Το φως και το σκοτάδι. Το φως και η απουσία του είναι απαραίτητα για τη δημιουργία του χρώματος, γράφει ο Γκαίτε. Το χρώμα αποτελεί όντως μέρος του τρόπου που βιώνουμε τον κόσμο. Ο ζωγράφος Γιάννης Αδαμάκης και ο ιστορικός τέχνης – αρχιτέκτονας Κωστής Καζαμιάκης σε μια γόνιμη συνάντηση (στον Ιανό) ασχολήθηκαν με το «ακατανίκητο χρώμα». Ουσιαστικά ήταν δυο παράλληλές ομιλίες πάνω στο ίδιο θέμα.
Ο Γιάννης Αδαμάκης είχε την καλοσύνη να μας παραχωρήσει αντίγραφο της τοποθέτησης του (κι έτσι «γλυτώσαμε» την απομαγνητοφώνηση). Αρχικά είχαμε αποφασίσει να παρουσιάσουμε μόνο το κυρίως θέμα της τοποθέτησης, αλλά τόσο η εισαγωγή όσο και ο επίλογος είναι απολαυστικοί. Άλλωστε ο Γιάννης το έχει…
Καλησπέρα σας! Ο Κωστής (Καζαμιάκης) μου έχει απονείμει κατά καιρούς διάφορους τίτλους. Ένας απ’ αυτούς είναι «Πρίγκιπας των μικρών νήσων». Ο τίτλος βέβαια του «Πρίγκιπα» μου έχει απονεμηθεί αρχικά από το Γιώργο Σταθόπουλο. Ο προσδιορισμός «των μικρών νήσων» προστέθηκε από τον Κωστή επειδή εκείνη την περίοδο ετοίμαζα μια έκθεση για την Αντίπαρο.
Ο τίτλος τώρα του «φιλόσοφου ζωγράφου» είναι λίγο μεταγενέστερος. Απολογούμενος πρέπει να σας πω πως γι αυτόν φταίει το «Βήμα» που με τις προσφορές του (Ιστορία της φιλοσοφίας του Ουμπέρτο Έκο και τα γραπτά του Πλάτωνα) γίναμε όλοι φιλόσοφοι.
Επιπροσθέτως, για να γίνω ακόμη πιο σαφής, υποβλήθηκα πρόσφατα σε μια πολύωρη εγχείρηση, της οποίας η νάρκωση ολοκλήρωσε τις «σπουδές» μου στο συγκεκριμένο αντικείμενο.
Στο διάστημα που ασχολήθηκα με τη συγκεκριμένη εκδήλωση συνειδητοποίησα πως το θέμα του χρώματος παρουσιάζει τέτοια ευρύτητα από ερευνητική αλλά και ιστορική άποψη που θα χρειάζονταν αρκετές μέρες μόνο και μόνο για να το αγγίξω.
Πελάγωσα.
Αποφάσισα λοιπόν να περιοριστώ πολύ στην προσέγγισή μου, και μετά να πάει ο καθένας σπίτι του.
Το Ακατανίκητο Χρώμα
(του ΓΙΑΝΝΗ ΑΔΑΜΑΚΗ)
Ξεκινώ με ένα απόσπασμα από τα σημειωματάρια του Delacroix στο (εξάμηνο) ταξίδι του το 1832 στο Μαρόκο:
«Από τα τρία πρωτεύοντα χρώματα παράγονται τα τρία δευτερεύοντα. Αν στο δευτερεύον χρώμα προσθέτετε το εκ διαμέτρου αντίθετο πρωτεύον, το εξουδετερώνετε, δηλαδή φτιάχνετε την αναγκαία ημι-απόχρωσή του. Έτσι η προσθήκη του μαύρου δεν σημαίνει προσθήκη της ημι-απόχρωσης, αλλά λέρωμα της απόχρωσης της οποίας η πραγματική ημι-απόχρωση βρίσκεται στο εκ διαμέτρου αντίθετο χρώμα που αναφέραμε». (Από τα σημειωματάρια του ταξιδιού του Delacroix στο Μαρόκο).
Συνεχίζω από τα ημερολόγιά του: «Η ημι-απόχρωση, δηλαδή όλοι οι τόνοι, πρέπει να είναι υπερβολικοί σε ένταση». «Πρέπει όλοι οι τόνοι να είναι υπερβολικοί. Ο Ρούμπενς είναι υπερβολικός, ο Τισιανός το ίδιο. Αντίθετα ο Βερονέζε είναι καμιά φορά γκρίζος, γιατί αναζητά πολύ την αλήθεια…».
Χαρακτηριστική αιχμή του Delacroix για τους ζωγράφους που «αναζητούν την αλήθεια», σκοντάφτουν δηλαδή στην παγίδα «αποτύπωσης της πραγματικότητας». (Σαφής αναφορά στον Ένγκρ).
Πρέπει τώρα να ομολογήσω πως ότι προσπαθήσω να προσεγγίσω σήμερα δεν σημαίνει πως ταυτίζεται με τη δική μου άποψη για το χρώμα (αν υπάρχει κάποια τέτοια). Περισσότερο έχει να κάνει με την άποψη μου για τη Ζωγραφική και ειδικότερα με τα αδιέξοδα που συναντούμε και που για να τα αντιμετωπίσουμε στρεφόμαστε στο παρελθόν με τη γενικότερη αλλά και την προσωπική σημασία της λέξης.
Η ιστορική περίοδος για την οποία θα μιλήσω ξεκινά από τα μισά περίπου του 19ου και τελειώνει στις αρχές του 20ου αιώνα. Ήταν μια εποχή που οι ζωγράφοι «δοσμένοι στην τραγική απάτη τους», όπως λέει και ο ποιητής (Κ. Καρυωτάκης «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων») και παρασυρμένοι από τη δυναμική μιας αλματώδους αμφισβήτησης – εξέλιξης των επιστημονικών αλλά και κοινωνικών κατακτήσεων, υποστηρίζοντας φανατικά θεωρίες για την ύπαρξη και την Τέχνη. Βουτάνε στην ανοιχτή θάλασσα ελπίζοντας πως θα την κατακτήσουν ή τουλάχιστον πως θα την εξερευνήσουν ή τουλάχιστον θα την ερμηνεύσουν.
Μετά τη μαθητεία του ο Ντελακρουά στο εργαστήριο του Πιερ – Ναρκίς Γκερέν (και μετά το1816 στην Καλών Τεχνών), αισθάνεται ανεπαρκής. Προαισθάνεται (με κεφαλαία το «προαισθάνεται») πως θα υπάρξει μια ζωγραφική πιο ουσιαστική από τη δική του η οποία θα προσδώσει στο χρώμα περισσότερη λάμψη ώστε να αποδώσει το φως με περισσότερη καθαρότητα. Τον βαραίνουν τα γαιώδη σκούρα στην παλέτα του. Τολμά να ζωγραφίσει τη «Σφαγή της Χίου» (1824) αντικαθιστώντας τα με το μπλε του κοβαλτίου, το πράσινο του σμαραγδιού και τη λάκα της γκαράνς.
Την ίδια περίοδο σημειώνει στο Ημερολόγιό του: «Είδα τους πίνακες του Κόνσταμπλ. Αυτός ο Κόνσταμπλ μου κάνει πολύ καλό». Ο Ernest Chesneau (9 Απριλίου 1833 – 24 Φεβρουαρίου1890), French art historian and critic) γράφει για τον Ντελακρουά (1885): «Είχε συλλάβει ένα από τα μεγάλα μυστικά της δύναμης του Κόνσταμλ, μυστικό που δεν διδάσκεται στα σχολεία και που πολλοί καθηγητές αγνοούν: ότι, δηλαδή, στη φύση, μια απόχρωση που μοιάζει πλακάτη, αποτελείται από τη συνένωση ενός πλήθους διαφόρων αποχρώσεων που γίνονται αντιληπτές μόνο από ένα μάτι που ξέρει να βλέπει. Μ’ αυτό το μάθημα ο Ντελακρουά αισθάνθηκε τόσο άνετα, που δεν ήταν δυνατό να το ξεχάσει ποτέ∙ και να είστε βέβαιοι πως απ’ αυτό κατέληξε στη μέθοδο του να πλάθει με τσεκουράτες πινελές».
Η τελευταία μεγάλη εμπειρία που οδήγησε τον Ντελακρουά στη διαμόρφωση των απόψεων του ήταν όταν έλαβε μέρος στη διπλωματική αποστολή προς το σουλτάνο του Μαρόκου, που οργάνωσε ο Λουδοβίκος Φίλιππος. Με την ευκαιρία αυτή ο ζωγράφος πραγματοποίησε το ταξίδι στη βόρεια Αφρική το 1832, πλούσιο σε καλλιτεχνικές και χρωματικές εμπνεύσεις, ανακαλύπτοντας επιπροσθέτως μια διαφορετική πλευρά του ανθρώπου. Μελετά τα χρώματα στα χαλιά, στα υφάσματα, στα κεραμικά.
Αντιλαμβάνεται πως η αρμονία στο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται μέσα από έντονα, αν τα απομονώσει κανείς, στοιχεία. Στις επιμελημένες σημειώσεις που κράτησε στα ημερολόγιά του, για τις εντυπώσεις του ταξιδιού ο Ντελακρουά φανερώνει τη νέα αίσθηση του φωτός και του χρώματος που αποκόμισε, η οποία προμηνύει τις θέσεις του ιμπρεσιονισμού, αλλά και το πρόβλημα της διαίρεσης των χρωμάτων.
Ομολογεί αργότερα: «Ο εχθρός της ζωγραφικής είναι το γκρίζο». «Αποκηρύξτε όλα τα γαιώδη χρώματα». Από τη στιγμή εκείνη ξεκινά μια νέα εποχή.
Πρέπει να προχωρήσω: Το 1863 μια ομάδα νέων ζωγράφων εκθέτουν τα απορριφθέντα από το επίσημο Σαλόν έργα τους, στο «Σαλόν των Απορριφθέντων». Με αφορμή το έργο του Μονέ «Εντύπωση από μια ανατολή ήλιου» ονομάστηκαν «Ιμπρεσιονιστές» μετά από ένα περιπεκτικό άρθρο του ζωγράφου – δημοσιογράφου – κριτικού Λουί Λερουά στην εφημερίδα «Le Charivari» στις 25 Απριλίου του 1874 με τον τίτλο «Η έκθεση των Ιμπρεσιονιστών» (1874 στο στούντιο του Nadar).
Οι μαθητές του Μαρκ Γκλαιρ (Mark Gleyre): Κλοντ Μονέ, Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ και Άλφρεντ Σίσλευ δημιούργησαν τον πρώτο πυρήνα. Αργότερα προσχώρησαν ο Εντουάρ Μανέ και ο Εντγκάρ Ντεγκά. (Επιδράσεις επίσης δέχτηκε ο Πολ Σεζάν ακόμη και ο Van Gogh).
Οι προτροπές του Ντελακρουά βρίσκουν επιτέλους πρόσφορο έδαφος. Ζωγραφίζουν τη Φύση, με το φως να εναλλάσσεται στη διάρκεια της μέρας, χρησιμοποιώντας μικρές πινελιές καθαρών χρωμάτων. Η διαδικασία είναι γρήγορη – αυτόματη. Η πινελιά λιώνει η μια μέσα στην άλλη. Το έργο ζωντανεύει. Πάλλεται. Δονείται. Μεταφέρει στο θεατή τη συγκίνηση του δημιουργού. Συμμετέχουν και οι δύο στη δράση.
Οι ιμπρεσιονιστές, και ακόμη περισσότερο ο Γκογκέν ή ο τραγικός Βαν Γκόνγκ…, επιβεβαιώνουν το μύθο του «μπον βιβέρ» ζωγράφου με τα λερωμένα ρούχα, ο οποίος γυρίζει το απόγευμα, όταν πέσει το φως, στο εργαστήριο του, με το καβαλέτο και τα νωπά ακόμη τελάρα, για να βάλει τις τελευταίες πινελιές και μετά να συναντηθεί στην ταβέρνα (μπιστρό) με τους υπόλοιπους, να κουβεντιάσει για τις εμπειρίες της ημέρας, να μαλώσει, να πιεί, να καταθέσει στο τραπέζι ισχυρές απόψεις. Ένας πραγματικός ζηλωτής της Ζωής και της Τέχνης.
Κύριο μέλημα λοιπόν των ιμπρεσιονιστών το φως. Πρόκειται για μια μορφή νατουραλισμού; Ίσως. Είναι πάντως βέβαιο πως κατηγορήθηκαν, άδικα ίσως, για την «επιπολαιότητα» της άποψης τους για τη Ζωγραφική. Πως παραμέλησαν την πνευματικότητα στην Τέχνη. Πως αφέθηκαν στην «αβάσταχτη ελαφρότητα» της ύπαρξης. Πως εξέφρασαν μια μη όχι και τόσο ολοκληρωμένη θέση.
Δεν ξέρω αν εδώ μπορεί να διαμορφωθεί συγκεκριμένη πεποίθηση. Είναι θέμα πως βλέπει κανείς τα πράγματα. Πάντως ένα έργο ζωντανό είναι οπωσδήποτε σημαντικό.
Ωστόσο οποιαδήποτε άποψη όσο ρηξικέλευθη και να είναι σιγά-σιγά φθίνει, μέχρι να βρεθεί κάποιος να την αμφισβητήσει. Κι αυτή η αμφισβήτηση ήλθε από τους κόλπους του ίδιου του Ιμπρεσιονισμού. Μια ομάδα ζωγράφων που μετέχει στις εκθέσεις της ομάδας, ο κύκλος του Σερά διαμορφώνει το κίνημα του «νέο-ιμπρεσιονισμού», μια Τέχνη περισσότερο εκλογικευμένη με αυστηρά κριτήρια στην διαχείριση του χρώματος. Οι φανατικοί των κανόνων της χρωματολογίας.
Παραθέτω ένα διάλογο ανάμεσα στο Σινιάκ και στο Ρενουάρ ο οποίος θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε τη «διαφορετικότητα» των δύο θέσεων.
Σινιάκ: «Να ένας ιμπρεσιονιστής την ώρα που ζωγραφίζει ένα τοπίο. Έχει μπροστά του χλόη και πράσινα φύλλα που ένα τμήμα τους φωτίζεται από τον ήλιο κι ένα άλλο βρίσκεται στη σκιά. Στο πράσινο που βρίσκεται στη σκιά, το μάτι του ζωγράφου αισθάνεται μιαν εντύπωση κόκκινου. Ευχαριστημένος που διέκρινε αυτό το κόκκινο, βιάζεται να βάλει μια κόκκινη πινελιά. Στη βιασύνη του όμως ν’ ακινητοποιήσει αυτήν την πρώτη εντύπωση, δεν έχει καθόλου χρόνο να ελέγξει την απόχρωση του κόκκινου που, στην τύχη της πινελιάς, θα διατυπωθεί πότε μ’ ένα πορτοκαλί, πότε μ’ ένα βερμιγιόν και πότε μ’ ένα κόκκινο που βιολετίζει. Θα έπρεπε ωστόσο να διαλέξει το ακριβές κόκκινο, αυστηρά επιλεγμένο σε σχέση με το φωτισμένο πράσινο, και όχι όποιο κόκκινο. Αν ο ιμπρεσιονιστής γνώριζε τον νόμο που λέει πως η σκιά χρωματίζεται πάντα με το ακριβές συμπληρωματικό του φωτεινού της, θα του ήταν εύκολο να βάλει το ακριβές κόκκινο… Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς σε τι η επιστημονική
χρησιμοποίηση των χρωμάτων θα έβλαπτε σ’ αυτήν την περίπτωση τον αυτοσχεδιασμό του ζωγράφου. Αντίθετα θεωρούμε πλεονέκτημα τη χρησιμοποίηση μιας ακριβολογημένης και φροντισμένης μεθόδου που σε τίποτα δεν πρόκειται να μειώσει την ομορφιά του ζωγραφικού έργου».
Και ο Ρενουάρ απαντά: «Φτάνει κανείς μπροστά στη φύση μ’ ένα πακέτο από θεωρίες και γνώσεις και, τελικά, η ίδια αυτή φύση ανατρέπει τα πάντα. Δεν είναι οι θεωρίες που κάνουν το καλό ζωγραφικό έργο γιατί, τις περισσότερες φορές δεν χρησιμεύουν παρά σαν κάλυψη κάποιας έλλειψης ή αδυναμίας στα εκφραστικά μέσα. Πολλές φορές τρομάζω όταν νέοι ζωγράφοι με ρωτούν σχετικά με τους στόχους της ζωγραφικής ή, ακόμα, όταν προσπαθούν να με κάνουν να τους εξηγήσω γιατί χρησιμοποίησα αυτό το μπλε σ’ αυτό το σημείο του έργου κι ένα κόκκινο σ’ ένα άλλο. Βέβαια ξέρω ότι το επάγγελμα μας είναι δύσκολο, πολύπλοκο και καταλαβαίνω αυτές τις ανησυχίες. Όμως, διάβολε, λίγη απλότητα, λίγη χαρά, λίγη πονηριά ακόμα, δεν βλάπτει!».
Τα συμπεράσματα δικά σας…
Το σχέδιο και το χρώμα θα μπορούσαμε να πούμε πως στην ιστορία της ζωγραφικής βρίσκονταν σε μια «αντιπαράθεση». Το σχέδιο νηφάλιο πολλές φορές, εκλογικευμένο εξέφραζε το Απολλώνιο στοιχείο στην Τέχνη. Το χρώμα απ’ την άλλη μεριά πιο αυθόρμητο διδάσκεται πιο δύσκολα, αποδίδει δε την εκφραστικότητα της ανθρώπινης δράσης.
Λέει ο Ένγρ: «Κάθε τι καλά σχεδιασμένο είναι οπωσδήποτε καλά χρωματισμένο» ενώ ο Ντελακρουά διακηρύσσει: «Σχεδιάζω και χρωματίζω ταυτόχρονα». Αυτά τα ολίγα…
Τελειώνοντας, Συνηθίζω πάντα να αφιερώνω την παρέμβαση μου σε κάθε εκδήλωση που παίρνω μέρος σε κάποιον ή κάποιους που κατέχουν μια σημαντική θέση στη καρδιά και στην υπόληψη μου.
Θέλω λοιπόν αφιερώσω τη σημερινή βραδιά, πρώτα απ’ όλα στη φιλόλογο μου την Τούλα Νιάρχου που μας τίμησε με την παρουσία της την προηγούμενη φορά εδώ στον ΙΑΝΟ και που χάσαμε λίγο μετά. (Την αγάπη μου Παναγιώτη).
Μετά στο Θόδωρο Πάντο που υπήρξε ένας απ’ τους σημαντικότερους δασκάλους και τολμώ να πω φίλους μου και που από το βιβλίο του για «Το χρώμα» όπως και από εκείνο του Πολ Σινιάκ: «Από τον Ευγένιο Ντελακρουά στον νέο-εμπρεσιονισμό» του οποίου έκανε τη μετάφραση, πήρα πολλά στοιχεία στη σημερινή μου εισήγηση.
Τέλος, μην γελάσετε δεν φταίει η νάρκωση, στον Άντον Τσέχοφ. Και εξηγούμαι. Πέρσι που ήταν να μιλήσω στα TEDX που διοργάνωσαν τα παιδιά του πολυτεχνείου της Κρήτης, κουβέντιαζα με το φίλο μου το Γεράσιμο (Αρχειοφύλακα της Μεγάλης Καθόδου των Θεσπρωτών στην Αθήνα) για το τι θα μπορούσα να τους πω. Λέει λοιπόν ο Γεράσιμος: Πες τους: «Το ποτό βλάπτει» (Φράση από τις «Τρεις αδελφές του Τσέχοφ»). Και τους το είπα, αλλά μόνο στην πρόβα. Σήμερα λοιπόν θα μου επιτρέψετε να κλείσουμε διαβάζοντας σας λίγες γραμμές από ένα μονόπρακτο του:
Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού!
(Μονόλογος σε μια πράξη)
Πρόσωπα του έργου: Ιβάν Ιβάνοβιτς Νιούχιν (συνονόματος)
«Αξιότιμες κυρίες και, τρόπον τινά, αξιότιμοι κύριοι. Στη γυναίκα μου πρότειναν να κάνω εδώ μια ομιλία εκλαϊκευτικού χαρακτήρα, για αγαθοεργό σκοπό. Λοιπόν, εντάξει. Για μένα, έτσι κι αλλιώς, είναι απολύτως το ίδιο. Δεν είμαι, βέβαια, καθηγητής κι είμαι ξένος μέσα στον επιστημονικό χώρο, ωστόσο όμως, παρ’ όλ’ αυτά, πάνε τριάντα χρόνια τώρα, χωρίς σταματημό που ακόμα και σε βάρος της προσωπικής μου υγείας και τα λοιπά και τα λοιπά, εργάζομαι σε θέατρα τα οποία έχουν αυστηρά επιστημονικό χαρακτήρα, κάνω διάφορους στοχασμούς κι ακόμα, αν μπορείτε να το φανταστείτε, γράφω πότε πότε άρθρα επιστημονικά, δηλαδή όχι απολύτως επιστημονικά, αλλά, συγχωρήστε με για την έκφραση, περίπου σαν επιστημονικά.
Μεταξύ των άλλων, έγραψα αυτές τις μέρες ένα πολύ μεγάλο άρθρο με επικεφαλίδα: «Η ζημία που προκαλούν μερικά έντομα». Στις κόρες μου το άρθρο αυτό άρεσε πάρα πολύ και ιδιαιτέρως στο σημείο που αναφέρει τους κοριούς. Όσο για μένα, το διάβασα ολόκληρο κι ύστερα το έκανα χίλια κομμάτια, γιατί, ότι και να γράψεις κι όπως κι αν το γράψεις, χωρίς την περσική σκόνη δεν κάνεις τίποτα. Σε μας, στο σπίτι, ακόμα και στο πιάνο, έχει κοριούς… Σαν αντικείμενο της σημερινής μου ομιλίας διάλεξα, να το πω έτσι, τη βλάβη που επιφέρει σ’ όλους τους ανθρώπους η χρήση του καπνού. Εγώ ο ίδιος καπνίζω, η γυναίκα μου όμως με πρόσταξε να σας ομιλήσω για τις βλαβερές συνέπειες του καπνού. Έτσι, λοιπόν, δεν έχω τίποτα να σας πω. Ο καπνός δε µ’ ενδιαφέρει καθόλου, αλλά εσείς, αγαπητοί μου κύριοι, προτείνω να δείτε την παρούσα ομιλία με την πρέπουσα σοβαρότητα, αλλιώς δε θα έχετε κανένα όφελος απ’ αυτή!…»
Last modified: 03/10/2018