«Αναρωτιέμαι, παρατηρώ, εμβαθύνω, ομφαλοσκοπώ, αναζητώ τη ζωγραφική ποιότητα των ιδεών». Αυτή η σκέψη του ζωγράφου Γιάννη Αδαμάκη, υπήρξε η αφορμή για τη συνάντηση του με τον Κώστα Καζαμιάκη στον Ιανό, στη σειρά παρουσιάσεων «από το αμπέλι στο θέατρο». Ο Γιάννης Αδαμάκης, δεν αντιστάθηκε στις προκλήσεις του συνομιλητή του και οι πολλοί φίλοι που βρέθηκαν στον Ιανό το καλοκαιριάτικο βράδυ, είχαν την ευκαιρία να «ταξιδέψουν» στο έργο του καλλιτέχνη με οδηγό τον ίδιο.
«Ζωγραφίζω σαν να εικονογραφώ παραμύθια, κτίζω ένα έργο, όπως ένα παιδί που στήνει τα παιχνίδια του για να φτιάξει ένα δικό του κόσμο. Θέλω να μεταφέρω ζωγραφίζοντας μια συγκίνηση που να καταπραΰνει και να ηρεμεί… βλέπω το πλοίο που φεύγει, μια εικόνα έξω από το παράθυρο, ένα τσαλακωμένο χαρτί, ένα ξεχασμένο παιχνίδι πάνω στο τραπέζι ένα σαφές τοπίο, το φως που πέφτει στιγμιαία στα πράγματα, ένα πλοίο που φεύγει, ένα πουλί…». «Εικόνες» από σημειώσεις του Γιάννη Αδαμάκη που μας θύμισε ο Κωστής Καζαμιάκης ο οποίος χαρακτηρίζει τον καλλιτέχνη «ζωγράφο – φιλόσοφο». Άλλωστε όπως είπε: «Το ζωγραφικό έργο του Γιάννη Αδαμάκη είναι μια Ομολογία. Ομολογία προς το είναι των πάντων».
«Ομολογία» ήταν ο ορισμός που έδωσε ο Χάιντεγκερ για τη λέξη φιλοσοφίας.
Πριν ο Γιάννης Αδαμάκης παρουσιάσει το έργο του, ο Κώστας Καζαμιάκης μίλησε για τις επιρροές του καλλιτέχνη όπως ο δημιουργός του «Μικρού Πρίγκιπα» Αντουάν Ντε Σαιντ Εξυπερύ «αν κλείσω τα ματιά μου» εξομολογείται ο ζωγράφος « θα έρθει μπροστά μου το γαλάζιο του ουρανού εκεί όπου πετούν τα πουλιά…». Ο Τόμας Μαν και ο Λουκίνο Βισκόντι συναντώνται στο «θάνατο στη Βενετία» και ο Γιάννης Αδαμάκης επηρεάζεται και από το συγγραφέα και από το σκηνοθέτη. Ο Φερνάντο Πεσσόα, με την ποιητική του σύνθεση Álvaro de Campos – ode maritima επηρεάζει τη δουλειά του, όπως και ο Ορχάν Παμούκ, ο Κώστας Καρυωτάκης, ποιητή που ανακάλυψε την εποχή που ο Καρυωτάκης δεν διδασκόταν στα σχολικά αναγνωστικά. Στην ποίηση του Καρυωτάκη τον μύησε η φιλόλογος του κ. Νεάρχου, που το βράδυ της παρουσίασης ήταν ανάμεσα στο κοινό και χαιρόταν τον παλιό της μαθητή.
Ακόμη ο Κώστας Καζαμιάκης μίλησε για τη φράση του Απελλή «Ούτε μέρα χωρίς γραμμή» (Nulla dies sine linea) που αποτελεί βιωματική θέση για το Γιάννη Αδαμάκη
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΚΑΝΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΔΑΜΑΚΗΣ – ΚΩΣΤΑ ΚΑΖΑΜΙΑΚΗΣ
Ο ζωγράφος έχει «συναντήσει» πολλές φορές την ποίηση του Μιχάλη Γκανά. Κι ο ποιητής ήταν εκεί για να διαβάσει ένα ποίημα του. Η Γιώτα Φέστα διάβασε διήγημα που έγραψε η Σώτη Τριανταφύλλου για τη ζωγραφική του Γιάννη Αδαμάκη ενώ η Φιόρη Μεταλλινού και Σταύρος Σολομός ερμήνευσαν δυο τραγούδια σε στίχους Νίκου Καββαδία «Θα μείνω πάντα ιδανικός και ανάξιος εραστής» (μουσική Γ. Σπανός) και «Σταυρός του Νότου» (μουσική Θ. Μικρούτσικος.
Ο καλλιτέχνης μιλά για το έργο του
Αν έδινα ένα τίτλο στη σημερινή μου παρουσίαση θα έλεγα: «Η τέχνη δεν πάει να κοιμηθεί σε κρεβάτι που έστρωσαν άλλοι γι αυτήν. Θα προτιμήσει να δραπετεύσει παρά να αποκαλυφθεί. Της αρέσει να κυκλοφορεί ινκόγκνιτο. Οι καλύτερες στιγμές της είναι όταν ξεχνά το ίδιο της το όνομα» Ζαν Ντιμπιφέ.
Θα ήθελα να ξεκινήσω διαβάζοντας το ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη
«Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»
Έχουμε συνηθίσει να αντιδρούμε στα όποια γεγονότα συναντάμε στην καθημερινότητα μας με δεδομένο τον κώδικα αξιολόγησης. Ένα κώδικα που έχει δομηθεί για να εξυπηρετεί κοινότυπες συμπεριφορές, ρηχές προσωπικές ισορροπίες. Πρόκειται για μια σύμβαση που διαμορφώθηκε από τα παιδικά μας χρόνια, από το σχολείο από τους γονείς, από τον περίγυρο μας. Και πράγματι είναι ξεκούραστο για κάποιον να προσφεύγει σε μια εκλογικευμένη κοινωνικά αποδεκτή ερμηνεία του κόσμου γύρω του, δρομολογώντας έτσι τη ζωή του πάνω σε ράγες που εξυπηρετούν μια επιφανειακή στάση, ώστε να μην υπάρχει ο κίνδυνος φθοράς της γενικότερης κοινωνικής υπερδομής.
Η αλήθεια όμως είναι πως τα αδιέξοδα μιας αιρετικής συμπεριφοράς, είναι εκείνα που πιθανώς οδηγούν στη δυναμική νέων άφθαρτων ουσιωδών επιλογών. Επιλογών που για τη διαμόρφωση τους έχουν συμβάλλει κυρίως κρυφοί «ανάξιοι» λόγοι συνειδητοί ή ασυνείδητοι παράγοντες και όχι τόσο εκλογικευμένα επιχειρήματα που στην ουσία αποτελούν επικοινωνιακά τεχνάσματα. Πόσο σημαντικές λοιπόν, είναι οι σημαντικές και πόσο ασήμαντες οι ασήμαντες στιγμές μας;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα σε μια λαϊκή γειτονιά του Πειραιά. Ο πατέρας μου, ο παππούς μου, οι θείοι μου όλοι ναυτικοί, κάτι συνηθισμένο μιας και η καταγωγή της μητέρας μου ήταν η Χίος. Έτσι από τη μια το λιμάνι υπήρξε ο φυσικός μου χώρος∙ οι ήχοι, οι άνθρωποι, οι κώδικες συμπεριφοράς. Και από την άλλη είναι έντονες στη μνήμη μου οι διηγήσεις από μακρινά ταξίδια, ξωτικά λιμάνια και μαγικές ιστορίες. Μεγάλωνα ανάμεσα σε μυρωδιές ξένων τσιγάρων, εισαγόμενων ποτών και γιαπωνέζικων παιχνιδιών με μπαταρία. Σε μια Ελλάδα που πάλευε να διαμορφώσει ένα σύγχρονο πρόσωπο, που προσπαθούσε μάταια να ξεπεράσει πρόσφατες ιστορικές δοκιμασίες.
Με δυσκολία θα μπορούσα να μεταφέρω την εικόνα των πληροφοριακών συνθηκών εκείνων των δεκαετιών, του 60 και του 70, χωρίς να φανούν τελείως γραφικές σε σχέση με τις σημερινές. Παρόλα αυτά μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, κατάφερνε κανείς να οργανώνει προσωπικές άμυνες ή μάθαινε να κατακτά πλούσιες κινήσεις.
Το ταξίδι εν τέλει είχε το χαρακτήρα της αφήγησης περισσότερο, και όχι του αληθινού ιδιώματος. Της εικόνας του πλοίου που πλησιάζει κι απομακρύνεται, ως καθημερινότητα που συμβαδίζει συγχρόνως με τη συνάντηση, αλλά και την απώλεια του αποχαιρετισμού.Τα δε χρώματα μου – το κόκκινο του μίνιου, η ώχρα και το χρυσό της σκουριάς, το μπλε της θάλασσας που καμιά φορά γινόταν πράσινο όταν τύχαινε να φυσάει Νοτιάς από την Αίγινα. Το θέμα κάθε έργου για μένα αποτελεί το πρόσχημα μιας ζωγραφικής και συγχρόνως αφηγηματικής περιπέτειας. Οι μικρές εικόνες που παρεμβάλλονται είναι αυτόματες σκέψεις που πλουτίζουν και συγχρόνως διαβάλουν την κεντρική αφήγηση.. Θυμίζουν φωτογραφίες κολλημένες σε καθρέφτες, καρφιτσωμένες σε πίνακες ανακοινώσεων, μικρές ιστορίες, τάματα, χαρτάκια με ευχές και μνημονεύσεις, βλέμματα, ανθρώπινες παρουσίες που διαδραμάτισαν κάποιο ρόλο σε ένα υποτιθέμενο θεατρικό παιχνίδι της μνήμης. Άλλοτε αναφέρονται σε πραγματικά γεγονότα και άλλοτε μεταλλάσσονται από ευφάνταστα στιγμιότυπα σε εικαστικές αλήθειες. Οριοθετούν εν τέλει τη χρονική προσέγγιση της στιγμής.
Είναι νομίζω σαφής η αναφορά μου στην ποπ αρτ, στις πολύχρωμες εικόνες των πόλεων, στα κόμικς, αλλά και στη λαϊκή προσέγγιση της βυζαντινής τέχνης.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ, ο ζωγράφος των
παιδικών του αναμνήσεων
Στα μαθητικά μου χρόνια στο Κερατσίνι, στο δρόμο που έμεινε ένας καλός φίλος και συμμαθητής, είχε το εργαστήριό του ένας λαϊκός ζωγράφος. Ήταν ένας μικρόσωμος άνθρωπος σ’ ένα αντίστοιχο μικρό εργαστήρι.. Τόσο στενόχωρο που δεν χωρούσε καλά – καλά κι εκείνος και τα έργα του. Αναγκαζόταν πολλές φορές να δουλεύει στο πεζοδρόμιο. Κοιτάζοντας μέσα έτσι ακουμπισμένα όπως το ένα ταμπλό πάνω στοπ άλλο, μπορούσες να διακρίνεις το κεφάλι κάποιου ήρωα της επανάστασης, καθημερινές σκηνές της πόλης, ή ένα Άγιο καβαλάρη. Έχω μια γλυκιά ανάμνηση από αυτόν τον άνθρωπο που έμοιαζε να χαίρεται τόσο πολύ μ’ αυτό που κάνει.
Μια φίλη που συνάντησα μετά από πολλά χρόνια στο face book μου έδωσε κάποιες πληροφορίες για τον καλλιτέχνη: Μιχάλης Σωτηριάδης, γεννήθηκε το 1918 ή το 1920 στην Τραπεζούντα της Μικράς Ασία. Η οικογένεια του είχε ένα κεντρικό μπακάλικο και ήταν αρκετά ευκατάστατη. Ήταν ένα από τα επτά παιδιά της οικογένειας (είχε τέσσερις αδερφούς και δύο αδερφές). Μετά τη μικρασιατική καταστροφή ήρθε στον Πειραιά με τη μητέρα του και τα αδέρφια του αλλά χωρίς τον πατέρα και το μεγάλο αδερφό που είχαν συλληφθεί και σταλεί στην εξορία. Μάλιστα επειδή ο ίδιος ήταν άρρωστος από ευλογιά, η μητέρα του το έκρυψε στο ταξίδι στο μπόγο με τα ρούχα για να μην τον πετάξουν στη θάλασσα. Αρχικά έμειναν στη Δραπετσώνα και αργότερα όταν επέστρεψαν ο πατέρας με τον αδελφό εγκαταστάθηκαν στα Ταμπούρια. Αυτοδίδακτος ζωγράφος και γλύπτης που για βιοποριστικούς λόγους έκανε κυρίως ταμπέλες για μαγαζιά, και μεγάλα κέντρα διασκέδασης. Ζωγράφιζε κυρίως μορφές και σκηνές καθημερινές, έφτιαχνε αγάλματα και ξυλόγλυπτα. Υπέγραφε πάντα με το ψευδώνυμο «Φοίβος». Όταν ήταν στο αλβανικό μέτωπο, σκάλιζε μορφές των συναγωνιστών του σε πλάκες από σαπούνι, τις οποίες είδε σε μια επίσκεψη ο Βασιλιάς Παύλος, και του έδωσε έπαινο. Το γεγονός κατέγραψαν οι εφημερίδες της εποχής. Δεν παντρεύτηκε ποτέ και πέθανε το 1979 από χρόνιο πρόβλημα στους πνεύμονες.
Θα ήθελα να αφιερώσω αυτή την εκδήλωση σ’ αυτόν τον άνθρωπο…
Last modified: 26/02/2018