να τρέξω να προλάβω…”. Μα είναι αλυσίδες που μας δένουν μια εδώ και μια εκεί! Κινούμαστε διαρκώς, μέσα σ’ ένα σύμπαν κατακερματισμένο σε “μικρούς πολλαπλούς τομείς”, νομίζοντας πως είμαστε ελεύθεροι ενώ δεν μας επιτρέπεται να προβληματιζόμαστε ούτε να αναρωτιόμαστε. Όταν πηγαίνεις από τη μία ανησυχία στην άλλη, δεν αντιλαμβάνεσαι τον Κόσμο στο σύνολό του. Εν ολίγοις, δεν είναι δυνατόν να κατανοήσεις τη Ζωή ολόκληρη, με τις μικρές αιώνιες ομορφιές της, αφού οι Άτιμοι σού τη “σερβίρουν” τεμαχισμένη σε “πιάτα – δηλητήρια” που κατατρώνε τη διάθεσή σου να σηκώσεις το βλέμμα στα αστέρια.
Η ζωγραφική του Ρούτση προσφέρει ένα συνεκτικό και πρωτότυπο όραμα. Συλλέγει εντυπώσεις καταλήγοντας σε δυνατές εικόνες που ανασυνθέτουν, σε μια γερή ενότητα, την ανθρώπινη ύπαρξη που συχνά εκρήγνυται στο «όπου να’ ναι». Και αντικαθιστά τις αλυσίδες μας με καλοπροαίρετους δεσμούς. Αυτή η κόκκινη κλωστή, ορατή στα περισσότερα έργα του, είναι το θερμό στοιχείο που μας ενώνει μεταξύ μας και με ότι μας περιβάλλει. Στον Ρούτση, είμαστε επιτέλους ελεύθεροι, χωρίς περιορισμούς, αλλά συνδεδεμένοι. Ποτέ χωρισμένοι.
«Πάντα τα συνδέω τα πράγματα. Διότι όλα έχουν μια συνέχεια. Άμα δεν υπάρχει σύνδεσμος, δεν θα υπάρχει ούτε αρχή, ούτε μέση, ούτε τέλος, ούτε μέλλον».
Ναι Γκέντση, κάνε μας να μην είμαστε μόνοι! Γιατί εγώ απεγνωσμένα ψάχνω τι με συνδέει με τι… Η ζωή είναι γεμάτη αντιθέσεις, αλλά και στην αντίθεση εσύ μας δείχνεις πάλι το σύνδεσμο. Παρατηρώ αυτό το σχέδιο με τα δυο σταυρωμένα χέρια (σε άμυνα ή σε αναμονή;)… Και πιο κάτω βρίσκω την παράδοξη απάντηση στο ανείπωτο ερώτημά τους. Δύο κομμάτια χαρτοταινίας κολλημένα το ένα πάνω στον άλλο, σταυρωμένα και αυτά, γίνονται κάτι σαν ηχώ της κίνησης αυτών των χεριών, αλλά μιλούν μια άλλη γλώσσα. «Τη χρηστική γλώσσα» μου επισημαίνεις.
«Δεν έχουν τα πράγματα μόνο μια πλευρά. Καμιά φορά η ίδια κίνηση έχει δυο διαφορετικούς λόγους»
. Μέσω της δουλειάς του Γκέντση, ταξιδεύω στη συναρπαστική περιοχή τού παραλληλισμού μέσα στην αντίθεση. Τις φόρμες τις θέλει “πλακάτες” όπως λέει, αλλά κινούμενες ταυτόχρονα.
Θέτει ως κύριο ζητούμενο την κίνηση σε όλες τις εκδοχές της. Οι περισσότερες φιγούρες του μοιάζουν να χορεύουν. Συχνά κάπου γύρω, σαπουνόφουσκες αιωρούνται σαν δείγματα ελπίδας μέσα στο απέραντο Άγνωστο. Όλα τα σχήματα δείχνουν να πηγαίνουν “προς τα πάνω”. Σ’ έναν πίνακα, μου κάνει εντύπωση ένα πουλάκι στο κεφάλι ενός ανθρώπου που άραξε δίπλα στο νερό. Και ρωτάω τον Ρούτση: «το καναρίνι το έβαλες εκεί για να φωτίσει τη σύνθεση;»
«Οχι μόνο» μου απαντάει, «αν ήταν θέμα σύνθεσης, θα μπορούσε να ήταν και λεμόνι. Αλλά το πουλάκι θα πετάξει. Αυτή είναι η διαφορά». Αλλού μια γυναίκα με λουλουδάτο φόρεμα, σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της σαν να θέλει και εκείνη να ανέβει πιο ψηλά. «Ναι αυτή κοιτάει τον ουρανό και θέλει αέρα», διευκρινίζει ο Γκέντση.
Εγώ βλέπω πάλι την κόκκινη κλωστή να τη συνδέει μ’ έναν κόκορα! Πόσο μακριά μπορεί να πάει μια γυναίκα όταν ένα τόσο περήφανο “πετούμενο” την επιβλέπει; Υπάρχουν όμως δίπλα της και αυτές οι σαπουνόφουσκες, ελεύθερες μολονότι εφήμερες. Μήπως όμως η ελπίδα που φέρουν σκάει σε δευτερόλεπτο αν τυχόν προχωρήσουν μέχρι τα σύνορα των αποθαρρυντικών “κάτσε κάτω!”;
Ο Γκέντση με καθησυχάζε αμέσωςι:
«Είναι η κίνηση η απόλυτη. Αυτές οι φούσκες δεν γυρνάνε ποτέ στο ίδιο σημείο. Φτιάχνονται, κινούνται, χάνονται, αλλά μετά έρχονται άλλες. Δεν είναι φούσκες με την κακή έννοια και επιμένω να τις ζωγραφίζω με σχεδόν φωτορεαλιστικό τρόπο. Είναι υπαρκτές και δίνουν με ακρίβεια την αντίθεση με το πλακάτο. Μ’ αρέσει και το “Ωπ! αυτό είναι ρεαλιστικό!” μέσα στην όλη εικόνα».
Η αντίθεση… Ίσως μια από τις πιο φυσικές εκφράσεις μιας σκεπτόμενης ψυχής, μέσα στη βοή των αποπροσανατολισμένων. Κάπου μια γυναίκα κοιτάει τον εαυτό της στο καθρέπτη. Ποια είναι όντας γυμνή; Ποια γίνεται ντυμένη; Βλέπει τι βλέπουν οι άλλοι; Οι άλλοι βλέπουν ότι δείχνει ο καθρέφτης; Τρέχουμε πίσω από το εαυτό μας, ενώ μεταμφιεζόμαστε για να χωρέσουμε σε κάποιο “συρτάρι της κανονικότητας”. Γυμνοί είμαστε ευάλωτοι και ίσως αληθινοί. Αλλά ντυμένοι, είμαστε “οπλισμένοι” και συγκεκριμένοι σαν τις ντουλάπες όπου μας αρέσει να κρυβόμαστε. Η αντίθεση λοιπόν εμπνέει τον Ρούτση, που συχνά εισάγει μια νότα μυθολογίας στις εκλεκτές του εικαστικές εκδοχές του Σήμερα.Έτσι, στο πλούσιο σταυροδρόμι των οραμάτων του, συναντάμε και τους Διόσκουρους ή μήπως πρόκειται για κάποια νύξη προς βαθύτερες έννοιες; Μια αναφορά στη μυθολογία, σε μια εποχή κρίσης; Τι σύνδεσμος κρύβεται πάλι πίσω από αυτή τη “Λύση” που ακούραστα αναζητεί ο Γκέντση;
«Θέλω να σκέφτονται. Όχι να τους πω τι είναι αυτό» μου εκμυστηρεύεται. «Μου αρέσει πολύ αυτός ο μύθος των Διοσκούρων και ήθελα με κάποιον τρόπο να βγάλω μια εντύπωση από αυτό. Αλλά δεν ήθελα την κλασική έκφραση του παίρνουμε ένα μύθο και τον φτιάχνουμε. Δηλαδή, αυτό το έργο τελικά, δεν έχει καμία σχέση με το μύθο. Είναι δυο άνθρωποι, οι οποίοι φαινομενικά είναι ίδιοι και ένα αυγό. Το αυγό απ’ το οποίο βγήκανε. Αυτά είναι τα μόνα συμβολικά στοιχεία με τα οποία συνδέονται οι Διόσκουροι. Μ’ ενδιαφέρει να βγάλω μια αίσθηση. Όχι να διηγηθώ το μύθο. Θέλω όμως να βάλω τον άλλον να σκεφτεί για τους Διόσκουρους. Και αφού δει αυτό το έργο, να πάει σπίτι να διαβάσει λίγο για αυτούς. Η μυθολογία έχει πολύ ωραίες ιστορίες. Και μπορούμε να ψάξουμε πως συνδέονται με τη δικιά μας καθημερινή ζωή. Ουσιαστικά, πάλι για κίνηση σου μιλάω. Πνευματική κίνηση. Δηλαδή, αυτό που κάνω στα έργα, που ενώ είναι στατικά κινούνται, το θέλω και για τη δική μου ύπαρξη. Είμαστε στατικοί ούτως ή άλλως γιατί είμαστε βαριά αντικείμενα, δεν επιπλέουμε στον αέρα. Για αυτό, ας κινηθούμε λίγο. Και ας κινηθεί λίγο το μυαλό».
Ο Γκέντση δεν σταματά να με εκπλήσσει. Φέρνει τώρα ένα σαγηνευτικό κομμάτι με δυο ακαταμάχητες φιγούρες: η μια ροζ και καθιστή κρατάει κομφετί ενώ η άλλη μπλε και στεφανωμένη χορεύει φτιάχνοντας φυσαλίδες. Εγώ ήδη μεταφέρομαι πάλι στο βασίλειο όπου κάθε κοινή στάση γίνεται χάρμα οφθαλμών. Εκείνος απλά με ρωτάει:
«Αυτό δεν είναι τελείως βακχικό;»
Και ενώ με κυριεύει ένα σωτήριο συναίσθημα ελαφρότητας που με πηγαίνει πιο πέρα και από ότι φαίνεται στον πίνακα, αναρωτιέμαι πως τόση πλαστική και “πλακάτη” ένταση μπορεί και ακυρώνει, με τέτοια λεπτότητα, τους νόμους της βαρύτητας.
Ο Ρούτσης συνεχίζει: «Το συνειδητοποίησα με τα προσχέδια αυτό το φαινόμενο. Μου έκανε ως σύνθεση αυτό το πράγμα και μου βγήκε βακχικό! Σχεδόν αποκριάτικο!»
Από την μεριά μου, σκέφτομαι πως η χορευτική και δομημένη ταυτόχρονα κίνηση στη δουλειά του, θα μπορούσε να γίνει κάτι σαν συμβολικό σημείο αναφοράς μιας αντίστασης, όταν η σύγχυση των ψυχών “ξεβάφει” στα κορμιά και γίνονται πάνινα κουκλάκια που σχίζονται και πάλι ράβονται ερασιτεχνικά. Ο Ρούτσης μας δείχνει πως έχουμε σπονδύλους, οστά και μυς.
Το αίμα τρέχει ακούραστο μέσα μας και δεν σταματά. Σαν “όρθιος καλλιτέχνης” θέλει να μας σηκώσει και εμάς. Και να χορέψουμε. Να αφήσουμε κάτω τα βαριά σακίδια μας, γεμάτα κακές πέτρινες αναμνήσεις και φόβους μολυβένιους. Να κοιτάξουμε προς τα πάνω. Και αν δεν καταφέρνουν τα μάτια μας να βυθιστούν αμέσως στο γαλάζιο ουρανό, τουλάχιστον τα σώματά μας να τεντωθούν ως εκεί που πετούν τα πουλιά και εξατμίζονται οι σαπουνόφουσκες.
«Τα περισσότερα έργα μου είναι έξω, είναι στη φύση. Αλλά δεν χρειάζεται να προσδιορίσω το μέρος. Είναι το όπου».
Το “όπου” σου είναι το “εδώ μου” σκέφτομαι καθώς έπιασα συζήτηση με τους πρωταγωνιστές των παραμυθιών σου.
Μια φιγούρα με ριγέ ρούχο, περικυκλώνεται από ελιές, πορτοκάλια, ρόδια, λουλούδια και έναν σταυρό από χαρτοταινία. Μου φαίνεται πως σε αναγνωρίζω Γκέντση, μέσα σ’ ένα σκηνικό αισιοδοξίας, να μας κοιτάς μελαγχολικά. «Πες μου, εσύ είσαι;» Ο Ρούτσης αφήνει άθικτο το μυστήριο και μου απαντά:
«Γύρω-γύρω είναι εποχές. Όχι απαραίτητα οι τέσσερις εποχές. Εποχές...»
Και εγώ “εισδύω” μέσα στο περίγραμμα αυτής της εσωστρεφούς φιγούρας. Και ανακρίνω το αδιευκρίνιστο πρόσωπό της. ‘Όμως εκείνη ζητάει εχεμύθεια. Οπότε στρέφομαι πάλι στον Γκέντση και του ομολογώ πόσο μ’ εντυπωσιάζει που ενώ δεν ζωγραφίζει χαρακτηριστικά στα πρόσωπα, όλα τους έχουν μια έντονη προσωπικότητα. Τα “άδεια αυτά κεφάλια” είναι κάθε άλλο παρά κενά. Κατοικούνται από ιδιοσυγκρασίες και εμπειρίες. Εκεί, ένας περίεργος πάει να χαϊδέψει τον σκύλο του, αλλά ταυτόχρονα ρίχνει μια ματιά πίσω, μήπως χάσει κάποιο αξιοσημείωτο συμβάν.
Τι κάνεις άνθρωπέ μου; Γιατί δεν κοιτάς το σκύλο που σου χαμογελάει; Α ναι, είναι και αυτή η γνώριμη κόκκινη κλωστή που εγγυάται το δέσιμό σας! Εγώ ακόμα προσπαθώ να συλλάβω πως κάτι “ πλακάτο” βγάζει τόσα φυσικά και αναγνωρίσιμα συναισθήματα.
«Αυτό είναι το ζητούμενο. Ψάχνω με πολύ λίγα μέσα, να δώσω την καθαρή εντύπωση αυτού που θέλω. Και προκαλώ την ανάμνηση. Το ζητούμενο δεν είναι να φτιάξω ένα πολύ ωραίο μάτι. Το αν είμαι ικανός να το φτιάξω φαίνεται στα σχέδια».
Διαισθάνομαι πως η νοημοσύνη της ζωγραφικής χειρονομίας είναι ίσως η καταλληλότερη για να φανερώσει ακαριαία μια προσωπική όψη ενός θέματος, χωρίς περιγραφή. Κατανοώ την προσέγγιση του Ρούτση και εκτιμώ την πρόθεσή του. Γνωρίζω κιόλας πόσο απαιτητική είναι η εμπειρία ενός ζωγράφου, του οποίου η συνείδηση είναι ολοκληρωτικά στραμμένη στην εκπλήρωση της σωστής αυτής χειρονομίας. Κάποια πράγματα δεν εξηγούνται στα βιβλία. Χρειάζεται μια “αισθαντικότητα” για να “συνομιλήσεις” με τις εικόνες ενός ζωγράφου που δεν έχει ταμπέλα αλλά ξεχωριστό ταμπεραμέντο. Άλλος διακρίνει σ’ εκείνο το τελάρο, αναγεννησιακούς μουσικούς “Γκέντσικα ζωγραφισμένους”. Άλλη ακούει τον “ήχο των χρωμάτων τους”… Ακούει “τα σχήματά τους”… Και της αρέσει το κομμάτι! Από την μεριά του, ο Ρούτσης αναφέρεται στην τεχνική για να εξηγήσει το ανέκφραστο:
«Αυτό το πλάσιμο… Αυτό το να βγει “πλακάτο” ένα συγκεκριμένο χρώμα, θέλει πολλή δουλειά την οποία δεν θα σου τη μάθει κανείς. Δεν υπάρχει κάποιος να σου πει «γίνεται έτσι». Πρέπει να το βρεις εσύ. Τι βάζεις δίπλα σε τι και γιατί το βάζεις. Τα έργα μου μοιάζουν να είναι με ακρυλικά αλλά είναι όλα λάδια. Το λάδι πρέπει να στεγνώσει καλά για να μπορείς να δουλέψεις από πάνω. Αυτόν λοιπόν το χρόνο, τον χρησιμοποιώ κοιτάζοντας το έργο και σκεπτόμενος πάνω σ’ αυτό, θέλοντας κάθε φορά να το δω από την αρχή. Πάνω απ’ όλα μ’ ενδιαφέρει να κρατήσω την εντύπωση. Την εντύπωση που δίνει το έργο. Δηλαδή δεν θέλω να είναι μπαγιάτικο. Θέλω να είναι φρέσκο. Επειδή όμως ήθελα να κάνω και μερικά ρεαλιστικά, προτίμησα να τα κάνω με σχέδια. Και στα σχέδια βέβαια υπάρχει το “πλακάτο” αλλά στην ουσία έχουν ένα ρεαλισμό που ικανοποιεί την αγωνία μου τού “ωραία, τι αξίζουμε;” Με τα λάδια θεωρώ ότι έχω φτάσει σε ένα σημείο Χ. Σε ένα άλλο υλικό, τι κάνουμε;»
Ο Γκέντση με τους συνδέσμους του και τις αντιθέσεις του, βρίσκεται τώρα και εκείνος αντιμέτωπος με τον εαυτό του.
Με μολύβι, σχεδίασε ένα “άδειο πουκάμισο” όπως το χαρακτηρίζει αρχικά. «Μα δεν φαίνεται άδειο του λέω, αν ήταν άδειο, θα ήταν πεσμένο. Δεν είναι άδειο». Που είναι ο άνθρωπος μέσα; Ο Ρούτσης δίνοντας αμέσως τέρμα στην απορία μου, απαντάει με δυο λέξεις: «το αυγό». Ξανακοιτώ προσεκτικά το σχέδιο του και εντοπίζω το αυγό εκεί που θα ‘πρέπε να υπάρχει λαιμός… Εκεί που συνήθως σε σφίγγουν οι συγκινήσεις. Εκεί που καταπίνεις ένα χάπι ή το θυμό σου. Εκεί τέλος πάντων, όπου ριζώνει ολόκληρο το κεφάλι που χωρά το “είναι σου”. Μου εξηγεί λοιπόν ο Γκέντση πως όταν σπάσει το αυγό, θα γεμίσει το πουκάμισο με χίλιες συμπυκνωμένες πληροφορίες. Και ότι πρέπει να το σπάσουμε για να αποκτήσει το πουκάμισο ουσία. Όμως εγώ αντιλαμβάνομαι πως το σπάσιμο είναι βίαιη πράξη, χωρίς επιστροφή. Και παρατηρώ ένα πουκάμισο καθόλου άδειο, αλλά γεμάτο αέρα. Ένα ελαφρύ πουκάμισο που σαν χαρταετός, μπορεί και αυτό ψηλά να πετάξει και ίσως να συναντήσει κάποια σαπουνόφουσκα. Όμως ο Γκέντση μου λέει πως πρέπει να σπάσει το αυγό. Οπότε εγώ προσαρμόζω την εκδοχή μου, θεωρώντας πως τότε, αντί για αέρα θα υπάρχει ζωή μέσα στο πουκάμισο. Και η ζωή, όσο και να ζυγίζει, δεν απορρίπτεται τόσο εύκολα. Αυτό το συμπέρασμα επιβεβαιώνεται και σ’ ένα άλλο σχέδιο: σ’ αυτό το αστικό τοπίο το κάπως “γεωμετρικοποιημένο”, με μια καρό κουβέρτα και αιχμηρές κεραίες στις στεγνές στέγες των πολυκατοικιών που δεν πτοούν την Ελπίδα ενσαρκωμένη στο λευκό περιστέρι που είναι κρυμμένο στη γωνία αλλά ξεχωρίζει σε πρώτο πλάνο.
Υπάρχουν φορές που μπερδεύονται οι ώρες κάτω από το χάδι λαμπερών και βελούδινων χρωμάτων… Τότε το “Εδώ μου” γίνεται το Παντού. Και βρίσκω μια πολυπόθητη ισορροπία στο υλοποιημένο όραμα ενός Γκέντση, του οποίου η αφοπλιστική απλότητα κοντράρει με την ένταση των πανίσχυρων εικόνων του. Το όραμά του γίνεται το αρμονικό, ποιητικό και πλούσιο όνειρό μου. Και εκεί, κάπου στις περίεργες, αλλόκοτες, μαγικές, παιχνιδιάρικες ίσως και δραματικές συνθέσεις του, ξαναβρίσκω έναν δρόμο. Στέκω άναυδη απέναντι στην παράξενη ομορφιά των έργων του και επεκτείνεται ο χώρος μου μέχρι την κοσμοθεωρία του. Σε ένα σύμπαν όπου συνδέονται (πάλι!) μια σύγχρονη σύλληψη του “τι κάνουμε τώρα;” με κάποιον ανείπωτο κλασικισμό. Ποια είναι τελικά η Πραγματικότητα; Έξω, δεν σταματήσαν να μας μιλάνε για την κρίση. Εδώ, με γουρλωμένα τα μάτια, δεν αφήνω αυτό το όνειρο που μπορεί και νικά τον “πραγματικό” τους χώρο-χρόνο, όπου χανόμαστε. Οι καλλιτέχνες είναι διαφωτιστές που ανακαλύπτουν το ανεπαίσθητο και προάγουν το παρόν. Ο Ρούτσης με κάλεσε μεταξύ ουρανού και γης. ‘Έγινα μια σαπουνόφουσκα και πάω μακριά… Από την “πόρτα” που μου άνοιξε, προχωράω προς στο άυλο μέρος που βρίσκεται εκείνος και από όπου επιστρέφουμε πιο ήρεμοι, γεμάτοι και όρθιοι. Μα “Προσοχή!” μου ψιθυρίζει δίνοντας μου μια ταινία που γράφει “Fragile”… Ναι… Είμαστε σαπουνόφουσκες… Είμαστε άνθρωποι… Είμαστε ευάλωτοι όταν βρισκόμαστε στα σύνορα της αισθητικής αναστάτωσης και της αναπόφευκτης κοινωνικής σύγκρουσης. “Activity” μας λέει ο Ρούτσης… Για μια πενταετία ετοιμαζόταν να το πει.
Last modified: 04/12/2018