Βαν Γκογκ: Η αιώνια ποίηση της νύχτας των Χριστουγέννων

Ευανθία Τζιμούρτα
Διεθνή - Ελεύθερα Θέματα

Η ελπίδα της Γέννησης και η Πύλη της αιώνιας ζωής όπως μας την κληροδότησε ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ                                                                                                                            

Χωρίς Δένδρο, λαμπιόνια, μπάλες, γλυκίσματα, λαχταριστά φαγητά, κάλαντα και χαρούμενα πρόσωπα γύρω από ένα τραπέζι. Χωρίς φάτνη με το Νεογέννητο, την Παναγία, τον Ιωσήφ, το αστέρι, τους αγγέλους, τους βοσκούς και τους μάγους.
Η εικόνα των Χριστουγέννων είναι διαφορετική για τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ αν και σε αρκετές επιστολές προς τον αδερφό του Τεό, θυμάται χαρούμενα οικογενειακά Χριστούγεννα των παιδικών και εφηβικών του χρόνων. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Βίνσεντ ήταν ένα από τα έξι παιδιά μιας δεμένης και βαθιά θρησκευόμενης οικογένειας.

«Τα Χριστούγεννα είναι υπέροχα,
είναι σαν τα βρύα στις στέγες και σαν το πεύκο
και το πουρνάρι και τον κισσό στο χιόνι».

«Τι ευχάριστες ήταν εκείνες οι μέρες των Χριστουγέννων, τις σκέφτομαι τόσο συχνά. Θα μείνουν επίσης για πολύ καιρό στη μνήμη, καθώς ήταν και οι τελευταίες σου μέρες στο σπίτι» γράφει το 1873 στον αδερφό του Τεό. Ήταν 20 ετών.
Η ζωή του μεγάλου Ολλανδού όσο περνάνε τα χρόνια είναι πολύπλοκη. Αναζητά το πάθος της δημιουργίας, τη φιλία, παλεύει με την ψυχική υγεία, την ταυτότητα του. Οι 650 επιστολές που έστειλε τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του στον Τεό, φανερώνουν ότι ποτέ δεν ξεμάκρυνε από την οικογένεια. Κι αυτές οι επιστολές που με σεβασμό και αγάπη κράτησε ο Τεό, είναι που βοήθησαν να γνωρίζουμε τόσα πολλά για τη ζωή του μεγάλου καλλιτέχνη.

Διαβάζοντας τη Βίβλο, copyright kroller muller museum

Τον Ιούλιο του 1874 γράφει από το Λονδίνο, όπου βρέθηκε ως πάστορας: «…αυτή η αιώνια ποίηση της νύχτας των Χριστουγέννων με το μωρό στη φάτνη, όπως τη συνέλαβαν οι παλιοί Ολλανδοί ζωγράφοι, και ο Millet και ο Breton – αυτό το φως στο σκοτάδι – ένα  φως που λάμπει στη μέση μιας σκοτεινής νύχτας».

Σε άλλο γράμμα του το Δεκέμβριο του 1875 νοσταλγεί τις γιορτινές μέρες στην πατρίδα του τη Μπραμπάντ: «Ανυπομονώ ήδη για τα Χριστούγεννα. Πριν από δύο χρόνια κάναμε εκείνη τη βραδινή βόλτα στο χιόνι. Το θυμάστε, όταν είδαμε το φεγγάρι να ανατέλλει πάνω από το Marienhof; Θυμάμαι, ένα από εκείνα τα Χριστουγεννιάτικα βράδια που πήγα από το Den Bosh στο Helvoirt με ένα ανοιχτό καροτσάκι, είχε τρομερό κρύο και ο δρόμος γλιστρούσε. Πόσο όμορφο φαινόταν το Den Bosch, η αγορά και οι δρόμοι σκεπασμένοι με χιόνι και τα σπίτια σκοτεινά, με χιονισμένες τις στέγες. Η Μπραμπάντ είναι πράγματι η Μπραμπάντ, και η Μητέρα χώρα είναι πράγματι η Μητέρα χώρα, και τα εδάφη όπου κάποιος είναι ξένος, είναι τα εδάφη όπου κάποιος είναι ξένος».

«Αν κάποιος νιώσει την ανάγκη για κάτι σπουδαίο, κάτι άπειρο, κάτι που κάνει κάποιον να αισθάνεται επίγνωση του Θεού, δεν χρειάζεται να πάει μακριά για να το βρει. Νομίζω ότι βλέπω κάτι πιο βαθύ, πιο άπειρο, πιο αιώνιο από τον ωκεανό στην έκφραση των ματιών ενός μικρού μωρού όταν ξυπνά το πρωί, και γελάω ή γελάω επειδή βλέπει τον ήλιο να λάμπει στην κούνια του. Αν υπάρχει μια «ακτίνα από ψηλά», ίσως μπορεί κανείς να τη βρει εκεί» (Γράμματα στον Theo, 1883)

Για τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ, όμως, η ελπίδα των Χριστουγέννων, φανερώνεται στην ελπίδα της αιώνιας ζωής. Το θαυμάσιο έργο του «At Eternity’s Gate», ένα έργο που θεωρείται αφιερωμένο στα Χριστούγεννα. Είναι μια ελαιογραφία που φιλοτέχνησε το 1890 στο Σεντ Ρεμύ σε μια περίοδο που προσπαθούσε να αναρρώσει ύστερα από σοβαρή υποτροπή της υγείας του. Βασίζεται σε λιθογραφία που παρουσίασε το 1882. Το αρχικό σχέδιο με μολύβι έγινε το 1875 όταν είδε τον πίνακα ενός βετεράνου πολέμου στην Αγγλία. Έχουν διασωθεί μια σειρά από σχέδια του με ένα γέρο σωριασμένο σε καρέκλα κρατώντας το κεφάλι του. Στην αρχή, η φιγούρα, αποδίδεται με ρούχα εργασίας και φορεμένα δερμάτινα παπούτσια, φαίνεται λυγισμένη από απόλυτη απόγνωση. Το 1890, δύο μήνες πριν από το θάνατο του ο Βαν Γκογκ δημιουργεί την ελαιογραφία « At Eternity’s Gate » και χαρίζει σ’ αυτόν τον ταραγμένο γέρο την ελπίδα της αιώνιας ζωής.
Σε μια σπάνια έκφραση των δικών του θρησκευτικών συναισθημάτων, γράφει γ’ αυτό το έργο και άλλα δύο σχέδια ηλικιωμένων εκ των οποίων ο ένας διαβάζει τη Βίβλο: «Η πρόθεσή μου με αυτούς τους δύο και με τον πρώτο γέροντα είναι μία, να εκφράσω την ιδιαίτερη διάθεση των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. … Αφήνοντας κατά μέρος το αν συμφωνεί κανείς ή όχι με τη φόρμα, είναι κάτι που το σέβεται αν είναι ειλικρινές, κι εγώ το κατανοώ πλήρως και νιώθω την ανάγκη του.    Όπως ένας γέρος που βρίσκεται σ’ αυτή θέση, έχω κι εγώ ένα αίσθημα πίστης σε «κάτι υψηλό» (στην ύπαρξη ενός Θεού όπως πίστευε ο Millet), ακόμα κι αν δεν ξέρω ακριβώς ποιος ή τι θα είναι».

«La Berceuse», 1889

 

                            Η Ανάγκη για Παρηγοριά

Augustine Roulin, σύζυγος του ταχυδρόμου της Αρλ. Ο Βαν Γκογκ ξεκίνησε το πορτρέτο της το Δεκέμβριο του 1888, και τα ολοκλήρωσε στις αρχές του 1889. Το τιτλοφόρησε «La Berceuse», (νανούρισμα, ή γυναίκα που κουνάει την κούνια, που υπονοείται από το σχοινί που κρατά στο χέρι η κυρία Ρουλέν). Μία εικόνα που δημιουργήθηκε μέσα στις μέρες των Χριστουγέννων, επόμενο ήταν να  χαρακτηρισθεί ως ένα ακόμη έργο του Βίνσεντ που έχει σχέση με το γεγονός τής Βηθλεέμ.
Η ιδέα για το έργο γεννήθηκε όταν ο Πωλ Γκωγκέν του μίλησε για «τους Ισλανδούς ψαράδες, τους εκτεθειμένους σε όλους τους κινδύνους, μόνοι τους στη θλιβερή θάλασσα». Θέλησε να ζωγραφίσει μια εικόνα, για τους ναυτικούς που είναι παιδιά και μάρτυρες μαζί, να τη βλέπουν στην καμπίνα τους και να αισθάνονται την βρεφική αίσθηση της κούνιας, να θυμούνται τα δικά τους νανουρίσματα να παρηγορούνται και να ελπίζουν.

Last modified: 22/12/2022