Ο Απόστολος Ζιώγας
γράφει την έκθεση sabir
Πλεύστε μόνο προς τα μπροστά,
προς τα βαθιά νερά.
Άλλωστε , όλες οι θάλασσες,
του Θεού δεν είναι;
Wailt Whitman
Λένε ότι στις μέρες μας ο πολιτισμός στον ενικό, δηλαδή, καθετί που δεν μπορεί να λησμονήσει ο άνθρωπος, έχει ατονήσει. Σε κάθε περίπτωση, μια μακρινή ιστορία βαδίζει αργά πλάι μας ενώ μια πρόσφατη ιστορία κατευθύνεται προς το μέρος μας τρέχοντας. Έτσι κι η καλλιτέχνιδα Έλενα Παπαδημητρίου, ενόσω πενθούσε για την απώλεια αγαπημένου της προσώπου, άρχισε να προσεύχεται απευθυνόμενη στον ουρανό, μιλώντας σε κάποιον που δεν υπάρχει. Με αποτέλεσμα να προκύψει η 5η ατομική της έκθεση υπό τον τίτλο sabir, την οποία παρουσιάζει στην γκαλερί Σκουφά στο Κολωνάκι (Αθήνα), σε επιμέλεια της Λουίζας Καραπιδάκη.
Ο τίτλος sabir (σαμπίρ) προέρχεται από το λατινικό sapere που σημαίνει γιγνώσκω και αφορά μια κοινή γλώσσα που ομιλούνταν στα λιμάνια της Μεσογείου για χίλια χρόνια περίπου (από 11ο ώς 19ο αιώνα) ̇ συγκεκριμένα, ήταν γλώσσα μεικτή στο λεξιλόγιο, απλοϊκή στη δομή, δίχως τύπους και κανόνες, η οποία γεφύρωνε – σε συνδυασμό με τη γλώσσα του σώματος – το γλωσσικό χάσμα μεταξύ των πολιτισμών της Μεσογείου. Μπορεί να μην συστηματοποιήθηκε επίσημα ως γλώσσα, ωστόσο ένα τυπικό παράδειγμα αυτής αποτελεί ο μονόλογος του μουφτή στον Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου : ´´Se ti saber, ti responder. Se non ti saber, tazir tazir ´´ ( Αν γνωρίζεις, απαντάς. Αν δεν γνωρίζεις, τσιμουδιά). Όντας λατινογενής, η Sabir ακουγόταν σαν σπαστά πορτογαλικά, μια και προέκυψε από την προσπάθεια Πορτογάλων εξερευνητών να επικοινωνήσουν με ιθαγενείς του Νέου Κόσμου ̇ αργότερα, θα λειτουργήσει ως συνδετικός κρίκος για τις μεσογειακές χώρες.
Στην εν λόγω έκθεση, έχουμε να κάνουμε με μια προσευχή-ποίημα που ξετυλίγεται στο χώρο ως εικαστικό δρώμενο-εγκατάσταση μεταξύ γυναικών της Μεσογείου, τόσες σε αριθμό όσες και οι αντίστοιχες γλώσσες γύρω από τη μεσογειακή λεκάνη. Κάθε έργο εκπροσωπεί μια από τις χώρες που βρέχονται από τη Μεσόγειο, φιλοξενώντας έναν διαφορετικό στίχο του ποιήματος. Η εγκατάσταση αναπτύσσεται σε μορφή λαβυρίνθου , όπου ο θεατής είναι σαν να εισέρχεται από τη μεριά της θάλασσας. «Είσαι εδώ / Είναι σίγουρο πως είσαι κάπου εδώ” : έτσι ξεκινάει το ποίημα-προσευχή της Έλενας Παπαδημητρίου. Εν προκειμένω, ο ρόλος της γυναίκας αναδεικνύεται όχι μόνο ως πολιτιστική δομή, αλλά κι ως μια πραγματικότητα μακράς διάρκειας μέσα σε ένα πλαίσιο από ιστορίες που αλληλοτέμνονται. Εξάπαντος, «ποίηση υπάρχει κάθε φορά που ένα γραπτό μάς εισάγει σε έναν κόσμο αλλιώτικο από τον δικό μας και, προσφέροντάς μας την παρουσία ενός όντος, μιας ορισμένης βασικής σχέσης, κάνει αυτό τον κόσμο να γίνεται και δικός μας» (Λακάν, Τρίτο Σεμινάριο). Η ζωγράφος εμπνέεται από εικόνες πάνω στις οποίες προσφύονται αισθήματα πόνου που αφορούν τόσο την ίδια βιωματικά όσο και κείνους που αναζητούν ένα καλύτερο αύριο ως μετανάστες. Γιγνώσκει καλά πως «η χάρις δεν παραγγέλλεται, / πέφτει όπως η απαλή βροχή από τον ουρανό» ( Σαίξπηρ, Ο έμπορος της Βενετίας).
Μαθήτρια των Τέτση και Μπότσογλου, η Παπαδημητρίου εφαρμόζει κατά κόρον μεικτή τεχνική σε ανάγλυφες επιφάνειες, χρησιμοποιώντας ακρυλικά, άμμο, γυαλί, βερνίκια, λάδι, μελάνι. Η τεχνοτροπία της μαρτυρά εσωτερική συνοχή και ενιαία στόχευση. Εύκολα διαφαίνεται η αισθητική πειθαρχία της καθώς αποβλέπει σε μια κοινή συνισταμένη εσωτερικών παραστάσεων εκ μέρους του θεατή. Σε όλα τα έργα της έκθεσης, μια αθωότητα είναι διάχυτη παντού, η οποία προοικονομείται από μια σχεδίαση ακριβείας γεμάτη χρωματισμούς ήπιων αποχρώσεων (βλ. επί παραδείγματι, το έργο με τη γυναίκα στο κέντρο). Στην τέχνη της, ό,τι δεν γίνεται αποδεκτό συμβολικά, καταφέρνει να ξεπροβάλλει άλλοτε ως μνήμη ατομική, κι άλλοτε ως σιωπηρή δυνητικότητα. Επισημαίνει –ο τρόπος της – την απώλεια της δυνατότητας να βρίσκει κανείς το στοιχείο εκείνο που τον διαφοροποιεί, σε πλήρη αντίστιξη με τη νιτσεϊκή ρήση: «εδώ ολάκερο το είναι θέλει να γίνει λέξη, ολάκερο το γίγνεσθαι θέλει από σένα να μάθει να μιλάει». Ξεπερνώντας γεωγραφικά και χρονικά σύνορα, η τέχνη της μοιάζει να ωθείται από ένα δικαίωμα ένστασης για ελευθερία, ενώ την ίδια στιγμή περιδιαβαίνει σε αψηλάφητες μορφές της αλήθειας (βλ. προσευχή) ̇ έμμεσα μάς συστήνει «να πολλαπλασιάσουμε τα μονοπάτια και τις δυνατότητες αμφίδρομων κινήσεων» (Φουκώ, Ετεροτοπίες). Όταν κι όπου δεν επικρατούν διαχωρισμοί, εκεί προάγεται κι η όποια διαφοροποίηση. Η έκθεση, σε επίπεδο συγκινησιακής φόρτισης, ίσως να χάνει (σκόπιμα) σε σφοδρότητα για να κερδίσει σε βαθύτητα∙ γι ̓ αυτό και το αξιοθαύμαστο στην τέχνη της αποκρυσταλλώνεται ως μια επάρκεια τη στιγμή της προσευχής, δίχως φιλοδοξία.
Με έμφαση θα δηλώσει σε συνέντευξη ότι οι άνθρωποι πρώτα προσευχήθηκαν και μετά έδωσαν όνομα στον αποδέκτη της προσευχής τους, άρα, η προσευχή προϋπήρξε του Θεού. Η προσευχή η δική της, από τη μια, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο γίνεται αντιληπτό το θεϊκό στοιχείο από τις αισθήσεις μας, κι από την άλλη, απευθύνει έκκληση προς τη θάλασσα για να είναι καλή με όσους κινούνται εντός της. Διαβάζουμε: «Σε ̓ νιωσα στην αλμύρα , στη γλώσσα μου/ Για αυτή τη θάλασσα σε ψάχνω/ Τη θάλασσα την κυματιστή και όχι την φουρτουνιασμένη/ Τη θάλασσα της χαράς κι όχι τη θάλασσα του θρήνου/ Κάνε την αυτή που μας ενώνει και όχι αυτή που μας χωρίζει». Μια κοινή επομένως προσευχή ενώνει τις γυναίκες. Αντιλαμβανόμενη τον κόσμο όχι μίζερα ή τουριστικά, αλλά μέσω της γυναικείας φύσης, η εικαστικός είναι σα να ζωγραφίζει όλες τις πιθανές εκδοχές του εαυτού της, ήτοι, τη γυναίκα που εκείνη κατανοεί: τη γυναίκα που είναι, τη γυναίκα που θέλει να είναι, τη γυναίκα που δεν θα γίνει ποτέ. Νιώθουμε ως θεατές, όσον αφορά την κάθε γυναίκα που μας παρουσιάζει, πως δεν την πληγώνει το αναγκαίο αφού ξέρει να αποδέχεται το πεπρωμένο της καταφατικά. Ο θεατής καλείται να μπει στο ρόλο του Θεού που κάποιος του ζητά βοήθεια, την οποία μόνο ο άνθρωπος μπορεί να προσφέρει στον διπλανό του. Η Παπαδημητρίου αποτυπώνει εικαστικά τη βαθύτερη ενότητα του μεσογειακού κόσμου, στοιχειοθετώντας την εμπειρία της έτσι ώστε να πλαταίνει ο ορίζοντας της. Βλέπει τα πράγματα προοπτικά αφουγκραζόμενη την πολύμορφη φυσιογνωμία των πολιτισμών ̇ εμείς είμαστε εκείνοι που οφείλουμε να διακρίνουμε το ουσιώδες από το δευτερεύον. Στους ανθρώπους του σήμερα καταγράφει τα σπασμένα κομμάτια του μέλλοντος, ανάμεσα στην πεζότητα των καταστάσεων και στην προσευχή της καρδιάς. Το ανθρώπινο πνεύμα υφίσταται πλέον ως εσωτερίκευση και μνήμη της κάθε κουλτούρας, αρκεί η κουλτούρα να μην ταυτίζεται με τον εαυτό της. Με άλλα λόγια, αγνοώντας την sabir της Παπαδημητρίου είναι σα μοιάζουμε με τυφλούς που, καθώς ψηλαφούν έναν ελέφαντα, νομίζουν πως αγγίζουν μια κολόνα ή ένα φίδι ή έναν τοίχο, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα πόδι ή την προβοσκίδα ή το σώμα του ελέφαντα.
ζΙΩΓΑΣ αΠΟΣΤΟΛΟΣ
βιολόγος
(Γενάρης 2018)
email: ziogasapostolos12@gmail.com
Last modified: 14/02/2018